Το διαζύγιο του Brexit γίνεται πιο μπερδεμένο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το διαζύγιο του Brexit γίνεται πιο μπερδεμένο

Το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ θα είναι δεσμευμένοι μεταξύ τους για πολλά χρόνια

Μια δυσάρεστη πραγματικότητα έχει καταστεί αδύνατο να αγνοηθεί: Η μεγαλύτερη απόκλιση από τους κανονισμούς της ΕΕ θα δώσει στο Ηνωμένο Βασίλειο περισσότερη οικονομική και εμπορική ανεξαρτησία, αλλά με τίμημα περισσότερο διεισδυτικούς ελέγχους επί των εμπορευμάτων που διασχίζουν τα σύνορα της Βόρειας Ιρλανδίας. Οι διαπραγματευτικοί στόχοι της Βρετανίδας πρωθυπουργού Theresa May -να εγκαταλείψει την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση της ΕΕ, να αποτρέψει ένα σκληρό σύνορο με την Ιρλανδία και να διασφαλίσει μια [ενιαία] προσέγγιση σε όλη τη χώρα για το Brexit- δημιούργησαν ένα «τρίλημμα» [6] που αποδείχθηκε δύσκολο να ικανοποιηθεί. Οι υπέρ του Brexit στο κόμμα της φοβούνται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να παραμείνει παγιδευμένο στην τελωνειακή ένωση, δεδομένου ότι το backstop δεν είναι χρονικά περιορισμένο ούτε επιτρέπει τη μονομερή απόσυρση. Το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (DUP) της Βόρειας Ιρλανδίας, του οποίου δέκα βουλευτές υποστήριξαν την συντηρητική κυβέρνηση της Μέι από τότε που έχασε την πλειοψηφία της στις εκλογές του Ιουνίου του 2017, δεν επιθυμεί την διαφορετική μεταχείριση της περιοχής από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο. Το Εργατικό Κόμμα έχει υποστηρίξει ένα ηπιότερο Brexit που να κρατάει το Ηνωμένο Βασίλειο στην τελωνειακή ένωση, ενώ ορισμένα μέλη των Εργατικών μαζί με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες και τους Σκώτους Εθνικιστές αντιτάσσονται πλήρως στο Brexit. Ωστόσο, η Μέι, με κίνητρο την διατήρηση της ενότητας του Συντηρητικού Κόμματος, έχει επανειλημμένα επιδιώξει να αλλάξει το backstop (κάτι στο οποίο αντιτίθεται η Ευρωπαϊκή Ένωση) παρά να τροποποιήσει την πολιτική διακήρυξη με το να επιτρέψει μεγαλύτερη ευθυγράμμιση στη μελλοντική σχέση (κάτι που η ΕΕ θα διευκόλυνε).

ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ «ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΕΝΩΣΗ»

