Μετά τον Μπασίρ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μετά τον Μπασίρ

Πώς το Σουδάν μπορεί να θεραπευθεί μετά από δεκαετίες δικτατορίας

Όπως και ο Nimeiri, ο Bashir έφτασε στην πολιτική σκηνή απευθείας από τον στρατό. Μετά από ένα τετραετές διάλειμμα πολιτικής διακυβέρνησης, ο Μπασίρ κατέλαβε την εξουσία το 1989, ευθυγραμμίζοντας το καθεστώς του με τον λαϊκιστή ισλαμιστή πολιτικό ηγέτη Hassan al-Turabi. Για την επόμενη δεκαετία, τόσο οι εσωτερικοί όσο και οι εξωτερικοί παρατηρητές θεωρούσαν τον πονηρό Turabi, ο οποίος πήρε το διδακτορικό δίπλωμά του στην Σορβόννη, ως εκείνον που τραβούσε τα σκοινιά στην μαριονέτα που ήταν ο Μπασίρ. Υπό την επιρροή του, το καθεστώς εργάστηκε για να εξαλείψει την θρησκευτική και εθνοτική ποικιλομορφία του Σουδάν με ένα από πάνω προς τα κάτω -και ευρέως απεχθές- πρόγραμμα αραβοποίησης και ισλαμοποίησης. Αλλά η φιλικότητα του Turabi προς τους ισλαμιστές ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Οσάμα Μπιν Λάντεν, έσπειρε διχόνοια εσωτερικά, μετατρέποντας παράλληλα την χώρα σε διεθνή παρία. Επιθυμώντας να βελτιώσει την θέση της χώρας του, ο Μπασίρ διαπραγματεύτηκε κρυφά με αξιωματούχους των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι τον προειδοποίησαν να μην συνεχίσει να υποστηρίζει τον ισλαμικό ριζοσπαστισμό. Ο Μπασίρ, ως άνθρωπος που πάντα επιβιώνει, αποστασιοποιήθηκε από τον Turabi το 2000 και τον συνέλαβε.

Το φώς της δημοσιότητας στην συνέχεια μετατοπίστηκε όχι στον Μπασίρ, αλλά στον Ali Osman Taha, έναν πρώην υπουργό Εξωτερικών και στην συνέχεια πρώτο αντιπρόεδρο της χώρας. Όντας ένας πολιτικός ηγέτης του ισλαμιστικού κινήματος, ο Taha συμπαρατάχθηκε με τον Μπασίρ, αφότου ο Μπασίρ τα έσπασε με τον Turabi. Γνώστες παρατηρητές θεωρούσαν τον Taha ως «την πραγματική δύναμη στο Χαρτούμ» [2]. Ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για την επίβλεψη της βίαιης εκστρατείας κατά της εξέγερσης [3] στο Νταρφούρ, η οποία οδήγησε σε περισσότερους από 200.000 θανάτους πολιτών. Ο Taha διαπραγματεύθηκε προσωπικά την συνολική ειρηνευτική συμφωνία που τερμάτισε τον εμφύλιο πόλεμο του Σουδάν με τον νότιο ηγέτη John Garang, το 2005. Στην τελετή ειρήνης στο Χαρτούμ, ήταν ο Taha και όχι ο Μπασίρ που υπέγραψε την συμφωνία εξ ονόματος του βορρά.

