Η αμερικανοτουρκική στρατηγική συνεργασία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αμερικανοτουρκική στρατηγική συνεργασία

Διακυμάνσεις, όρια και προοπτικές

«Ο Νταβούτογλου δεν σταματά ούτε λεπτό να επικρίνει το εθνικιστικό πρότυπο του εκσυγχρονισμού και της εκκοσμίκευσης που επέβαλε η κεμαλική ελίτ στην τουρκική κοινωνία και καταγγέλλει το προκύψαν κοινωνικό φαινόμενο της “διχασμένης προσωπικότητας” της τουρκικής κοινωνίας. Προτείνει δε τον ανακαθορισμό των περιόδων ιστορικής εξέλιξης των μη-Δυτικών (δηλαδή και των ισλαμικών) κοινωνιών στον εικοστό πρώτο αιώνα» [18].

Η εν λόγω επισήμανση στηρίζεται ακριβώς στις δύο διαστάσεις του ορισμού του νεοοθωμανισμού. Αφ’ ενός υπογραμμίζεται η λανθασμένη υιοθέτηση του νεωτερικού προτύπου από τον Κεμάλ ως ανεδαφική λόγω του πολυδιάστατου ταυτοτικού προσδιορισμού της ανθρωπολογίας του κράτους, αφ’ ετέρου επισημαίνεται το παράθυρο ευκαιρίας της Τουρκίας προς το μουσουλμανικό κόσμο λόγω της ανολοκλήρωτης διαδικασίας αποαποικιοποίησης. Η αποχώρηση των Δυτικών, δηλαδή, δεν υπήρξε οριστική λόγω της συνέχισης ύπαρξης φίλιων προς την Δύση καθεστώτων. Έτσι, οι ισλαμικές κοινωνίες δεν απόλαυσαν μια πραγματική αυτοδιάθεση.

Τα γεγονότα της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης» και η παγίωση της αντι-ισραηλινής ρητορικής παγίωσαν μια τουρκική πολιτική εξαιρετικά φιλική προς ισλαμιστικά καθεστώτα όπως εκείνο του Μόρσι στην Αίγυπτο, και εχθρική προς τα φιλοδυτικά καθεστώτα, τα οποία στιγματίστηκαν ως απομεινάρια της αποικιοκρατικής περιόδου. Με την αποτυχία του «τουρκικού μοντέλου», το οποίο αφορούσε την τουρκική απόπειρα επικοινωνίας της στρατηγικής εικόνας ότι μουσουλμανική ανθρωπολογία και δυτικότροπο πολιτικοοικονομικό σύστημα (κοινοβουλευτική δημοκρατία και οικονομία της αγοράς) δύνανται να είναι δύο απόλυτα συμβατές έννοιες, η Άγκυρα επέλεξε να θυσιάσει το εν λόγω πρότυπο της «εκδυτικισμένης ισλαμικής δημοκρατίας» στον βωμό μιας διαφορετικής, πλέον, θέασης της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Όπως ενδεικτικά συμπυκνώνει ο Αχμέτ Νταβούτογλου:

«Η αποξένωση ή ακόμη και η αποκοπή ως ένα βαθμό της Τουρκίας από την κουλτούρα, την πολιτική και τις εσωτερικές ισορροπίες της περιοχής εξάλειψε την δυνατότητα παρακολούθησης των ρυθμών των συντελούμενων αλλαγών στην περιοχή και οι γενικότερες προκαταλήψεις αναφορικά με την [αρνητική] εικόνα του Άραβα καθιερώθηκαν στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής» [19].

06032020-3.jpg

Ο τότε Τούρκος πρωθυπουργός, Αχμέτ Νταβούτογλου, μιλά κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην έδρα του κόμματός του, ΑΚΡ, στην Άγκυρα, στις 5 Μαΐου 2016. Umit Bektas/REUTERS
-------------------------------------------------------------------------------

