Η αμερικανοτουρκική στρατηγική συνεργασία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αμερικανοτουρκική στρατηγική συνεργασία

Διακυμάνσεις, όρια και προοπτικές

Το τρίτο σχετίζεται με την αλλαγή των γεωπολιτικών δεδομένων με το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική [11] και τις αναφυόμενες προκλήσεις προς τα κλασικά αξιώματα των Sir Halford Mackinder και Nicholas Spykman [12]. Υπό γεωπολιτικούς όρους, το «άνοιγμα» των θαλασσίων διόδων στην Αρκτική προσφέρει σταδιακά μια έξοδο στους ωκεανούς για την Ρωσία, με την αξία της Τουρκίας ως μέρος του αγγλοσαξονικού δόγματος της ανάσχεσης να περιορίζεται. Η ανάσχεση της Ρωσίας ή παλαιότερα της ΕΣΣΔ από τα «θερμά νερά» αντιπροσωπεύει την διαχρονική προτεραιότητα για τους Δυτικούς, και στην Τουρκία έχει απονεμηθεί ο σημαντικότατος ρόλος του κομβικού κράτους χάριν των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων. Η ανάκυψη νέων διόδων στην Αρκτική, κατά συνέπεια, θα παρωθούσε την Άγκυρα να αναζητήσει άλλους παράγοντες οι οποίοι θα την καταστήσουν γεωστρατηγικά «χρήσιμη», είτε για τις Δυτικές δυνάμεις είτε για την Ρωσία.

Τα τρία παραπάνω δεδομένα απεικονίζουν την ενδοσυστημική αλλαγή των τελευταίων δύο δεκαετιών, η οποία περιορίζει το επίπεδο της προσήλωσης του αμερικανικού παράγοντα στην Τουρκία. Όπως αναφέρθηκε, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ έχουν πάψει να εστιάζουν την προσοχή τους στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, ιδιαιτέρως όσο η διεθνής οικονομία συνεχίζει να είναι «πετρελαιοκεντρική» [13]. Ωστόσο, ο παράγοντας «Κίνα» δημιουργεί νέες προκλήσεις.

Από την πλευρά της Άγκυρας, η αύξηση των συντελεστών ισχύος και η βελτίωση της θέσης της στην περιφερειακή κατανομή ισχύος έχουν καλλιεργήσει την πεποίθηση [14] ότι είναι σε θέση να μειώσει την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ. Άλλωστε, η προσπάθεια ανάληψης ηγεμονικού ρόλου στην περιφέρεια ταυτίζεται με την ανάγκη στρατηγικής αυτονόμησης. Ο περιφερειακός ηγεμόνας δεν δύναται να έχει εξωτερικές εξαρτήσεις, αλλά οφείλει να εξασφαλίζει στο μέγιστο βαθμό την αυτοβοήθειά του. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η ανθίζουσα τουρκική αμυντική βιομηχανία και η επιδίωξη αυτονόμησής της μέσω προγραμμάτων συμπαραγωγής. Το συγκεκριμένο στοιχείο συνυφαίνεται με τρεις αλληλένδετους παράγοντες [15].

Πρώτον, ενδεχόμενη εξάρτηση από τρίτους δρώντες πλήττει το κύρος και το στρατηγικό βάρος του κράτους. Ο ισχυρός δρών οφείλει να έχει την δυνατότητα να παράγει οτιδήποτε είναι ζωτικά χρήσιμο για τον ίδιο, διασφαλίζοντας εμπεδωμένη την αξιοπιστία και το ειδικό βάρος του ως προς τους αντιπάλους, αλλά και τους συμμάχους του.

Δεύτερον, ενδεχόμενη εξάρτηση ταυτίζεται με τον διαρκή κίνδυνο αναστολής της παροχής εξοπλιστικού υλικού, γεγονός το οποίο αφήνει τον δρώντα εκτεθειμένο όταν αυτός δεν διαθέτει την ανάλογη τεχνολογία και τεχνογνωσία ώστε να αυτονομηθεί. Το συγκεκριμένο στοιχείο αποκτά ανησυχητική διάσταση ιδιαιτέρως εν καιρώ πολεμικής σύρραξης ή κλιμακούμενης κρίσης.

