Πώς η Ευρώπη μπορεί να μεταρρυθμίσει τη μεταναστευτική πολιτική της | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η Ευρώπη μπορεί να μεταρρυθμίσει τη μεταναστευτική πολιτική της

Η σημασία του να είναι διατηρήσιμη*
Περίληψη: 

Οι λαϊκιστές χονδροειδώς υπερβάλλουν και στρεβλώνουν την κοινωνικοοικονομική επίδραση της ανθρώπινης μετανάστευσης, η οποία είναι συχνά επωφελής. Η πρωταρχική πηγή της δημόσιας ανησυχίας είναι η διαρθρωτική οικονομική αλλαγή, και ιδίως η κατάρρευση της εντάσεως εργασίας παραγωγής. Ωστόσο, ακόμα και αν η μετανάστευση δεν αποτελεί την βασική αιτία της δυσαρέσκειας, οι μεταναστευτικές πολιτικές πρέπει να απολαμβάνουν δημοκρατική νομιμοποίηση, προκειμένου να παραμείνουν βιώσιμες.

Ο ALEXANDER BETTS είναι καθηγητής Βίαιης Μετανάστευσης και Διεθνών Σχέσεων στην έδρα Leopold Muller και διευθυντής του Κέντρου Μελετών για τους Πρόσφυγες στο Refugee Studies Centre στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Ο PAUL COLLIER είναι καθηγητής Οικονομικών και Δημόσιας Πολιτικής στην Σχολή Διακυβέρνησης Blavatnik και καθηγητής του Κολλεγίου St Antony, επίσης στην Οξφόρδη.

Τρία χρόνια μετά την έναρξη της ευρωπαϊκής προσφυγικής κρίσης, οι πολιτικές της ηπείρου εξακολουθούν να συγκλονίζονται από διαφωνίες σχετικά με τη μετανάστευση. Αυτό συμβαίνει παρά την απότομη μείωση του αριθμού των ατόμων που διασχίζουν τη Μεσόγειο [1] προς την Ευρώπη -60.000 άτομα μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου 2018, σε σύγκριση με πάνω από ένα εκατομμύριο το 2015 και 350.000 το 2016. Η κρίση, εν συντομία, δεν είναι σχετικά με τους αριθμούς αλλά για την εμπιστοσύνη: Οι Ευρωπαίοι πολίτες πιστεύουν ότι η μετανάστευση είναι εκτός ελέγχου και ότι οι ηγέτες τους δεν έχουν κανένα πραγματικό σχέδιο για την διαχείρισή της.

22042019-1.jpg

Πρόσφυγες στο αυτοσχέδιο στρατόπεδο που είναι γνωστό ως «Η ζούγκλα», στο Calais της Γαλλίας, τον Οκτώβριο του 2016. PHILLIP WOJAZER / REUTERS
---------------------------------------------------------------------

Μεταξύ των νέων αφίξεων, μερικοί είναι πρόσφυγες που δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να διαφύγουν στην Ευρώπη, ενώ άλλοι είναι πρόσφυγες που θα μπορούσαν να βρουν προστασία πιο κοντά στην πατρίδα τους. Όμως, πολλοί είναι «φιλόδοξοι μετανάστες» [στμ: aspirational migrants, δηλαδή οικονομικοί μετανάστες], που φεύγουν από φτωχές αλλά όχι απαραιτήτως επικίνδυνες χώρες, όπως το Μαρόκο και την Τυνησία [2], για καλύτερες θέσεις εργασίας και ευκαιρίες στην ΕΕ. Το πρόβλημα της Ευρώπης είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει αποτελεσματικός τρόπος για να γίνει διάκριση μεταξύ αυτών των ομάδων ή για να αναγκαστούν τα κράτη-μέλη της ΕΕ να μοιραστούν την ευθύνη για τους νόμιμους πρόσφυγες. Και με ορισμένες χώρες όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες επιστρέφουν λιγότερους από τους μισούς αιτούντες άσυλο που έχουν απορριφθεί, οι μετανάστες χωρίς πραγματική αξίωση για άσυλο έχουν κίνητρο να υποβάλουν αίτηση ούτως ή άλλως, γνωρίζοντας ότι θα είναι πιθανόν να παραμείνουν, ανεξάρτητα από το γραφειοκρατικό αποτέλεσμα [3]. Η απουσία κράτους δικαίου στην εισδοχή μεταναστών, σε συνδυασμό με τυχαίες πολιτικές ένταξης, υπονομεύουν την εμπιστοσύνη του κοινού [4], κάτι που με την σειρά του τροφοδοτεί μια λαϊκιστική αντίδραση με καταστροφικές συνέπειες τόσο για την ευημερία των μεταναστών όσο και για την ευρωπαϊκή δημοκρατία. Από το Brexit μέχρι την άνοδο του λαϊκίστικου κόμματος Alternative for Germany, οι διαιρέσεις που σχετίζονται με τη μετανάστευση δηλητηρίασαν την πολιτική.