Ωστόσο, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) εξέδωσε εντάλματα σύλληψης το 2009 και το 2010 μόνο κατά του Μπασίρ για «γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου» [4]. Παρά το κεντρικό του ρόλο στην εκστρατεία του Νταρφούρ, ο Taha δεν κατηγορήθηκε ποτέ. Φήμες κυκλοφόρησαν μεταξύ περιφερειακών παραγόντων ότι ο Taha έκανε κινήσεις για να αντικαταστήσει τον Μπασίρ ως πρόεδρος, σύμφωνα με δημοσιεύματα του WikiLeaks [5]. Αλλά ο Μπασίρ απομάκρυνε και πάλι με επιτυχία τον αντίπαλό του, υποβαθμίζοντάς τον κατά την διάρκεια του ανασχηματισμού του υπουργικού συμβουλίου του το 2013. Η απόσχιση του Νότιου Σουδάν και, μαζί με αυτό, [ο τερματισμός] της πολιτικής και στρατιωτικής απειλής που έθετε η εξέγερση στον Νότο ενίσχυσε περαιτέρω την θέση του Μπασίρ. Δεν αντιμετώπισε άλλη μεγάλη πρόκληση για την εξουσία του στο μεγαλύτερο μέρος μιας δεκαετίας -μέχρι το κίνημα διαμαρτυρίας που τον απομάκρυνε τον Απρίλιο.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Στην μέση του σημερινού τεταμένου αδιεξόδου -μεταξύ των στρατιωτικών ηγετών που είναι απρόθυμοι να παραδώσουν την εξουσία και των διαδηλωτών που εξακολουθούν να πιέζουν για μια άμεση πολιτικά καθοδηγούμενη μετάβαση- το ερώτημα του τι ακριβώς πρέπει να γίνει με τον Μπασίρ μπορεί να φαίνεται σαν να αποσπά την προσοχή. Αλλά το να αγνοηθεί το θέμα μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες. Δύο φορές παλαιότερα, το Σουδάν δεν κατάφερε να μετατρέψει μια λαϊκή επανάσταση σε μια διαρκή δημοκρατία. Το βασικό πρόβλημα ήταν πάντοτε η αδυναμία της χώρας να δημιουργήσει μια χωρίς αποκλεισμούς εθνική ταυτότητα, ελλείψει της οποίας οι πολιτικές ελίτ εκμεταλλεύτηκαν εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους. Ακόμα και το σημερινό κίνημα διαμαρτυρίας, το οποίο είναι ευρύ και διαφοροποιημένο, παλεύει να προωθήσει ένα εθνικό όραμα πέρα από την αντικατάσταση του στρατού με μια πολιτική κυβέρνηση.

06052019-2.jpg

Σε διαδήλωση στο Χαρτούμ, στο Σουδάν, τον Απρίλιο του 2019. UMIT BEKTAS / REUTERS
----------------------------------------------------

Το πώς το νέο καθεστώς θα χειριστεί τον Bashir μπορεί να χρησιμεύσει για ή να υπονομεύσει τον στόχο της δημιουργίας μιας εθνικής αίσθησης σκοπού. Πολλοί διεθνείς παρατηρητές ζήτησαν από το νέο καθεστώς να παραδώσει τον πρώην κυβερνήτη στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει δίωξη. Αλλά αυτές οι διώξεις είναι αδιόρθωτα αναποτελεσματικές και το θέαμα του Bashir να παρεμποδίζει τις προσπάθειες να εκτεθούν οι αδικίες του καθεστώτος του δύσκολα θα περισώσει το τραύμα της χώρας. Επιπλέον, το κατηγορητήριο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου περιορίζεται σε ενέργειες στο Νταρφούρ πριν από μια δεκαετία και δεν αντιμετωπίζει την κακή συμπεριφορά του καθεστώτος σε μέρη όπως τα βουνά Νούμπα, όπου βομβάρδισε χωρικούς από αέρος˙ ή το Νότιο Kordofan, τόπο μιας βίαιης πολυετούς αντεπανάστασης˙ ή ακόμα και στην απέραντη μητρόπολη του Χαρτούμ, όπου εκατοντάδες σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια ενός πρώιμου κύματος διαμαρτυριών το 2012 και το 2013. Η ποινική δίωξη του ΔΠΔ θα προσωποποιήσει επίσης τις επικαλυπτόμενες κρίσεις της χώρας θέτοντας τα δεινά του Σουδάν ενώπιον μόνο ενός ατόμου. Επιπλέον, γνώστες παρατηρητές όπως ο Alex de Waal [6] και ο Mahmood Mamdani [7] έχουν υπονοήσει ότι το ΔΠΔ ενδέχεται να μην καταδικάσει τον Bashir για οποιαδήποτε εγκλήματα λόγω της κακής ποιότητας τόσο του κατηγορητηρίου, το οποίο περιέχει πραγματικά σφάλματα, όσο και της ουσίας του. Εναλλακτικά, το Σουδάν θα μπορούσε να δικάσει τον Μπασίρ σε εγχώριο δικαστήριο, προκειμένου να μειώσει τις ανησυχίες μιας αντιληπτής αντι-αφρικανικής μεροληψίας από το ΔΠΔ. Και οι δύο αυτές επιλογές είναι απίθανο να ικανοποιήσουν τους διαδηλωτές οι οποίοι απαιτούν λογοδοσία για το σύνολο του καθεστώτος και τους πολυάριθμους ωφελημένους του.