Τρίτον, οι συμφωνίες παροχής εξοπλιστικού υλικού δύνανται να συμπεριλαμβάνουν πολιτικούς όρους, οι οποίοι να περιορίζουν την αυτονομία του δρώντα. Σε αυτή την περίπτωση, δεν δυνάμεθα πλέον καν να αναφερόμαστε σε «Μεγάλη Δύναμη». Κατά συνέπεια, η βελτίωση της θέσης στην περιφερειακή κατανομή ισχύος μεγιστοποιεί τις αξιώσεις, οι οποίες εν συνεχεία συνδέονται με την επιθυμία στρατηγικής αυτονόμησης και εν τέλει, μείωσης των εξαρτήσεων.

Ακολούθως, η «ισλαμοποίηση» της τουρκικής στρατηγικής συμπεριφοράς αποτελεί παρατηρούμενο γεγονός, ανεξαρτήτως αν πραγματοποιήθηκε ως αποτέλεσμα της ιδεολογικής προσήλωσης των νέων ελίτ στο Ισλάμ ή αν η θρησκεία επιλέχθηκε ως το ιδανικό εργαλείο στρατηγικής διείσδυσης στη Μέση Ανατολή, στη Βόρειο Αφρική και ευρύτερα στο μουσουλμανικό κόσμο. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η Τουρκία έπρεπε να λάβει ορισμένες πολιτικές αποφάσεις ενάντια στην βούληση και στις προτεραιότητες των ΗΠΑ –και του Ισραήλ– και έτσι, να διαρρήξει την προκείμενη στρατηγική σχέση της. Όσο ο νεοοθωμανισμός αποκτά χαρακτηριστικά εγγύτερα στον επαναστατισμό του Martin Wight [16], δηλαδή ενός ηθικοπλαστικού ιδεολογήματος με επίκεντρο και κυρίαρχο ένα συγκεκριμένο κράτος, τόσο οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις εισέρχονται σε περίοδο εντάσεων. Σε συνάρτηση με τα λεγόμενα του Wight, το ενδοκρατικό σύστημα του επαναστατικού κράτους εξομοιώνεται με το διακρατικό. Γι’ αυτόν τον λόγο, όσο ο νεο-οθωμανισμός παράγει μια ηθικοπλαστική ρητορική, τόσο ορίζεται ως επαναστατικό ιδεολόγημα. Η ανάγκη νομιμοποίησης [17] στο εσωτερικό μίας μαξιμαλιστικής στρατηγικής συμπεριφοράς προς το εξωτερικό, ιδιαιτέρως όταν το εν λόγω εσωτερικό είναι ανομοιογενές, θρησκευτικά και εθνοτικά διαφοροποιημένο, και ουσιαστικά συγκρουσιογενές, καθιστά τα όρια μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας δυσδιάκριτα.

Αξίζει να υπενθυμισθεί το συχνά λησμονημένο στοιχείο ότι ο νεοοθωμανισμός –στο ιδεολογικό πλαίσιο του οποίου εκδιπλώνεται το Νταβουτόγλειο «στρατηγικό βάθος»– νοείται επί δύο αλληλένδετων διαστάσεων, ήτοι την εξωτερική και την εσωτερική. Η εξωτερική διάσταση αφορά τις γνωστές ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας. Η εσωτερική διάσταση, αφορούσα την εμπέδωση εσωτερικής ομοιογένειας, απηχεί επίσης τη δυνατότητα της χώρας να προχωρήσει στον πολλαπλασιασμό της εμπλοκής της στις γειτονικές περιφέρειες. Με απλά λόγια, ο νεοοθωμανισμός συνιστά ένα μοντέλο αποτελεσματικής –διά του ισλαμικού δεσποτισμού– διαχείρισης μιας πολυεθνικής ανθρωπολογίας, η οποία έχει τις βάσεις της στο ιστορικό κεκτημένο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Υπ’ αυτό το πλαίσιο, η επιτυχία οιουδήποτε ηγεμονικού εγχειρήματος συνδέεται με την εξισορρόπηση των εσωτερικών μετώπων και ειδικά εκείνου με τους Κούρδους. Συνεπώς, η στρατηγική οφείλει να αποκτήσει εσωτερική νομιμοποίηση διά της εξασφάλισης της εσωτερικής συνοχής και με προκείμενο τη νομιμοποίηση των αξιώσεων. Ο Νταβούτογλου δείχνει να αντιλαμβάνεται το διακύβευμα και γι’ αυτόν τον λόγο, διατυπώνει ένα αφήγημα ως μανδύα του εκπεφρασμένου αναθεωρητισμού του. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Ιωάννης Μάζης: