Τα συμβόλαια έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων στην Αν. Μεσόγειο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα συμβόλαια έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων στην Αν. Μεσόγειο

Πώς αποτυπώνεται η γεωπολιτική ισχύς των κρατών έναντι των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών
Περίληψη: 

Η έρευνα, εξόρυξη και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων μιας χώρας, αποτελεί στρατηγική και μακροχρόνια πολιτική επιλογή εκ μέρους μιας κυβέρνησης και ως εκ τούτου είναι (ή, τουλάχιστον, πρέπει να είναι) μέρος της γενικότερης οικονομικής και αναπτυξιακής στρατηγικής της με τρεις κεντρικούς στόχους, την εμπέδωση της κυριαρχίας και της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων επί των κοιτασμάτων, την οικονομική ανάπτυξη προς όφελος του λαού, και την προστασία του περιβάλλοντος.

Η Δρ. ΜΑΡΙΚΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ είναι PhD- Post Doc στην Ενέργεια στο ΠΕΔΙΣ, στο Παν. Πελοποννήσου.

Οι υδρογονάνθρακες αποτελούν δημόσιο αγαθό και η κυβέρνηση της χώρας στην οποία βρίσκονται, έχει τα πλήρη και αποκλειστικά δικαιώματα νομής, κατοχής, κυριότητας και εκμετάλλευσής τους. Το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τομέα των υδρογονανθράκων είναι ότι η έρευνα, η εξόρυξη και η εκμετάλλευσή τους γίνονται ακριβώς στο σημείο όπου βρίσκονται οι υδρογονάνθρακες, είτε στο υπέδαφος είτε στον βυθό. Σύμφωνα με την διεθνή πρακτική, οι χώρες που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ή την τεχνογνωσία (ή και τα δύο) για να αναπτύξουν μόνες τους τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του υπεδάφους ή/ και του βυθού τους, υπογράφουν συμβάσεις με ξένες εταιρείες ή κοινοπραξίες, στις οποίες εκχωρούν τα δικαιώματα έρευνας, εκμετάλλευσης και, ενδεχομένως, πώλησης των υδρογονανθράκων, είτε κατόπιν διμερών διαπραγματεύσεων είτε ακολουθώντας την διαδικασία των ανοικτών διεθνών διαγωνισμών.

17112019-1.jpg

Γενική άποψη του διυλιστηρίου πετρελαίου Ras Tanura και του τερματικού μεταφοράς πετρελαίου της Saudi Aramco, στην Σαουδική Αραβία, στις 21 Μαΐου 2018. REUTERS/Ahmed Jadallah/File Photo
--------------------------------------------------------------

Στην διεθνή πρακτική υφίστανται δύο μέθοδοι σύναψης συμβολαίων έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων: α) με διμερή διαπραγμάτευση και β) με διεθνή διαγωνισμό. Στην πρώτη περίπτωση, είτε η ξένη εταιρεία προσεγγίζει την κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας, με σκοπό κατ’ αρχήν την αγορά των σεισμικών/γεωφυσικών δεδομένων και στην συνέχεια την επίτευξη ενός επωφελούς για την ίδια συμβολαίου, είτε, κατά δεύτερο λόγο, η κυβέρνηση «διαφημίζει» τα κοιτάσματά της και προσκαλεί, συνήθως μέσω παρουσιάσεων και συμμετοχής σε διεθνή fora, τις ξένες εταιρείες να επενδύσουν στην έρευνα και εξόρυξη των υδρογονανθράκων της χώρας. Η συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι από την αρχή δημόσια, δηλαδή δεν έχει προκηρυχθεί ανοικτός διαγωνισμός, ενώ τα συμβόλαια, που συνάπτονται με αυτή τη διαδικασία δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα. Συνήθως, χορηγείται μια παραχώρηση (concession) από πλευράς κυβέρνησης και σε αντάλλαγμα η εταιρεία πληρώνει στην κυβέρνηση μερίσματα (royalties), δηλαδή ένα ποσό υπό τύπου δικαιώματος επί της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων, καθώς και bonus άμα τη υπογραφή των συμβολαίων, τα οποία αποτελούν στην ουσία καθαρά έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό.

Στην δεύτερη περίπτωση, όταν η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας έχει προκηρύξει ανοικτό διαγωνισμό, οι εταιρείες που θα συμμετέχουν σε αυτόν οφείλουν να πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις του διαγωνισμού, οι οποίοι περιλαμβάνονται στην εσωτερική νομοθεσία περί έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων της φιλοξενούσας χώρας. Ο σχετικός διαγωνισμός δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης, καθώς και (όταν πρόκειται για κράτη-μέλη της ΕΕ) στην επίσημη εφημερίδα της ΕΕ, στο αντίστοιχο φύλλο, και περιλαμβάνει αυστηρά χρονοδιαγράμματα για την υποβολή της πρώτης αίτησης και στην συνέχεια των αναλυτικών φακέλων με τις προσφορές των εταιρειών. Το συμβόλαιο απονέμεται στην εταιρεία που θα πληροί όλα τα απαιτούμενα κριτήρια και θα πλειοδοτήσει στον διαγωνισμό, υπό συνθήκες ανταγωνισμού και με τη διαδικασία της υποβολής των σφραγισμένων φακέλων.

Η έρευνα, εξόρυξη και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων μιας χώρας, (upstream), αποτελεί στρατηγική και μακροχρόνια πολιτική επιλογή εκ μέρους μιας κυβέρνησης και ως εκ τούτου είναι -ή τουλάχιστον πρέπει να είναι- μέρος της γενικότερης οικονομικής και αναπτυξιακής στρατηγικής της με τρεις κεντρικούς στόχους, την εμπέδωση της κυριαρχίας και της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων επί των κοιτασμάτων, την οικονομική ανάπτυξη προς όφελος του λαού, και την προστασία του περιβάλλοντος. Οι τρεις αυτοί στόχοι εξυπηρετούνται με την θεσμοθέτηση μιας ολοκληρωμένης ενεργειακής πολιτικής, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει το κατάλληλο νομικό και φορολογικό πλαίσιο για την ανάπτυξη όλου του φάσματος των ενεργειακών δραστηριοτήτων και τον τύπο του συμβολαίου, σύμφωνα με το οποίο θα υπογράφονται οι συμβάσεις με τις ξένες εταιρείες.

Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται από τις ξένες ενεργειακές πολυεθνικές στην ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου και εμπεδωμένου ειδικού φορολογικού συστήματος, που θα ισχύει αποκλειστικά για τον ενεργειακό τομέα και το οποίο θα είναι σταθερό σε βάθος χρόνου, ούτως ώστε να μειώνεται, κατά το δυνατόν, το επενδυτικό ρίσκο και να προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντά τους σε μακροχρόνια προοπτική.

Οι όροι και το περιεχόμενο της κάθε σύμβασης διαφέρουν. Γενικά, παρατηρείται το φαινόμενο, οι πρώτες εταιρείες που ξεκινούν έρευνα και εξόρυξη σε μια τρίτη χώρα να εξασφαλίζουν ευνοϊκότερους όρους στα πρώτα συμβόλαια που υπογράφει η κυβέρνηση της χώρας, σε σύγκριση με τις εταιρείες που έπονται. Το γεγονός αυτό οφείλεται, από πλευράς κυβέρνησης, αφενός στην έλλειψη εμπειρίας σε ό,τι αφορά τον συγκεκριμένο τύπο συμβάσεων, αφετέρου στην αγωνιώδη προσπάθεια να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους ξένους επενδυτές. Προϊόντος του χρόνου και μετά την σύναψη των πρώτων συμβάσεων, παρατηρείται ενίοτε μια σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης έναντι των επενδυτών, η οποία εκφράζεται συνήθως με αλλαγές στο φορολογικό σύστημα και την συνακόλουθη επιβολή νέων φόρων στις επενδύτριες εταιρείες ή την διεκδίκηση μεγαλύτερου μέρους από την κύρια παραγωγή.

Η ερευνητική ιστορία των κοιτασμάτων της Βόρειας Θάλασσας αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα, καθώς το δεύτερο πλέον κύμα επενδυτών εξασφάλισε [στις κυβερνήσεις] αληθινά ευνοϊκούς όρους στις συμβάσεις παραχώρησης, γιατί η έρευνα και εξόρυξη είχαν πια προχωρήσει και είχαν αρχίσει να εισρέουν στα κρατικά ταμεία τα πρώτα καθαρά έσοδα (profit oil) από την παραγωγή και πώληση του πετρελαίου.