Το νέο γερμανικό ζήτημα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το νέο γερμανικό ζήτημα

Τι θα συμβεί όταν η Ευρώπη αρχίσει να διαλύεται;

Αυτή η ταραγμένη ιστορία, όμως, ήταν προϊόν όχι μόνο του γερμανικού χαρακτήρα. Οι περιστάσεις έπαιξαν μεγάλο ρόλο, συμπεριλαμβανομένης της απλής γεωγραφίας. Η Γερμανία ήταν ένα ισχυρό έθνος στο κέντρο μιας διαμφισβητούμενης ηπείρου, πλαισιωμένο στα ανατολικά και στα δυτικά από μεγάλες και φοβερές δυνάμεις και επομένως πάντα σε κίνδυνο ενός διμέτωπου πολέμου. Η Γερμανία σπάνια αισθανόταν ασφαλής, και όταν όντως προσπάθησε να επιδιώξει την ασφάλεια αυξάνοντας την ισχύ της, μόνο επιτάχυνε την δική της περικύκλωση. Οι εσωτερικές πολιτικές της Γερμανίας επηρεάζονταν επίσης συνεχώς από τα κύματα του αυταρχισμού, της δημοκρατίας, του φασισμού και του κομμουνισμού που σάρωναν μπρος-πίσω ολόκληρη την Ευρώπη. Ο μυθιστοριογράφος Thomas Mann πρότεινε κάποτε ότι το ζήτημα δεν ήταν τόσο εθνικού χαρακτήρα, αλλά και εξωτερικών γεγονότων. «Δεν υπάρχουν δύο Γερμανίες, μια καλή και μια κακή», έγραψε. «Η κακή Γερμανία είναι απλώς η καλή Γερμανία που παραστράτησε, η καλή Γερμανία σε ατυχία, σε ενοχή, και ερείπια».

Η δημοκρατική και φιλειρηνική Γερμανία που όλοι γνωρίζουν και αγαπούν σήμερα, μεγάλωσε στις ιδιαίτερες συνθήκες της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ φιλελεύθερης διεθνούς τάξης που καθιερώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Γερμανοί μεταμόρφωσαν τον εαυτό τους κατά την διάρκεια των μεταπολεμικών δεκαετιών, αλλά υπήρχαν τέσσερις πτυχές αυτής της τάξης, ειδικότερα, που παρείχαν τις πλέον ευνοϊκές συνθήκες στις οποίες η εξέλιξη αυτή πραγματοποιήθηκε.

04042019-2.jpg

Η Ανακήρυξη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, Anton von Werner, 1882. WIKIMEDIA COMMONS
---------------------------------------------------------

Η πρώτη ήταν η δέσμευση των ΗΠΑ για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Αυτή η εγγύηση έθεσε τέλος στον φαύλο κύκλο που αποσταθεροποίησε την Ευρώπη και παρήγαγε τρεις μεγάλους πολέμους σε επτά δεκαετίες (αρχίζοντας από τον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο του 1870-71). Με το να προστατεύουν την Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τους άλλους γείτονες της Δυτικής Γερμανίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέτρεψαν σε όλους να καλωσορίσουν τη μεταπολεμική ανάκαμψη της Δυτικής Γερμανίας και να επανεντάξουν πλήρως τους Γερμανούς στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία. Η δέσμευση επίσης εξάλειψε την ανάγκη δαπανηρών συσσωρεύσεων όπλων από όλες τις πλευρές, επιτρέποντας έτσι σε όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Γερμανίας, να επικεντρωθούν περισσότερο στην ενίσχυση της ευημερίας και της κοινωνικής ευζωίας των πολιτών τους, γεγονός που με την σειρά του παρήγαγε πολύ μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα. Η Δυτική Γερμανία έπρεπε να εγκαταλείψει τις φυσιολογικές γεωπολιτικές φιλοδοξίες της, ανταλλάσσοντάς τις με γεωοικονομικές φιλοδοξίες, αλλά δεν ήταν παράλογο να πιστεύουμε ότι αυτό ήταν περισσότερο μια χάρη παρά ένας περιορισμός. Όπως το έθεσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, James Byrnes, το 1946, «η ελευθερία από τον μιλιταρισμό» θα έδινε στους Γερμανούς την ευκαιρία «να κατευθύνουν την μεγάλη ενεργητικότητα και τις σπουδαίες ικανότητές τους σε έργα ειρήνης».