Ακριβώς όπως το διαζύγιο μπορεί να είναι δύσκολο για τα παιδιά, το Brexit έχει δημιουργήσει προκλήσεις για τα συστατικά μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου, ιδίως την Βόρεια Ιρλανδία και την Σκωτία. Η Βόρεια Ιρλανδία αποτελείται από έξι κομητείες που παρέμειναν μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου μετά την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας το 1921. Η προτεσταντική και κυρίως υπέρ της ένωσης [στμ: οι unionists, υπέρμαχοι της ένωσης με την υπόλοιπη Μεγάλη Βρετανία] κοινότητα, και οι Καθολικοί και σε μεγάλο βαθμό εθνικιστές συνέχισαν να αμφισβητούν το καθεστώς αυτού του εδάφους πολύ καιρό μετά από αυτή την διάσπαση. Δεκαετίες βίας, γνωστές ως Troubles, άφησαν περισσότερους από 3.600 νεκρούς στα τέλη του 20ού αιώνα. Η σύγκρουση έληξε με την Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 [7], η οποία δημιούργησε μια διευθέτηση επιμερισμού των εξουσιών που έδωσε και στις δύο κοινότητες την δυνατότητα να έχουν λόγο στην περιφερειακή διακυβέρνηση. Οι παραστρατιωτικές ομάδες παρέδωσαν τα όπλα τους και η βρετανική κυβέρνηση μείωσε την στρατιωτική της παρουσία της εκεί. Η ένταξη στην ΕΕ τόσο του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και της Ιρλανδίας επέτρεψε ένα ανοιχτό σύνορο, το οποίο στήριξε την εύθραυστη ειρήνη στην Βόρεια Ιρλανδία με το να αφαιρέσει πρόσθετες φυσικές, οικονομικές και ψυχολογικές διαιρέσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Στο δημοψήφισμα του Brexit, το 55,8% των ψηφοφόρων στην Βόρεια Ιρλανδία προτίμησε να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λίγες εβδομάδες μετά την ψηφοφορία, ο πρώτος υπουργός και ο αναπληρωτής πρώτος υπουργός της Βόρειας Ιρλανδίας -που αντιπροσώπευαν διαφορετικές κοινότητες και είχαν αντίθετες θέσεις στο δημοψήφισμα- έστειλαν κοινή επιστολή προς τη Μέι δηλώνοντας τις κοινές ανησυχίες τους σχετικά με τις συνέπειες της αποχώρησης για την περιοχή. (Ο ηγέτης του DUP είχε υποστηρίξει το Brexit, αλλά και πάλι ήθελε να εξασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων και αγαθών πέρα από τα σύνορα, την συνέχιση της χρηματοδότησης της ΕΕ για την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης και των ειρηνευτικών πρωτοβουλιών, και την προστασία του τομέα των γεωργικών διατροφικών προϊόντων από τους δασμολογικούς φραγμούς). Η κυβέρνηση επιμερισμού της εξουσίας κατέρρευσε έξι μήνες αργότερα εν μέσω ενός τοπικού σκανδάλου, με την πολιτικοποίηση των συζητήσεων του Brexit να εμποδίζουν τις προσπάθειες για την ανασύστασή της. Ο Ιανουάριος του 2019 σηματοδότησε δύο χρόνια χωρίς κυβέρνηση στην Βόρεια Ιρλανδία.

Η μεταπολεμική κοινωνία της Βόρειας Ιρλανδίας -όπου τα «τείχη της ειρήνης» χωρίζουν τις κοινότητες, μόνο το 7% των παιδιών [8] παρακολουθούν κοινά σχολεία, και παραστρατιωτικές ομάδες που διαφωνούν εξακολουθούν να πυροδοτούν βόμβες σε αυτοκίνητα [9]- έγινε πιο πολωμένη [10] καθώς το Westminster καυγάδιζε. Μια δημοσκόπηση τον Δεκέμβριο του 2018 [11] διαπίστωσε ότι το 69% εκείνων υπέρ της ένωσης ήταν αντίθετοι στο να αποχωρήσει η Βόρεια Ιρλανδία από την ΕΕ με όρους διαφορετικούς από εκείνους του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου˙ σε αντιδιαστολή, το 88% των εθνικιστών και το 65% των συνολικά ερωτηθέντων βλέπουν αυτό το σενάριο ως συμφέρον. Ομοίως, τα δύο τρίτα των υπέρ της ένωσης (unionists) θα προτιμούσαν το Ηνωμένο Βασίλειο να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να υπάρχει συμφωνία (ακόμη και αν αυτό απαιτεί συνοριακούς ελέγχους) παρά να παραμείνει˙ το 90% των εθνικιστών προτιμούν να παραμένουν στην ΕΕ υπό τους όρους αυτούς. Χαρακτηριστικά, μια δημοσκόπηση που διεξήχθη τον Μάρτιο του 2019 [12] διαπίστωσε ότι και οι δύο κοινότητες (πάνω από 60% σε κάθε πλευρά) θα υποστήριζαν μια ηπιότερη έξοδο για ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο εάν εγκαταλείψει την ΕΕ.