Η ήπειρος πρέπει να συνενωθεί για να ξεπεράσει την κρίση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ήπειρος πρέπει να συνενωθεί για να ξεπεράσει την κρίση

Παλαιές διαιρέσεις απειλούν την οικονομική απάντηση της Ευρώπης στον κορωνοϊό
Περίληψη: 

Καμία από τις δράσεις που έχουν ανακοινωθεί σε επίπεδο ΕΕ από μόνη της ή από κοινού δεν θα έχει το είδος της δημοσιονομικής δύναμης πυρός που είναι απαραίτητη για την αποτροπή μιας οικονομικής κρίσης. Η ευρωπαϊκή οικονομία χρειάζεται συντονισμένη δημοσιονομική προσπάθεια αρκετά μεγάλη ώστε να έχει μακροοικονομικό αντίκτυπο.

Ο ERIK JONES είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών και Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στην Σχολή Προωθημένων Διεθνών Σπουδών Johns Hopkins.

Στις 18 Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι θα αγοράσει επιπλέον ευρωπαϊκά εταιρικά και κρατικά ομόλογα ύψους 750 δισ. ευρώ φέτος. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα δαπανήσει συνολικά 1,1 τρισεκατομμύρια ευρώ [1] σε ομόλογα της ευρωζώνης κατά τους επόμενους εννέα μήνες, τα περισσότερα που έχει ξοδέψει ποτέ σε περιουσιακά στοιχεία σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτά τα έκτακτα μέτρα, που αποσκοπούν στην αντιστάθμιση των δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων της επιδημίας κορωνοϊού, αποτελούν ένα νομισματικό μπαζούκα που θα αυξήσει την ευρωπαϊκή προσφορά χρήματος (η ΕΚΤ εκτυπώνει ευρώ για να αγοράσει ομόλογα) και διοχετεύει κεφάλαια έμμεσα στις κυβερνήσεις που εξέδωσαν τα ομόλογα, επιτρέποντας στις κυβερνήσεις αυτές να διασώσουν προβληματικές επιχειρήσεις και να κάνουν παροχές προς τους ανέργους.

07042020-1.jpg

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Olaf Scholz, και η διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Christine Lagarde, στις Βρυξέλλες, τον Φεβρουάριο του 2020. Francois Lenoir / File Photo / Reuters
-------------------------------------------------------------

Σε μια επιπρόσθετη επίδειξη δύναμης, η ΕΚΤ χαλάρωσε τους αυτοεπιβληθέντες περιορισμούς για τις αγορές κρατικών ομολόγων από αυτήν για όσο διαρκέσει η κρίση. Προηγουμένως, η ΕΚΤ είχε υποσχεθεί να αγοράσει όχι περισσότερο από το ένα τρίτο των διαθέσιμων ομολόγων οποιασδήποτε χώρας και να αγοράσει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία ανάλογα με το μέγεθος της οικονομίας της κάθε χώρας. Αυτοί οι κανόνες -όπως επεσήμαναν οι Financial Times [2]- είχαν ως στόχο να «διασφαλίσουν ότι η ΕΚΤ δεν αγοράζει τόσα πολλά ομόλογα που [θα μπορούσε] να κατηγορηθεί ότι χρηματοδοτεί άμεσα τις εθνικές κυβερνήσεις».

Οι ευρωπαϊκές χώρες που πλήττονται χειρότερα από την πανδημία του κορωνοϊού –η Ιταλία και η Ισπανία, οι οποίες έχουν τα υψηλότερα ποσοστά θανάτων [3] στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αντιμετωπίζουν τις ισχυρότερες οικονομικές προκλήσεις- είναι επίσης οι κύριοι ωφελημένοι των νέων πολιτικών της ΕΚΤ. Με το να αγοράζει ιταλικά και ισπανικά ομόλογα, η ΕΚΤ έχει δώσει στην Ρώμη και τη Μαδρίτη περιθώρια να επικεντρωθούν στο να κρατήσουν τους πληθυσμούς τους υγιείς, χωρίς να ανησυχούν για μια οικονομική κατάρρευση στην εγχώρια οικονομία. Αυτές οι αγορές ομολόγων έχουν κάνει επίσης λιγότερο πιθανή μια κρίση δημόσιου χρέους, του είδους που η Ευρωπαϊκή Ένωση τελευταία βίωσε το καλοκαίρι του 2012.

