Γιατί η Τουρκία έστρεψε την πλάτη της στις ΗΠΑ και αγκάλιασε την Ρωσία
Μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, η οποία άνοιξε τον δρόμο για μια πιο ισχυρή κουρδική περιφερειακή κυβέρνηση, η Τουρκία είδε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αποσταθεροποιητική δύναμη στη Μέση Ανατολή. Η υποστήριξη των ΗΠΑ προς τις κουρδικές πολιτοφυλακές στην Συρία παγίωσε την άποψη αυτή στην Άγκυρα, οδηγώντας την Τουρκία στην αγκαλιά της Ρωσίας.
Ο AARON STEIN είναι διευθυντής του Προγράμματος Μέσης Ανατολής στο Foreign Policy Research Institute.
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα με το ξέσπασμα του πολέμου στην Συρία. Η Άγκυρα προσπάθησε να περιθωριοποιήσει τους Σύρους Κούρδους, οι οποίοι στις αρχές του 2012 ανέλαβαν τον έλεγχο των παραμεθόριων περιοχών όπου αποτελούν την πλειοψηφία. Αρχικά, η Τουρκία προσπάθησε να εξουδετερώσει την κυρίαρχη κουρδική αντάρτικη ομάδα, το Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας (PYD), και να την εξαρτήσει στην ευρύτερη, υποστηριζόμενη από την Τουρκία ανταρσία εναντίον του προέδρου Bashar al-Assad. Το PYD και οι συνδεδεμένες με αυτό πολιτοφυλακές είναι ο συριακός κλάδος του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK), μιας αυτονομιστικής ομάδας ανταρτών στη νοτιοανατολική Τουρκία που τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Τουρκία θεωρούν ως τρομοκρατική οργάνωση. Με το να φέρει τους Σύρους Κούρδους μαχητές σε μια ευρύτερη προσπάθεια κατά του Assad επί της οποίας είχε σημαντική επιρροή, η Άγκυρα ήλπιζε ότι θα αποτρέψει την εμφάνιση ενός πρωτο-κράτους υπό κουρδική διοίκηση και υπό την επιρροή του ΡΚΚ, και ότι θα εξασφάλιζε πως η Συρία θα διατηρούσε μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση.
Για ένα διάστημα, αυτές οι προσπάθειες δεν έθεσαν την Άγκυρα σε άμεση σύγκρουση με την Ουάσινγκτον. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία προσπάθησε να πείσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική ισχύ για να ανατρέψουν τον Assad ή, τουλάχιστον, να αρνηθούν την πρόσβαση του καθεστώτος του στο βόρειο τμήμα της χώρας. Η Τουρκία καλλιέργησε επιθετικά αυτό που ήλπιζε ότι θα ήταν μια συριακή κυβέρνηση σε αναμονή, και ήταν ευτυχής να στρατολογήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες για να εγκαταστήσει αυτή την κυβέρνηση στην εξουσία. Τελικά, η Τουρκία δεν κατάφερε να χειραγωγήσει την δύναμη πυρός των ΗΠΑ προς όφελός της, και η πολιτική της να «κάνει τα στραβά μάτια» σε τζιχαντιστικές ανταρτικές παρατάξεις στην βόρεια Συρία τελικά την έβαλε σε μια πορεία σύγκρουσης με την Ουάσινγκτον.
