Τα μέτρα της ισχύος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα μέτρα της ισχύος

Σχετικά με την διαχρονική αξία της καθαρής αξιολόγησης

Προς απογοήτευσιν μερικών, οι αξιολογήσεις του Marshall ήταν διαγνωστικές στην εστίασή τους και σπάνια [έμοιαζαν] σαν συνταγές. «Θα προτιμούσα να έχω αξιοπρεπείς απαντήσεις στις σωστές ερωτήσεις παρά καταπληκτικές απαντήσεις σε άσχετες ερωτήσεις», είπε στους συνεργάτες του. Στο μυαλό του, οι αναλυτές έπρεπε να είναι προσεκτικοί ώστε να μην πιέσουν για δραστικές οδηγίες πολύ γρήγορα, ώστε αυτή η προκατάληψη υπέρ της δράσης να μην καταστρέψει την αντικειμενική ανάλυση και να μην καταλήξει στην υπονόμευση ολόκληρης της επιχείρησης. Το κλειδί ήταν να υπάρξει μια ακριβής διάγνωση. Χωρίς αυτήν, η αμυντική στρατηγική και ο προγραμματισμός -η συνταγή- μπορεί τελικά να επικεντρωθούν στο λάθος πρόβλημα.

Οι περισσότερες καθαρές αξιολογήσεις (net assessments) ταιριάζουν σε μια από δύο κατηγορίες. Οι περιφερειακές αξιολογήσεις (regional assessments), όπως η σύγκριση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Κεντρική Ευρώπη, καταγράφουν την στρατιωτική ισορροπία σε διάφορα γεωγραφικά σημαντικά σημεία. Οι λειτουργικές αξιολογήσεις (functional assessments) επικεντρώνονται σε μια συγκεκριμένη πτυχή του ανταγωνισμού, όπως το αμερικανικό-σοβιετικό πυρηνικό ισοζύγιο. Σε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, ο Μάρσαλ αξιολόγησε το σχετικό βάρος που επιβάλλουν οι στρατιωτικές επενδύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας στις αντίστοιχες οικονομίες τους. Ποια πλευρά είχε περιθώρια;

Στα μέσα της δεκαετίας του '70, η Σοβιετική Ένωση εμφανίστηκε, επιφανειακά, ως σαν να κέρδιζε το πάνω χέρι. Η Μόσχα δεν είχε πλέον μόνο ανώτερες συμβατικές δυνάμεις˙ είχε επίσης φθάσει σε μια χονδρική πυρηνική ισοτιμία με την Ουάσινγκτον. Ίσως πιο απογοητευτικές ήταν οι αναφορές της CIA ότι οι Ρώσοι όχι μόνο υπερέβησαν την στρατιωτική παραγωγή των ΗΠΑ με ευρεία διαφορά, αλλά το έκαναν και με πολύ χαμηλότερο κόστος. Εκλαμβανόμενες στην ονομαστική αξία τους, οι εκτιμήσεις αυτές υποδήλωναν ότι η Ρωσία ήταν πολύ πιο αποτελεσματική στην δημιουργία στρατιωτικής ισχύος. Εάν αυτό συνέβαινε, τότε η στρατιωτική ισορροπία θα συνέχιζε να μετατοπίζεται προς όφελος των Σοβιετικών.

Ο Μάρσαλ αμφισβήτησε το αφήγημα της CIA, τελικά πείθοντας την κοινότητα των μυστικών υπηρεσιών ότι το κόστος της στρατιωτικής συσσώρευσης της Σοβιετικής Ένωσης ήταν σημαντικά υψηλότερο και ότι η οικονομία της Ρωσίας ήταν σημαντικά μικρότερη από ό, τι γενικά πιστευόταν. Τον Μάιο του 1976, η CIA αύξησε απότομα και δραματικά την εκτίμηση της στρατιωτικής επιβάρυνσης της Σοβιετικής Ένωσης από 6% του ΑΕΠ της σε κάπου μεταξύ 11% και 13% του ΑΕΠ. Το νόημα είχε βγει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έμεναν πίσω. Αν μη τι άλλο, ο χρόνος ήταν στο πλευρό τους. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η ιστορία απέδειξε ότι ο Μάρσαλ είχε δίκιο.