Οι λαϊκιστές χονδροειδώς υπερβάλλουν και στρεβλώνουν την κοινωνικοοικονομική επίδραση της ανθρώπινης μετανάστευσης, η οποία είναι συχνά επωφελής. Η πρωταρχική πηγή της δημόσιας ανησυχίας είναι η διαρθρωτική οικονομική αλλαγή, και ιδίως η κατάρρευση της εντάσεως εργασίας παραγωγής. Ωστόσο, ακόμα και αν η μετανάστευση δεν αποτελεί την βασική αιτία της δυσαρέσκειας, οι μεταναστευτικές πολιτικές πρέπει να απολαμβάνουν δημοκρατική νομιμοποίηση, προκειμένου να παραμείνουν βιώσιμες.

Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί, ωστόσο, δεν έχουν ούτε τις αποτελεσματικές πολιτικές ούτε το ενοποιητικό αφήγημα που είναι απαραίτητα για να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων. Το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (Common European Asylum System, CEAS) είναι κατακερματισμένο. Υπ’ αυτό, τα κράτη-μέλη της ΕΕ υποτίθεται ότι θα υιοθετήσουν κοινά πρότυπα για την αναγνώριση και την παροχή βοήθειας στους αιτούντες άσυλο. Αυτό έχει γίνει μια μυθοπλασία: Πέρυσι, η Γαλλία αναγνώρισε το 86% των αιτημάτων ασύλου [5] από τους Ιρακινούς˙ το Ηνωμένο Βασίλειο, μόνο το 19%. Ο κανονισμός του Δουβλίνου, ένας νόμος της ΕΕ που απαιτεί από τους μετανάστες να υποβάλλουν αίτηση ασύλου στην πρώτη χώρα στην οποία υποβάλλονται σε διεκπεραίωση, έχει επίσης αποδειχθεί δυσλειτουργικός, απαιτώντας από τις χώρες εισόδου όπως η Ιταλία και η Ελλάδα να επιβαρύνονται με το βάρος μαζικών αφίξεων. Προσωρινά μέτρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (EC), όπως το σχέδιο του Σεπτεμβρίου του 2015 για την ανακατανομή 160.000 προσφύγων μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, παραμένουν ανεφάρμοστα. Και η επείγουσα σύνοδος της ΕΕ στις 28-29 Ιουνίου έδωσε μια συμβολική συμφωνία, της οποίας οι βασικές προτάσεις -η εθελοντική δημιουργία κέντρων επεξεργασίας στην Ευρώπη και η εξεύρεση «περιφερειακών πλατφορμών αποβίβασης» εκτός της ΕΕ- είναι ανεπαρκή για το έργο της μεταρρύθμισης.

Απαιτείται επειγόντως ένα εναλλακτικό όραμα, το οποίο να μπορεί να προσφέρει στους Ευρωπαίους ένα ανθρωπιστικό, οικονομικά υγιές και δημοκρατικά νομιμοποιημένο πλαίσιο για την αντιμετώπιση της πρόκλησης της μετανάστευσης. Στις 21 Ιουνίου, οι συντάκτες [αυτού του κειμένου], σε συνεργασία με τη νορβηγική κυβέρνηση και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Μετανάστευσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ξεκίνησαν το Πλαίσιο για την Βιώσιμη Μετανάστευση (Sustainable Migration Framework) στο Όσλο, που είναι η πρότασή μας για τη μεταρρύθμιση της πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης της ΕΕ. Εδώ, περιγράφουμε το πλαίσιο της εργασίας μας και τις επιπτώσεις του για την Ευρώπη.

ΒΙΩΣΙΜΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Για να αρχίσουν να μεταρρυθμίζουν, οι πολιτικοί και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Ευρώπης πρέπει να καταλήξουν σε συμφωνία για το τελικό σημείο που επιθυμούν. Προτείνουμε ότι μια νέα συζήτηση για την «βιώσιμη μετανάστευση» μπορεί να προσφέρει μια ενοποιητική γλώσσα για συζήτηση. Μια βιώσιμη μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να ικανοποιεί τρεις απλούς όρους: Πρέπει να ανταποκρίνεται σε ευρέως αποδεκτές δεοντολογικές υποχρεώσεις, να απολαμβάνει ευρεία δημοκρατική υποστήριξη, και να αποφεύγει αποφάσεις που θα μετανιώσουν αργότερα οι άνθρωποι (είτε είναι μετανάστες, κοινωνίες υποδοχής ή κοινωνίες αποστολής). Εάν μια πολιτική αποκλίνει από αυτά τα κριτήρια, είναι πιθανό να διαλυθεί.