Οι μηδενιστές του 19ου αιώνα πρόβλεψαν την εποχή μας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι μηδενιστές του 19ου αιώνα πρόβλεψαν την εποχή μας

Γιατί η Εποχή των Εναλλακτικών Γεγονότων ίσως να είχε εκνευρίσει ακόμα και τον Νίτσε

Ο Ντοστογιέφσκι τράβηξε τον μηδενισμό από το πεδίο της πολιτικής και της ηθικής σε εκείνο της μεταφυσικής. Αν όλα όσα έχουμε σκεφτεί είναι ένα διήγημα που λέγεται από έναν ηλίθιο, αν όλα όσα έχουμε κάνει συμποσούνται σε έναν σωρό από φασόλια, βρισκόμαστε δίχως πρόσδεση όχι μόνο από την ηθική αλλά από την δυνατότητα να δώσουμε νόημα στον εαυτό μας. Όλα επιτρέπονται, όπως δηλώνει ο Ivan Karamazov, όταν δεν πιστεύεις σε τίποτα και δεν θεωρείς τίποτα ως σημαντικό. Εκεί που ο πολιτικός μηδενισμός ο οποίος κινείται πάνω από τους χαρακτήρες στο [βιβλίο] «Πατέρες και Παιδιά» θέτει σε αμφισβήτηση πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, ο μεταφυσικός μηδενισμός που κυνηγά τους δρώντες στο «Αδελφοί Karamazov», αποκηρύττει την ίδια την ύπαρξη.

Για να κατανοήσουμε την σημασία αυτού του ισχυρισμού για την δική μας εποχή, πρέπει να δούμε το έργο του ανθρώπου, τον οποίο η ανάγνωση του Ντοστογιέφσκι οδήγησε στον ορισμό του μηδενισμού με τον οποίο εξακολουθούμε να παλεύουμε. Το 1887, ο Friedrich Nietzsche έγραψε με ενθουσιασμό σε έναν φίλο του μια ανακάλυψη που μόλις είχε κάνει: «Δεν ήξερα τίποτα για τον Dostoyevsky πριν από λίγες εβδομάδες. … Το ένστικτο της συγγένειας (ή πώς να το ονομάσω;) μου μίλησε ακαριαία -η χαρά μου ήταν πέρα από τα όρια». Όπως αντιλήφθηκε ο Νίτσε, ο Ρώσος μυθιστοριογράφος δεν είχε απλώς πυροδοτήσει τον πολιτικό μηδενισμό αλλά επίσης ανατίναξε σε θρύψαλα τα φωτισμένα θεμέλια, χτισμένα με το κονίαμα της λογικής και των μέσων της τεχνολογίας.

Την ίδια χρονιά, ενώ ακόμα μελετούσε τον Dostoyevsky, ο Nietzsche έθεσε το ερώτημα των 64.000 δολαρίων: «Τι σημαίνει μηδενισμός;». Ο Nietzsche, επειδή ήταν ο Νίτσε, είχε ήδη την απάντηση, την οποία έγραψε με πλάγια γράμματα: «Ότι οι υψηλότερες αξίες υποτιμούνται οι ίδιες». Με τον όρο «αξίες» ο Νίτσε δεν εννοεί τίποτα λιγότερο από την αλήθεια και την λογική. Το οξύ της λογικής, με το να διαλύει κάθε πίστη που είχαμε ποτέ, τελικά διαλύει τον εαυτό του. Φαίνεται να μας εγκαταλείπει σε ένα κοσμικό αδιέξοδο, αφήνοντάς μας με ένα θλιβερό βραβείο παρηγοριάς -την παράδοξη επιβεβαίωση ότι «απλά δεν υπάρχει κανένας πραγματικός κόσμος». Αυτό που ετούτο προσφέρει σε κάποιον που πεθαίνει για νόημα, φυσικά, είναι εκείνο που προσφέρει ένα άδειο ποτήρι σε κάποιον που πεθαίνει από δίψα.

