Ο μύθος και η σημασία της αντίστασης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο μύθος και η σημασία της αντίστασης

Τι καθοδηγούσε τον γαλλικό στρατό των σκιών;

Οπότε, πώς μπορεί κανείς να χαρτογραφήσει αυτές τις σκιές; Τα κριτήρια για την επίσημη ιδιότητα ως μαχητή προϋπέθεταν δραστηριότητες κατασκοπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή πληροφοριών, το σαμποτάζ σιδηροδρομικών γραμμών, η εκτύπωση παράνομων εφημερίδων ή η βοήθεια για την διαφυγή Εβραίων και ξένων προσφύγων. Αλλά άλλοι ίσως υπηρέτησαν με λιγότερο προφανείς τρόπους. Ο François Marcot πρότεινε ότι ένα «penumbra» [ημίφως] εκτείνεται ακριβώς πέρα από τις σκιές, σχηματισμένο από εκείνους που λένε ότι ζωγράφισαν «V» στους τοίχους ή έγραψαν έργα που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως εκκλήσεις προς αντίσταση. Αλλά μήπως το «penumbra» είναι μια άλλη ονομασία για αυτό που ο Ελβετός ιστορικός Phillipe Burrin αποκαλεί ως συμβιβασμό (accommodation); Οι περισσότεροι Γάλλοι, με αμέτρητους τρόπους στην καθημερινή τους ζωή, συνάντησαν τους Γερμανούς κατακτητές και τους Γάλλους συνεργάτες τους. Πώς θα έπρεπε οι ιστορικοί να κάνουν διάκριση μεταξύ αυτών των πολιτών, όποια και αν είναι τα προσωπικά τους συναισθήματα, και εκείνων που αναλάμβαναν σε διαφορετικό βαθμό κινδύνους για να εκφράσουν ή να ενεργήσουν επί των αντιρρήσεών τους;

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΔΡΑΣΗ

Όπως οι ιστορικοί προσφεύγουν στις μεταφορές για να καταγράψουν την φύση της Αντίστασης, παιδεύονται στην προσπάθειά τους να προσφέρουν μια ενιαία θεωρία πεδίου για τον λόγο για τον οποίο ορισμένα άτομα επέλεξαν να αντισταθούν. Φαίνεται ότι εκείνοι που αρνήθηκαν τον συμβιβασμό αισθάνθηκαν μια παρόρμηση να «κάνουν κάτι» (faire quelque chose). Αλλά να κάνουν τι και με ποιο σκοπό; Όπως παρατήρησε ένας άλλος ιδρυτής της Combat , ο Claude Bourdet: «Το να ξεκινήσουμε αυτή την περιπέτεια, όπου οι λόγοι για την ελπίδα δεν ήταν καθόλου σταθεροί, ήταν ήδη μια δύσκολη επιλογή. Αλλά έπρεπε επίσης να έχεις την αίσθηση ότι θα μπορούσες πραγματικά να επιτύχεις κάτι πραγματικό, να κάνεις κάτι χρήσιμο και αποτελεσματικό. Στην αρχή, όμως, τίποτα δεν φαινόταν λιγότερο βέβαιο».

Η έλλειψη βεβαιότητας και μέσων αποθάρρυνε ακόμη και εκείνους που είχαν ήδη αποδείξει το θάρρος και την τόλμη τους. Για παράδειγμα, όταν ο Bourdet πλησίασε τον μυθιστοριογράφο και περιπετειώδη André Malraux, τον άνθρωπο που είχε αγωνιστεί μαζί με τους Δημοκρατικούς στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, εκείνος τον απόδιωξε με τα εξής λόγια: «Ελάτε πάλι να με δείτε όταν έχετε χρήματα και όπλα». Ακόμα κι όσοι όντως έδρασαν, προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί το έπραξαν. Στο επίσημο και αμφιλεγόμενο ντοκιμαντέρ του Marcel Ophüls, «Η θλίψη και ο οίκτος» (The Sorrow and the Pity), ο Emmanuel d’Astier de la Vigerie δήλωσε ότι οι αρχικοί αντιστασιακοί όπως ο ίδιος «ήταν ουσιαστικά απροσάρμοστοι».

