Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ είναι ο λάθος τρόπος ανταγωνισμού με την Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ είναι ο λάθος τρόπος ανταγωνισμού με την Κίνα

Εστίαση στην ανανέωση, όχι στον προστατευτισμό

Ωστόσο, η αμνησία για αυτά τα επιτεύγματα έχει καθιερωθεί. Οι κρατικές δαπάνες των ΗΠΑ για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) μειώθηκαν σταθερά ως ποσοστό του ΑΕΠ, από περίπου 2% στην δεκαετία του 1960 σε μόλις 0,7% σήμερα. Ο πιο πρόσφατος προϋπολογισμός του Trump προτείνει να περικοπούν δισεκατομμύρια δολάρια [8] από την επιστημονική και ιατρική έρευνα. Στο παρελθόν, το Κογκρέσο σοφά απέρριπτε παρόμοιες περικοπές και πέρυσι ενέκρινε [9] την μεγαλύτερη προώθηση της χρηματοδότησης για Ε&Α της δεκαετίας. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται πολύ μεγαλύτερο άλμα στην υποστήριξη της Ε&Α, εάν πρόκειται να συνεχίσουν να πηγαίνουν παράλληλα με την Κίνα. Μεταξύ του 1991 και του 2015, η Κίνα αύξησε τις δαπάνες της Ε&Α της κατά 30 φορές, με μέσο όρο [10] αύξησης το 18% ετησίως από το 2000. Ως εκ τούτου, το Εθνικό Συμβούλιο Επιστημών (National Science Board) εκτιμά ότι η Κίνα ίσως να έχει ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως παγκόσμιος ηγέτης στις δαπάνες για την έρευνα πέρυσι, και αν όχι, θα το κάνει σύντομα.

Ακριβώς όπως η καθοδηγούμενη από την κυβέρνηση κούρσα για το διάστημα πυροδότησε μια χρυσή εποχή [11] τεχνολογικής ανάπτυξης των ΗΠΑ, ένα νέο εθνικό πρόγραμμα βασικής έρευνας και ανάπτυξης μπορεί να αποκαταστήσει την τεχνολογική ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ενεργώντας από μόνος του, ο ιδιωτικός τομέας είναι απλά απίθανο να καινοτομεί στην κλίμακα και στην ταχύτητα που είναι απαραίτητες για να ανταγωνιστεί με την Κίνα, η οποία αφιερώνει σημαντικούς δημόσιους πόρους σε ουρανομήκη σχέδια όπως η κβαντική υπολογιστική, η τεχνητή νοημοσύνη και η βιοτεχνολογία. Ούτε μπορεί [το κράτος] να βασιστεί στις ιδιωτικές επιχειρήσεις -που εστιάζουν φυσικά σε πιο στενούς εμπορικούς στόχους- ότι θα κάνουν προνοητικές οξυδερκείς επενδύσεις σε βασική Ε&Α που ίσως να μην αποφέρουν κέρδη την επόμενη δεκαετία, αλλά θα αποτελέσουν το θεμέλιο για την επόμενη γενιά τεχνολογίας. Μόνο με μεγαλύτερη ομοσπονδιακή στήριξη και με την καλλιέργεια ερευνητικών συνεργασιών μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, η Αμερική μπορεί να ηγηθεί στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να κάνουν πολύ μεγαλύτερες μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην εκπαίδευση. Αντί να αυξήσουν τα ελλείμματα προς χάριν των φορολογικών περικοπών που θα επιδεινώσουν την ανισότητα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πρέπει να επικεντρωθεί σε επενδύσεις που φέρνουν απτές αποδόσεις. Όπως έχει γράψει ο πρόεδρος του MIT, Rafael Reif [12], η αντιμετώπιση της κινεζικής τεχνολογικής υπεροχής απαιτεί την διατήρηση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου των Ηνωμένων Πολιτειών: Του «μεγάλου αριθμού πρώτης τάξεως ... πανεπιστημίων που επιδιώκουν προηγμένη έρευνα με μακροπρόθεσμη ομοσπονδιακή υποστήριξη». Μια επερχόμενη έκθεση του Council on Foreign Relations σοφά προτείνει την επένδυση επιπλέον 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για τα επόμενα πέντε χρόνια για την υποστήριξη της τεχνολογικής έρευνας στα πανεπιστήμια.