Ωστόσο, οι πρόσφατες κινήσεις της ΕΚΤ δημιούργησαν ανατριχίλες στην Γερμανία και την Ολλανδία, όπου οι ηγέτες φοβούνται ότι οι ενέργειες της Τράπεζας θα ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις να διαβιούν πέραν των μέσων που διαθέτουν ή ότι θα αποφύγουν οδυνηρές προσαρμογές μόλις περάσει η κρίση. Οι ηγέτες αυτοί δέχτηκαν με δυσθυμία τις νέες πολιτικές της ΕΚΤ, αλλά αντιστέκονται στις εκκλήσεις να χορηγήσουν στην ιταλική και στην ισπανική κυβέρνηση πρόσθετη δανειοδοτική ισχύ χωρίς κάποια εγγύηση ότι τα χρήματα που διοχετεύονται για να στηρίξουν τις χώρες που έχουν ανάγκη δεν θα οδηγήσουν σε οικονομικά ανάρμοστη συμπεριφορά.

ΟΙ ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΠΑΝΩΝΤΕΣ

Μεταξύ του 2012 και του 2015, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δημιούργησαν μια σειρά θεσμών για την γενική εποπτεία των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών, και των χρηματοπιστωτικών αγορών. Συνέταξαν ένα κοινό βιβλίο κανόνων που περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες μπορούν να συμπεριφέρονται με υπευθυνότητα και, ίσως πιο σημαντικό, πώς μπορούν οι τράπεζες να καταληφθούν ή να εκκαθαριστούν όταν δεν συμπεριφέρονται σωστά. Οι ηγέτες δημιούργησαν επίσης ένα μόνιμο όργανο για την εγγύηση των εθνικών δημόσιων οικονομικών όταν το κόστος αντιμετώπισης μιας κρίσης είναι υπερβολικά μεγάλο για να το διαχειριστεί η κάθε κυβέρνηση ή υπερβολικά επικίνδυνο για να το αναλάβουν οι διεθνείς επενδυτές. Γνωστό ως Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (European Stability Mechanism) [4], το σώμα αυτό λειτουργεί ως το κυρίαρχο ταμείο διάσωσης της ευρωζώνης και μπορεί να χορηγήσει προληπτική πίστωση στις κυβερνήσεις σε μια διόρθωση, υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχονται τους όρους του μηχανισμού.

Ωστόσο, ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ευρωζώνης ήθελαν να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο. Θεώρησαν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να εκδώσει ένα κοινό ομόλογο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν ως ασφάλεια οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί σε ολόκληρη την Ευρώπη όταν δανείζονται μεταξύ τους και από τις Κεντρικές Τράπεζες. Αυτό το λεγόμενο ευρωομόλογο θα μπορούσε να αντικαταστήσει ή να συμπληρώσει κρατικά ομόλογα που εκδίδονται από μεμονωμένα κράτη-μέλη, παρέχοντας στις κυβερνήσεις ένα εναλλακτικό μέσο για την άντληση χρημάτων και κατά την διαδικασία, μειώνοντας τον κίνδυνο μιας χρεοκοπίας. Ωστόσο, οι συγκριτικά πλουσιότερες κυβερνήσεις της Βόρειας Ευρώπης απέρριψαν την ιδέα αυτή, επικαλούμενες φόβους ότι ανεύθυνες κυβερνήσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το ευρωομόλογο για να προχωρήσουν σε μια έκρηξη δαπανών.

Η συζήτηση για την συγκεκριμένη αλλά και άλλες πολιτικές που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών συνεχίζεται σήμερα, αν και σε ελαφρώς διαφορετική μορφή, καθώς η ευρωζώνη αντιμετωπίζει μια μοναδική μέσα σε εκατό χρόνια πανδημία που έχει φέρει διάφορους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας σε ουσιαστική ακινησία. Και οι διαφωνίες παραμένουν ριζωμένες σε πολύ πραγματικές διαφορές [5] σε εθνικό επίπεδο: Μέχρι το τέλος του 2019, η Γερμανία και η Ολλανδία είχαν λόγο χρέους προς ΑΕΠ 59% και 49% αντίστοιχα˙ ο λόγος αυτός στην Ιταλία και στην Ισπανία ήταν πολύ υψηλότερα στο 136% και το 97% αντίστοιχα.