Οι ιστορικοί απέρριψαν την εφόρμηση του d'Astier ως κούφια μεγαλαυχία. Τα περισσότερα μέλη της αντίστασης δεν ήταν κοινωνικά περιθωριακοί αλλά ήταν επιτυχημένα επαγγελματίες ευρέως σεβαστοί και συχνά παντρεμένοι. Έγιναν παράνομοι όχι επειδή δεν είχαν τίποτα να χάσουν, αλλά επειδή είχαν τα πάντα να χάσουν. Μεταξύ αυτών ήταν η αξιοπρέπειά τους.

Η αξιοπρέπεια είναι ένας από τους όρους που οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν μπορούν να ποσοτικοποιήσουν. Ξανά και ξανά, όμως, είναι η λέξη που επέλεξαν αυτοί που αντιστάθηκαν: Αγανάκτηση για την ήττα της Γαλλίας και την κατοχή των Ναζί, αγανάκτηση για το αντιδημοκρατικό, αντισημιτικό και αντικοσμικό καθεστώς του Vichy, και αγανάκτηση για την παθητικότητα των περισσότερων από τους συμπολίτες τους. Αυτό το συναίσθημα όχι μόνο ενέπνευσε τον εκλιπόντα διπλωμάτη και συγγραφέα Stéphane Hessel να συμμετάσχει στην Free France ως νεαρός άνδρας τότε, αλλά τον οδήγησε να γράψει και το πιο επιτυχημένο φυλλάδιο «Indignez-vous!» (Αγανακτήστε!) ως γέρος 93 ετών το 2011. Ο Hessel επέμεινε ότι η αγανάκτηση ήταν μόνο ένα ξεκίνημα, και ένα άχρηστο ξεκίνημα, εκτός αν οδηγούσε κάποιον να «οικοδομήσει κάτι άλλο».

Γιατί, λοιπόν, να αντισταθεί κανείς; Στην πράξη, η επιλογή δεν φαίνεται να έχει σημασία στην περίπτωση της Γαλλίας κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όχι μόνο η Γαλλία θα απελευθερωνόταν χωρίς την Αντίσταση, αλλά οι συμμαχικοί ηγέτες ως επί το πλείστον εύχονταν να απαλλαγούν από τον ισχυρογνώμονα και ταραχώδη ηγέτη της Αντίστασης. Απλά ρωτήστε τον Dwight Eisenhower, ο οποίος είχε προγραμματίσει να παρακάμψει το Παρίσι στην προώθησή του προς τα ανατολικά. Μια λαϊκή εξέγερση στο Παρίσι στις 19 Αυγούστου τον υποχρέωσε να μεταβάλλει άποψη. Για να εξευμενίσει τον de Gaulle, συμφώνησε να στείλει μια γαλλική μεραρχία τεθωρακισμένων στο Παρίσι για να υποστηρίξει τους αντάρτες.

Η κατάληξη της ομιλίας του de Gaulle περιέγραψε την σκηνή μόνο εν μέρει σωστά. Γάλλοι αντιστασιακοί και Γάλλοι στρατιώτες απελευθέρωσαν το Παρίσι. Αλλά δεν επάνδρωσαν όλοι οι Παρισινοί τα οδοφράγματα ούτε όλοι έριχναν κοκτέιλ Molotov. Κάποιοι, όπως ανέφερε η Simone de Beauvoir, λιάζονταν κατά μήκος του Σηκουάνα ή ψάρευαν, ενώ άλλοι, κραδαίνοντας τουφέκια, κρύβονταν πίσω από τα ανάχωμα του ποταμού. Επιπλέον, οι περισσότεροι Παριζιάνοι ήταν λιγότερο εξοργισμένοι από όσο είχαν ξεμείνει από καύσιμα, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, έχοντας περάσει τέσσερα χρόνια ψάχνοντας για τρόφιμα και βενζίνη που σπάνιζαν. Τέλος, όπως θυμούνται οι κάτοικοι των κατεστραμμένων πόλεων όπως η Καέν ή η Χάβρη, το Παρίσι δεν ήταν καθόλου κατεστραμμένο αλλά λαμπρά άθικτο. Τα Ηλύσια Πεδία (Champs-Elysées) που υποδέχτηκαν τους Γάλλους αντιστασιακούς το 1944 δεν είχαν αλλάξει καθόλου από εκείνα που φιλοξένησαν τα γερμανικά στρατεύματα το 1940.