Αντί να απλώς τονίζει τις απειλές, ο Μάρσαλ προσπάθησε να εντοπίσει και να εκμεταλλευτεί σοβιετικές αδυναμίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υποστήριξε, θα πρέπει να ακολουθούν στρατηγικές που επιβάλλουν δυσανάλογο κόστος στους Ρώσους. Η ιδέα ήταν απλή αλλά βαθιά. Αφότου η κυβέρνηση Carter ακύρωσε το πρόγραμμα των βομβαρδιστικών Β-1 το 1977, ο Μάρσαλ προέτρεψε τον υπουργό Άμυνας, Χάρολντ Μπράουν, να «παραμείνει στην υπόθεση των βομβαρδιστικών». Οι αμερικανικοί πυρηνικοί πύραυλοι θα μπορούσαν να χτυπήσουν τους Σοβιετικούς πολύ πιο αποτελεσματικά από τα βομβαρδιστικά, αναγνώρισε ο Μάρσαλ, αλλά οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έπρεπε να βλέπουν τη μεγαλύτερη εικόνα: Η σοβιετική Ρωσία είχε τα μακρύτερα σύνορα του κόσμου και ένα κατασταλτικό καθεστώς που ήταν αποφασισμένο να ελέγχει την πρόσβαση στην επικράτειά του. Για τον σκοπό αυτό, είχε αναπτύξει ένα τεράστιο σύστημα αεράμυνας, κυρίως για να αμυνθεί έναντι των αμερικανικών αεροσκαφών. Η διατήρηση του στόλου των βομβαρδιστικών αεροσκαφών των ΗΠΑ θα παρακινούσε τους Σοβιετικούς να συνεχίσουν να επενδύουν στο σύστημα αεράμυνας, το οποίο ήταν πολύ πιο δαπανηρό από τα αμερικανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Οι Ρώσοι θα έμεναν με λιγότερα χρήματα για να επενδύσουν σε [άλλες] επιθετικές ικανότητες, όπως οι στρατοί από τανκς. Ο Μάρσαλ σημείωσε επίσης ότι το stealth βομβαρδιστικό B-2, τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες εξέλισσαν εκείνη την εποχή, τελικά θα καθιστούσε μεγάλο μέρος του σοβιετικού συστήματος αεράμυνας παρωχημένο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80, τέτοιες «ανταγωνιστικές στρατηγικές», όπως τις ονόμασε ο Μάρσαλ, είχαν γίνει το επίκεντρο της αμυντικής στρατηγικής των ΗΠΑ.

Η ανωνυμία έξω από τις αίθουσες του Πενταγώνου δεν ενοχλούσε ποτέ τον Μάρσαλ, αφού πάντα είχε πρόσβαση σε αυτό που θεωρούσε ως το κύριο ακροατήριό του: Τους ανώτερους υπευθύνους χάραξης της αμυντικής πολιτικής. Παρόλο που ήταν πολιτικά διορισμένος σε μια πόλη που πολύ συχνά εκτιμά τους αυτο-διαφημισμένους περισσότερο από τους ανθρώπους ουσίας, ο Μάρσαλ κλήθηκε να παραμείνει τόσο από Δημοκρατικές όσο και Ρεπουμπλικανές διοικήσεις -μια απόδειξη για τον σεβασμό που ενέπνεε στον κόσμο της εθνικής ασφάλειας. Δύο φορές, ωστόσο, το γραφείο του κινδύνεψε να περιθωριοποιηθεί από διοικήσεις που δεν είχαν ακόμη εκτιμήσει την αξία του έργου του. Και τις δύο φορές, ανώτερα μέλη του Κογκρέσου σήκωσαν τα φρύδια τους, και τα σχέδια για αναδιάρθρωση του γραφείου γρήγορα ανατράπηκαν.

Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος έφτανε προς το τέλος του, ο Μάρσαλ είχε ήδη τη ματιά του σε μακρινούς ορίζοντες. Ήδη από το 1987, υποστήριξε ότι η ανερχόμενη Κίνα θα γινόταν ένας πιο σημαντικός αντίπαλος σε σύγκριση με την σοβιετική Ρωσία στις επόμενες δεκαετίες. Ήταν εξίσου προφητικός στην πρόβλεψη μιας νέας εποχής πολέμου ακρίβειας, μια πρόβλεψη που επιβεβαιώθηκε στον πόλεμο του Κόλπου τέσσερα χρόνια αργότερα.