Από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να αρνηθούν [κάθε] ασφαλές καταφύγιο στις τζιχαντιστικές ομάδες. Αλλά το αμερικανικό κοινό έχει κουραστεί από τις μακρόσυρτες, έντασης πόρων δράσεις όπως οι πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και η Ουάσινγκτον έχει βρεθεί υπό αυξανόμενες πολιτικές πιέσεις για να εργαστεί μέσω τοπικών πληρεξουσίων αντί να δεσμεύει απευθείας δυνάμεις των ΗΠΑ. Με την εμφάνιση συμμαχικών τζιχαντιστικών ομάδων ανταρτών σε περιοχές που βρίσκονται στα σύνορα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν να προωθήσουν τους περιορισμένους αντιτρομοκρατικούς στόχους τους με έναν διαφορετικό εταίρο: Τις συριακές κουρδικές πολιτοφυλακές, η επιλογή των οποίων έστειλε ένα σαφές μήνυμα στην Άγκυρα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έβαζαν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα ασφαλείας πάνω από της Τουρκίας. Η Άγκυρα αντέδρασε στην κίνηση, εισβάλλοντας στην βόρεια Συρία σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, το 2016 και το 2018, με σκοπό να πιέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να διακόψουν τις σχέσεις τους με τις συριακές κουρδικές πολιτοφυλακές και να αποτρέψουν την δημιουργία μιας αυτόνομης κουρδικής οντότητας κατά μήκος των συνόρων.
Καθώς τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Τουρκίας στην Συρία αποκλίνουν, η Άγκυρα άρχισε να επανεκτιμά τον παραδοσιακό σεβασμό της προς την Ουάσιγκτον και σε άλλα θέματα εθνικής ασφάλειας. Για περισσότερο από μια δεκαετία, το κυβερνών κόμμα AKP προσπάθησε να μειώσει την τουρκική εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και να καθιερώσει την χώρα ως ανεξάρτητη, παγκόσμια δύναμη. Οι Τούρκοι διαμορφωτές πολιτικής, με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό, Αχμέτ Νταβούτογλου, προωθούν την ιδέα μιας μετα-αμερικανικής Μέσης Ανατολής, στην οποία η περιοχή θα έβλεπε προς την Τουρκία για ηγεσία. Η Άγκυρα, κατ’ ουσίαν, έθεσε την υπόθεση στο τουρκικό κοινό ότι μια «αποσύνδεση» από τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν προς το καλύτερο συμφέρον της χώρας. Αρχικά, αυτή η ιδέα αντιμετώπισε σημαντική αντίδραση από την τουρκική αμυντική γραφειοκρατία, αλλά μετά από σχεδόν 17 χρόνια διακυβέρνησης του AKP, κατά την διάρκεια των οποίων οι Ηνωμένες Πολιτείες ανταγωνίστηκαν την Τουρκία συνεργαζόμενες με τους Σύρους Κούρδους, ένα μεγάλο και αυξανόμενο μερίδιο της [τουρκικής] ελίτ της εθνικής ασφάλειας στράφηκε εναντίον της Ουάσιγκτον. Ως αποτέλεσμα, η Άγκυρα κατάφερε να διερευνήσει συνεργασίες με άλλους περιφερειακούς και παγκόσμιους παράγοντες.
ΜΙΑ ΑΠΙΘΑΝΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
Η στροφή της Άγκυρας προς τη Μόσχα δεν ήταν ένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Η Ρωσία έχει μια μακρά ιστορία εμπλοκής στις τουρκικές υποθέσεις, χρησιμοποιώντας προπαγάνδα για να παρεμβαίνει στις εκλογές της χώρας, σύμφωνα με πληροφορίες διενεργώντας κυβερνοεπιθέσεις στις υποδομές της, και ενορχηστρώνοντας την δολοφονία Ρώσων αντιφρονούντων που ζούσαν στην Τουρκία. Για μεγάλο μέρος του εμφυλίου πολέμου στην Συρία, οι δύο χώρες υποστήριζαν αντίθετες πλευρές. Και όμως, καθώς η Άγκυρα αποσπάστηκε από την Ουάσιγκτον, έγινε δυνατή μια στενότερη συνεργασία με τη Μόσχα. Η τουρκο-ρωσική σχέση δεν είναι μια επίσημη συμμαχία, και σε αυτό το σημείο είναι ακόμα πιο αδύναμη από την σχέση της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον. Ωστόσο, η δυναμική στην Συρία εξηγεί γιατί η Τουρκία είναι σε θέση να καλύψει τις διαφορές της με την Ρωσία, ενώ οι δεσμοί με τις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε πολύ πιο αδύναμη κατάσταση.