Η εν λόγω επιλογή οδήγησε τις ΗΠΑ και την Τουρκία να υποστηρίζουν ανταγωνιστικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Εντούτοις, το κυριότερο σημείο διάστασης αφορά την απόκλιση συμφερόντων ως προς το μέλλον των Κούρδων. Η υιοθέτηση συγκεκριμένων προτεραιοτήτων εκ μέρους των ΗΠΑ ως προς την θέση και τον ρόλο των Κούρδων στη Μέση Ανατολή, και η διατήρηση των στρατηγικών δεσμεύσεών τους προς το Ισραήλ, είναι a priori αντίθετες με την τουρκική πολιτική προσέγγισης του Ιράν προς αποτροπή ίδρυσης ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 2015, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας, Ahmet Davutoğlu, σημείωνε ότι «επιχειρώντας εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και του PKK ταυτόχρονα, πετύχαμε να αποτρέψουμε τη νομιμοποίηση του δεύτερου. Έως ότου το PYD αλλάξει την στάση του, θα συνεχίσουμε να το βλέπουμε με τον ίδιο τρόπο που βλέπουμε το PKK»[20]. Σκοπός, δηλαδή, της Τουρκίας ήταν να ταυτίσει το Ισλαμικό Κράτος με το PKK ως δύο τρομοκρατικές οργανώσεις, οι οποίες πρέπει να εξαλειφθούν και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο το PKK να καταστεί εταίρος της Δύσης στη μάχη εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Όπως έχει καταστήσει σαφές ο Erdoğan, «για εμάς [σ.σ. τους Τούρκους] το PKK είναι ό,τι και το Ισλαμικό Κράτος» [21].

Προφανώς, η εν λόγω πολιτική της Άγκυρας βρήκε πλήρως αντίθετη την Ουάσιγκτον, η οποία έχει επωφεληθεί ποικιλοτρόπως –μεταξύ άλλων στην σταθεροποίηση της κατάστασης στο Ιράκ και στην αντιμετώπιση του ισλαμικού εξτρεμισμού– από την επιχειρησιακή δράση των Κούρδων στην «καρδιά» της Μέσης Ανατολής. Όσον αφορά την περίπτωση της Συρίας, η Τουρκία επιθυμεί την ανάδυση ενός σουνιτικού καθεστώτος, το οποίο θα είναι συγγενές προς την ίδια, θα επιτρέπει την οικονομική διείσδυσή της στη Μέση Ανατολή και θα αντιμάχεται την προοπτική αυτονόμησης των Κούρδων στην Βόρειο Συρία. Υπό αυτή την οπτική, η Τουρκία έχει φθάσει να υποστηρίζει όχι μόνο μετριοπαθείς δυνάμεις της ενωμένης αντιπολίτευσης αλλά και εξτρεμιστικές ομάδες όπως η Jabhat al-Nusra και η Ahrar al-Sham [22]. Οι συγκεκριμένες ομάδες συνιστούν φυσικούς εχθρούς της αμερικανικής πολιτικής στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή και δεν μπορούν φυσικά να υποστηρίζονται ιδιαίτερα από ένας κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ.

Όπως και στην περίπτωση του Ιράκ, οι ΗΠΑ στηρίζουν την εγκαθίδρυση μιας πλουραλιστικής κρατικής δομής προκειμένου να επιτευχθεί η ενσωμάτωση των ετεροτήτων μη επιθυμώντας, εντούτοις, να προχωρήσουν σε μια εκτεταμένη [χερσαία] επέμβαση δεδομένου του κόστους εμπλοκής και της αδυναμίας εσωτερικής νομιμοποίησης, μετά την εμπειρία της κοστοβόρας παραμονής τους στο Ιράκ. Όπως σημείωσε ο πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ashton Carter, αναφορικά με τους στόχους τους στην Συρία, και συγκεκριμένα το μεταπολεμικό πλαίσιο, που επιθυμούν να δημιουργηθεί:

«Το αποτέλεσμα, στο οποίο στοχεύουμε, είναι εκείνο που θα θέσει εκτός εξουσίας τον Bashar al-Assad καθώς και όσους ταυτίστηκαν με τα εγκλήματά του στην Συρία […] Οι δομές διακυβέρνησης στην Δαμασκό και στο Ιράκ να παραμείνουν ως έχουν υπό έναν ανοιχτό τρόπο διακυβέρνησης ο οποίος θα είναι πλουραλιστικός ούτως ώστε να συμπεριλάβει τους Αλαουίτες και άλλους. Έπειτα, αυτοί θα στραφούν στην υποχρέωση ανάκτησης της εδαφικής κυριαρχίας από το Ισλαμικό Κράτος προς ανατολάς υπό ένα σχεδιασμό παρόμοιο με ό,τι προσπαθούμε να επιτύχουμε με την Βαγδάτη στα δυτικά του Ιράκ» [23].