Εκτός από την ανάπτυξη τεχνολογιών αιχμής, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να παραμείνουν πιο μπροστά από τις καταστροφικές επιπτώσεις τους. Τα ρομπότ και η τεχνητή νοημοσύνη αρχίζουν ήδη να εκτοπίζουν τους εργαζόμενους και τελικά θα μετασχηματίσουν σχεδόν όλους τους τομείς της οικονομίας, από την υγειονομική περίθαλψη έως τις μεταφορές. Μια πρόσφατη μελέτη του Brookings Institution βρήκε [13] ότι σχεδόν το ένα τέταρτο των Αμερικανών εργαζομένων αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο να χάσουν την δουλειά τους λόγω της αυτοματοποίησης τις επόμενες δεκαετίες.

Η κυβέρνηση πρέπει να συνεργαστεί με τον ιδιωτικό τομέα και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ώστε να προετοιμάσουν τους Αμερικανούς για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών στις αγορές εργασίας. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια θα πρέπει να εκπαιδεύσουν τους σπουδαστές για τις θέσεις εργασίας που η τεχνολογία είναι λιγότερο πιθανό να εξαλείψει -σύμφωνα με το Ινστιτούτο McKinsey [14], αυτές που αφορούν την κριτική σκέψη, την κοινωνική αλληλεπίδραση και την διοίκηση (management). Η επίτευξη αυτής της μετάβασης με σωστό τρόπο θα κάνει πολύ περισσότερα για την οικονομία και την κοινωνία των ΗΠΑ από όσα θα μπορούσαν ποτέ οι εμπορικοί πόλεμοι του Trump.

ΓΕΦΥΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΑΣΜΑ

Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόκειται να παραμείνουν ο πιο ελκυστικός τόπος στον κόσμο για επενδύσεις και καινοτομίες, θα χρειαστεί να ανανεώσουν τις υποδομές τους. Υπό τον πρόεδρο Dwight Eisenhower, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν ένα τεράστιο σχέδιο δημοσίων έργων για την κατασκευή του πρώτου εθνικού δικτύου αυτοκινητοδρόμων της χώρας. Το Διαπολιτειακό Οδικό Σύστημα (Interstate Highway System) δημιούργησε [15] οικονομικές αποδόσεις που ενίσχυαν την χώρα μακροπρόθεσμα. Σήμερα, η επιδείνωση της κατάστασης των αμερικανικών δρόμων, των γεφυρών, των σηράγγων και των αερολιμένων απειλεί να ανατρέψει πολλά από αυτά τα κέρδη. Η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Μηχανικών (American Society of Civil Engineers) εκτιμούσε [16] το 2016 ότι η αποτυχία επισκευής των αμερικανικών υποδομών θα κοστίσει στις ΗΠΑ 3,9 τρισεκατομμύρια δολάρια στο ΑΕΠ και 2,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας μέχρι το 2025.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καθυστερήσει για μια εκδοχή των έργων οδοποιίας του Eisenhower στον 21ο αιώνα, που να αναβαθμίζει τις υποδομές της χώρας και να την προετοιμάζει για την εποχή των σιδηροδρόμων μεγάλης ταχύτητας, των ηλεκτρικών οχημάτων, και των αυτοκινήτων με αυτο-οδήγηση. Καθώς η διοίκηση του Trump αγωνίστηκε για να καταστήσει λιγότερο αποδοτικά τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά, η Κίνα προωθεί [17] τα ηλεκτρικά οχήματα, ενθαρρύνοντας τους Κινέζους οδηγούς να τα αγοράσουν, και δημιουργώντας ένα δίκτυο που θα υποστηρίξει την χρήση τους. Η Κίνα έχει επίσης αρχίσει [18] να σχεδιάζει υποδομές για την καλύτερη εξυπηρέτηση των αυτο-οδηγούμενων αυτοκινήτων, δυνητικά επιταχύνοντας την ανάπτυξή τους.