Όμως ο Ντοστογιέφσκι και ο Νίτσε έδωσαν συνταγές [θεραπείας] μαζί με τις περιγραφές τους για την κοινή μας δυσχέρεια. Για τον πρώτο, η απάντηση ήταν η θρησκευτική πίστη -και όχι μόνο οποιαδήποτε θρησκεία, αλλά συγκεκριμένα ο Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός- ενώ για τον δεύτερο, η απάντηση ήταν η αισθητική πίστη, ή η πεποίθηση ότι μόνο η τέχνη θα μπορούσε να επιβάλλει νόημα στον κόσμο.

Αλλά για πολλούς από εμάς σήμερα, αυτές οι απαντήσεις είναι ελλειμματικές. Ζούμε σε έναν κόσμο που έχει μια παράξενη ομοιότητα με εκείνον που προέβλεπαν ο Ντοστογιέφσκι και ο Νίτσε. Είναι γεμάτος με ισχυρισμούς και αντι-ισχυρισμούς ψεύτικων ειδήσεων και καθοδηγείται από έναν πρόεδρο ο οποίος έχει κάνει πάνω από 12.000 ψευδείς ισχυρισμούς [6] από τότε που ανέλαβε το αξίωμα. Στον κόσμο μας, οι προεδρικοί σύμβουλοι έχουν βαθμονομηθεί από την γελοιοποίηση των «βασισμένων στην λογική κοινοτήτων» [7] μέχρι την απόφαση ότι «τα εναλλακτικά γεγονότα» [8] είναι όλα τα γεγονότα που χρειαζόμαστε. Ο δικός μας κόσμος είναι ένας κόσμος όπου οι ισχυρισμοί της αντικειμενικής αλήθειας δεν αντηχούν σχεδόν καθόλου μέσα από την οχλοβοή των φυλετικών αληθειών.

Ακόμα κι έτσι, ο μηδενιστής δεν πρέπει να συγχέεται με τον ναρκισσιστή ή τον μυθογράφο, το «μισθωμένο όπλο» ή τον συκοφάντη. Αντίθετα, ένας μηδενιστής προσφέρει ένα είδος σταθερότητας και ελπίδας. «Ο μηδενιστής είναι ένας άνθρωπος που κρίνει ότι ο κόσμος είναι όπως δεν θα έπρεπε να είναι», δήλωσε ο Nietzsche, «και [κρίνει] τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι αλλά που δεν υπάρχει». Αν και αυτή η παρατήρηση έρχεται σε αντίθεση με το ερμηνευτικό ανάγλυφο των περισσότερων Νιτσεϊστών, υποδηλώνει ότι ένας μηδενιστής –ο Νίτσε περιγράφει τον εαυτό του, τελικά, ως τον «πρώτο τέλειο Ευρωπαίο μηδενιστή»- αντιλαμβάνεται τις πλήρεις διαστάσεις της κατάστασης, σταθμίζει την σημασία της, και αναζητά μια απάντηση. Επιπλέον, και πάλι σε αντίθεση με τον ναρκισσιστή, ο μηδενιστής του Nietzsche επιδιώκει να ξεπεράσει αυτή την κατάσταση με το να κυριαρχήσει στον εαυτό του, όχι με το να τον χαϊδέψει.

Ούτε ο Ντοστογιέφσκι ούτε ο Νίτσε προσποιήθηκαν ότι ήταν πολιτικοί θεωρητικοί. Κάποιος όμως μπορεί να υποπτευθεί ότι εάν ήταν, θα είχαν σκεφτεί δύο φορές πριν απορρίψουν τα ιδανικά των σύγχρονων δημοκρατιών. Είμαστε μάρτυρες ενός πολιτικού κόσμου αποκομμένου από τις αξίες που ο Ντοστογιέφσκι δήλωσε ως άχρηστες χωρίς τον Θεό και που ο Νίτσε ανακήρυξε νεκρές μαζί με τον Θεό. Εάν η σημερινή μας κατάσταση είναι τόσο τρομερή όσο πιστεύουν πολλοί, θα μπορούσαμε να αφήσουμε σε άλλους το καθήκον να ξεδιαλύνουν το καθεστώς του Θεού και αντί γι’ αυτό να ενσκήψουμε στις αξίες του κόσμου όπως ήταν κάποτε και όπως πρέπει να είναι και πάλι.

Copyright © 2019 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-09-06/nineteenth-century-ni...