Το δεύτερο στοιχείο της νέας τάξης ήταν το φιλελεύθερο, ελεύθερου εμπορίου διεθνές οικονομικό σύστημα που καθιέρωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η γερμανική οικονομία βασιζόταν πάντα στις εξαγωγές, και τον 19ο αιώνα ο ανταγωνισμός για τις ξένες αγορές αποτελούσε μια κινητήρια δύναμη πίσω από τον γερμανικό επεκτατισμό. Στη νέα παγκόσμια οικονομία, μια μη μιλιταριστική Δυτική Γερμανία θα μπορούσε να ανθίσει χωρίς να απειλεί άλλους. Αντιθέτως, το οικονομικό θαύμα της Δυτικής Γερμανίας της δεκαετίας του 1950 έκανε την χώρα κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και μια άγκυρα ευημερίας και δημοκρατικής σταθερότητας στην Ευρώπη.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο ανέχθηκαν την οικονομική επιτυχία της Δυτικής Γερμανίας και της υπόλοιπης Δυτικής Ευρώπης, αλλά και την καλωσόρισαν, ακόμα και όταν επήλθε εις βάρος της αμερικανικής βιομηχανίας. Από το 1950 έως το 1970, η βιομηχανική παραγωγή στην Δυτική Ευρώπη επεκτεινόταν με μέσο ρυθμό 7,1% ετησίως, το συνολικό ΑΕΠ αυξανόταν κατά 5,5% ετησίως και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 4,4% ετησίως, υπερβαίνοντας την ανάπτυξη των ΗΠΑ την ίδια περίοδο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, τόσο η Δυτική Γερμανία όσο και η Ιαπωνία είχαν βγει μπροστά από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ορισμένες βασικές βιομηχανίες, από τα αυτοκίνητα έως τα χαλυβουργεία και έως τα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης. Οι Αμερικανοί αποδέχτηκαν αυτόν τον ανταγωνισμό όχι επειδή ήταν ασυνήθιστα ανιδιοτελείς, αλλά επειδή θεώρησαν τις υγιείς ευρωπαϊκές και ιαπωνικές οικονομίες ως ζωτικούς πυλώνες του σταθερού κόσμου που επιζητούσαν να υποστηρίξουν. Το μεγάλο μάθημα του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα ήταν ότι ο οικονομικός εθνικισμός ήταν αποσταθεροποιητικός. Τόσο το παγκόσμιο σύστημα ελεύθερου εμπορίου όσο και οργανισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα σχεδιάστηκαν για να τον ελέγχουν.

Μια επίδραση αυτού του ευνοϊκού περιβάλλοντος ήταν ότι η Δυτική Γερμανία παρέμεινε ριζωμένη στην φιλελεύθερη Δύση. Αν και μερικοί κορυφαίοι Γερμανοί υποστήριζαν την υιοθέτηση μιας πιο ανεξάρτητης στάσης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, είτε ως γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης είτε ως ουδέτερης χώρας, τα οφέλη που απέκτησαν οι Δυτικογερμανοί από την ενσωμάτωση στην υπό την κυριαρχία των Αμερικανών τάξη τούς κράτησαν σταθερά ριζωμένους σε αυτήν. Οι πειρασμοί να ακολουθήσουν μια κανονική, ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική μετριάστηκαν όχι μόνο από οικονομικό συμφέρον, αλλά και από το σχετικά πράο περιβάλλον στο οποίο οι Δυτικογερμανοί θα μπορούσαν να ζήσουν την ζωή τους, τόσο διαφορετικό από αυτό που είχαν γνωρίσει στο παρελθόν.