Το τέλος του ασύλου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος του ασύλου

Ένας πυλώνας της φιλελεύθερης τάξης καταρρέει -αλλά νοιάζεται κανείς;

Αυτή η επαίσχυντη ιστορία εξηγεί την κεντρική θέση της αρχής του ασύλου στην διεθνή τάξη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το απαραβίαστό του θεωρήθηκε αναγκαίο για τον τερματισμό του αέναου κύκλου πολέμων και εκτοπισμών στην Ευρώπη. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εγκρίθηκε από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1948, δήλωνε ότι «ο καθένας έχει το δικαίωμα να αναζητά και να απολαμβάνει σε άλλες χώρες άσυλο από διώξεις». Η Σύμβαση του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων κωδικοποίησε αυτή την προστασία για οποιονδήποτε διωκόμενο με βάση την φυλή, την θρησκεία, την εθνικότητα, τις πολιτικές πεποιθήσεις ή την ένταξη σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Ωστόσο, η σύμβαση δεν απαιτεί από τις χώρες να παραχωρούν άσυλο σε άτομα που δικαιολογούνται [να το απολαύσουν], λέγοντας μόνο ότι θα πρέπει να το κάνουν.

Ως αποτέλεσμα, το άσυλο έγινε μια ad hoc και συχνά πολιτική υπόθεση. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Σοβιετική Ένωση σχεδόν πάντα χορηγούσαν άσυλο σε πολιτικούς αντιφρονούντες από την άλλη πλευρά, ενώ παράλληλα επέκτειναν επιτρεπτικές πολιτικές μετανάστευσης προς τις χώρες στις σφαίρες επιρροής τους. Σε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου, το άσυλο έτυχε χειρισμού σε περιπτωσιολογική βάση -και πάλι, συχνά για να εξυπηρετήσει ξεκάθαρα πολιτικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, τα άτομα που δραπέτευσαν από το απαρτχάιντ στην Ζιμπάμπουε και τη Νότια Αφρική λάμβαναν συνήθως προστασία, νομικό καθεστώς και ταξιδιωτικά έγγραφα από άλλες αφρικανικές χώρες που επεδίωκαν να συμβάλουν στον ευρύτερο αγώνα εναντίον του απαρτχάιντ. Στην αυτοβιογραφία του, ο Νέλσον Μαντέλα περιγράφει το ταξίδι του μέσω 13 αφρικανικών χωρών το 1967, χρησιμοποιώντας ταξιδιωτικά έγγραφα που είχαν χορηγηθεί από την Τανζανία και την Αιθιοπία.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι παγκόσμιες δυνάμεις είχαν μικρότερο ενδιαφέρον και λιγότερες ευκαιρίες για να εργαλειοποιήσουν το άσυλο και η προστασία των προσφύγων έγινε πιο επίσημη ως νομική και γραφειοκρατική πρακτική. Ταυτόχρονα, όμως, οι πολιτικές συγκρούσεις σε μέρη όπως η Σομαλία, η Αγκόλα και η πρώην Γιουγκοσλαβία προκάλεσαν εκτεταμένη αναταραχή και εκατομμύρια πρόσφυγες. Καθώς η πίεση αυξανόταν στις χώρες υποδοχής, πολλές αποφάσισαν ότι αυτοί οι πρόσφυγες δεν ανταποκρίνονταν στις άκαμπτες γραφειοκρατικές απαιτήσεις της σύμβασης του 1951 για τους πρόσφυγες: Ο φόβος γενικής βίας ή αστάθειας δεν ταιριάζει καλά σε καμία από τις πέντε στενές κατηγορίες διώξεων που περιγράφονται στην σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών. Ενώ εκατομμύρια [ανθρώπων] χρειάζονται περισσότερο το άσυλο, οι χώρες καθόρισαν το δικαίωμα όσο πιο στενά μπορούσαν έτσι ώστε να επωμιστούν το μικρότερο δυνατό βάρος.

Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΩΝ

Έτσι άρχισε η εποχή των καταυλισμών. Σε όλο τον κόσμο, οι χώρες που δέχθηκαν μεγάλο αριθμό προσφύγων άρχισαν να εξαναγκάζουν τους εκτοπισθέντες [να μπουν] σε καταυλισμούς. Συνήθως, οι κυβερνήσεις υποδοχής χορηγούσαν σε αυτές τις νέες αφίξεις ένα αρχικό καθεστώς πρόσφυγα, διότι είχαν εγκαταλείψει μαζικά τις χώρες καταγωγής τους, αλλά σπάνια προχωρούσαν στην διαδικασία κρίσης των ατομικών αιτήσεων ασύλου. Ως αποτέλεσμα, αυτοί οι άνθρωποι αντιμετωπίζονταν συχνά ως πρόσφυγες δεύτερης κατηγορίας, δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στα ίδια δικαιώματα και ελευθερίες όπως οι πρόσφυγες στους οποίους είχε χορηγηθεί άσυλο μέσω μιας διαδικασίας προσωπικής αναγνώρισης ή εκείνοι που επανεγκαταστάθηκαν σε μια τρίτη χώρα όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή ο Καναδάς. Σε πολλούς [μετανάστες] αρνήθηκαν την ελεύθερη κυκλοφορία, τους απαγόρευσαν να λάβουν διεθνή ταξιδιωτικά έγγραφα και είχαν περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη εκτός του καταυλισμού.

Η κλίμακα των εκτοπίσεων μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κατέκλυσε γρήγορα τις μεγάλες χώρες υποδοχής όπως η Κένυα και το Πακιστάν, καθώς και το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών που κρατούσε σε λειτουργία τους καταυλισμούς. Τα άτομα με αρχικά αναγνωρισμένο αλλά όχι πλήρες καθεστώς πρόσφυγα, παρέμειναν εν κενώ εδώ και δεκαετίες. Ορισμένες χώρες κατέστησαν ακόμη αυστηρότερα τα γραφειοκρατικά πρότυπα για το πλήρες καθεστώς [πρόσφυγα] και πολλές αιτήσεις πάγωσαν επ' αόριστον. Ακόμα και τότε, οι χώρες υποδοχής επέμειναν να θεωρηθούν οι καταυλισμοί ως προσωρινοί, μια ονομασία που έκανε την άρνηση του πλήρους καθεστώτος πρόσφυγα περισσότερο εύγευστη πολιτικά.

Η ανησυχητική αύξηση των καταυλισμών -και η συνειδητοποίηση ότι οι καταυλισμοί δεν ήταν καθόλου προσωρινοί- θα έπρεπε να έχουν λειτουργήσει ως καταλύτες για την αναθεώρηση της σύμβασης του 1951 με στόχο το κλείσιμο του χάσματος μεταξύ των προσφύγων με πλήρες καθεστώς και εκείνων που παρέμειναν στους καταυλισμούς. Αντ' αυτού, η διεθνής κοινότητα απάντησε με ένα μέτρο παραπλάνησης, αρνούμενη να αναγνωρίσει ότι οι καταυλισμοί μετατρέπονταν σιγά-σιγά σε μόνιμες υπαίθριες φυλακές. Το να συμφωνηθεί μια νέα σύμβαση σε μια εποχή που όλο και περισσότερες χώρες επιθυμούν όλο και λιγότερο άσυλο θα ήταν αναμφίβολα δύσκολο. Ήδη, η κατευθυντήρια φιλοσοφία σε πολλές χώρες είχε μετατοπιστεί από την προεπιλεγμένη συμπερίληψη [των προσφύγων] στον προεπιλεγμένο αποκλεισμό [τους]. Αλλά η αποτυχία να τερματιστεί το σύστημα των δύο επιπέδων, στο οποίο κάποιοι πρόσφυγες απολαμβάνουν την πλήρη προστασία της σύμβασης για τους πρόσφυγες του 1951 και άλλοι παραμένουν στο έλεος των κυβερνήσεων υποδοχής –αενάως αιτούντες άσυλο- έθεσαν το έδαφος για την τρέχουσα κρίση.