Το παράδοξο του ελεύθερου εμπορίου
Παρόλο που δεν υπάρχουν εύκολες και γρήγορες λύσεις στο πρόβλημα του πώς να πεισθεί το κοινό περί το ελεύθερο εμπόριο, υπάρχουν ορισμένα πράγματα που μπορούν και πρέπει να κάνουν οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί, τα οποία θα μπορούσαν να μαλακώσουν την αντίθεση των ανθρώπων προς το ανοιχτό εμπόριο και αυτό που ονομάζουμε «παγκοσμιοποίηση».
Ο ALAN S. BLINDER είναι καθηγητής Οικονομικών και Δημοσίων Υποθέσεων στην έδρα Gordon S. Rentschler Memorial στο Πανεπιστήμιο του Princeton και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Advice and Dissent: Why America Suffers When Economics and Politics Collide [1].
- previous-disabled
- Page 1of 6
- next
«Πρέπει πάντα να προσέχουμε να μην αγοράζουμε από ξένους περισσότερα από αυτά που τους πουλάμε, γιατί έτσι θα φτωχύνουμε και θα τους κάνουμε πλούσιους». Αυτές οι λέξεις, που γράφτηκαν το 1549 και αποδόθηκαν στον Άγγλο διπλωμάτη Σερ Τόμας Σμιθ, είναι από τις πρώτες γνωστές εκφράσεις αυτού που κατέληξε να λέγεται «μερκαντιλισμός». Φέρτε την ρητορική στο σήμερα και θα μπορούσαν εύκολα να είναι μια ανάρτηση στο Twitter [2] από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump, τον πιο εξέχοντα μερκαντιλιστή σήμερα. Ο Trump πιστεύει -ή τουλάχιστον λέει- ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «χάνουν» όταν διατηρούν εμπορικά ελλείμματα με άλλες χώρες. Πολλοί Αμερικανοί φαίνεται να συμφωνούν.
Ωστόσο, οι οικονομολόγοι Adam Smith και David Ricardo οικοδόμησαν την οριστική υπόθεση κατά του μερκαντιλισμού και υπέρ του ελεύθερου εμπορίου πριν από περισσότερα από 200 χρόνια. Τα επιχειρήματά τους έχουν πείσει ουσιαστικά κάθε οικονομολόγο έκτοτε, αλλά φαίνεται ότι έχουν κάνει μόνο περιορισμένες παρεμβάσεις στο ευρύτερο κοινό. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν περιορισμένη δημόσια στήριξη για το ελεύθερο εμπόριο και ακόμη λιγότερη κατανόηση των αρετών του.
Τα λάφυρα του εμπορίου: Εισαγόμενα κατεψυγμένα θαλασσινά στο Vernon της Καλιφόρνια, τον Σεπτέμβριο του 2018. MIKE BLAKE / REUTERS
----------------------------------------------------------------------
Μερικά από τα προβλήματα προέρχονται από την φύση της υπόθεσης υπέρ του εμπορίου [3]. Σε αντίθεση με άλλες οικονομικές έννοιες, όπως η προσφορά και η ζήτηση, η ιδέα του συγκριτικού πλεονεκτήματος -που θεωρεί ότι δύο χώρες μπορούν αμφότερες να επωφεληθούν από το εμπόριο, ακόμη και όταν μπορεί η μια να παράγει τα πάντα φθηνότερα από όσο η άλλη- είναι αντίθετη ως προς αυτό που θα έλεγε η κοινή λογική. Οι υπερασπιστές του ελεύθερου εμπορίου έχουν επίσης να αντιμετωπίσουν λαϊκιστές πολιτικούς [4] και καλά χρηματοδοτούμενους αντιπάλους που βρίσκουν τους ξένους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις ως εύκολους αποδιοπομπαίους τράγους για τις εγχώριες οικονομικές δυσκολίες. Το χειρότερο από όλα, οι οικονομολόγοι μπορεί να έχουν παρανοήσει ριζικά αυτά που εκτιμούν οι περισσότεροι άνθρωποι στην οικονομία. Ετούτα είναι προβλήματα δύσκολο να επιλυθούν. Οι κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν περισσότερα για να βοηθήσουν εκείνους που έχουν πληγεί από το εμπόριο, αλλά η οικοδόμηση των απαραίτητων πολιτικών συνασπισμών για να πραγματοποιηθεί αυτό είναι δύσκολη. Οι οικονομολόγοι πρέπει να κάνουν καλύτερη δουλειά για την επικοινωνία τους με το κοινό, αλλά, τελικά, ίσως απλώς να χρειαστεί να αποδεχθούν το αναπόφευκτο: Το να πεισθούν οι περισσότεροι άνθρωποι για την αξία του ελεύθερου εμπορίου είναι μια χαμένη μάχη.
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Η πίστη στις αρετές του διεθνούς εμπορίου (και τα βήματα για την ενθάρρυνσή του) κυριαρχεί στις πολιτικές των περισσότερων Δυτικών κυβερνήσεων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τη Μεγάλη Ύφεση, η οποία επιδεινώθηκε και επιμηκύνθηκε από την απερισκεψία σχετικά με τους εμπορικούς περιορισμούς και μετά την σχεδόν συνολική καταστροφή του διεθνούς εμπορίου κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας φοβισμένος κόσμος θέλησε να οικοδομήσει ένα νέο ισχυρότερο εμπορικό σύστημα. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: Η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου ή GATT (η οποία αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου ή ΠΟΕ)˙ η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Ένωσης)˙ η συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών της Βόρειας Αμερικής ή NAFTA˙ και πολλές άλλες συμφωνίες ανοίγματος του εμπορίου.
Σε όλη αυτή την περίοδο, η πολιτική των ΗΠΑ ήταν σε γενικές γραμμές διεθνιστική και φιλο-εμπορική, τουλάχιστον όταν την έβλεπε κάποιος από μακριά. Πράγματι, οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν συχνά το προβάδισμα μεταξύ των μεγάλων χωρών. Ο μέσος όρος των δασμών που εισπράττονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες μειωνόταν, με μόνο ελάχιστες διακοπές, μετά τους περίφημους δασμούς Smoot-Hawley της δεκαετίας του 1930. Η Ουάσιγκτον ηγήθηκε στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην GATT και αργότερα στον ΠΟΕ και έπραξε το ίδιο σε αρκετούς επόμενους γύρους εμπορικών συνομιλιών. Υπέγραψε πολλές διμερείς εμπορικές συμφωνίες.
Όμως, όταν την βλέπουμε από κοντά, η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ φαινόταν (και εξακολουθεί να φαίνεται) μάλλον πιο προστατευτική. Δείτε τη NAFTA [5], η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1994. Η συμφωνία αυτή σηματοδότησε ένα τεράστιο βήμα προς το ελεύθερο εμπόριο στο Δυτικό Ημισφαίριο. Όμως, για παράδειγμα, υπάρχουν πολλοί Μεξικανοί αγρότες που δεν μπορούν να εξάγουν τις ντομάτες τους στις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω των ποσοστώσεων και Μεξικανοί φορτηγατζήδες που δεν μπορούν να οδηγήσουν τα φορτία τους πέρα από τα σύνορα των ΗΠΑ παρά τις διατάξεις της NAFTA για το αντίθετο.
- previous-disabled
- Page 1of 6
- next