Γιατί τα ευρωπαϊκά κράτη δεν πολεμούν μεταξύ τους | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί τα ευρωπαϊκά κράτη δεν πολεμούν μεταξύ τους

Ο λαϊκισμός και ο απομονωτισμός βάζουν σε κίνδυνο την ειρήνη

Ομοίως, η οικονομική συνεργασία δεν αποτελεί τροχοπέδη για τον πόλεμο. Τρανταχτό παράδειγμα η οικονομική συνεργασία της περιόδου πριν ξεσπάσει ο Α' Π.Π (1871-1914) η οποία ήταν έντονη καθώς τα κράτη συνεργάζονταν και διαπλέκονταν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους. Αυτή η πρώιμη παγκοσμιοποίηση, η οικονομική συνεργασία μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων (οι ηγεμονικές δυνάμεις είναι συνήθως δημοκρατίες) δεν εμπόδισε καθόλου τον Α' Π.Π. και τις πρωτόγνωρες καταστροφές που η σύρραξη αυτή προκάλεσε. Ούτε η Κοινωνία Των Εθνών (ΚτΕ), ο πρώτος διεθνής οργανισμός που σκοπό είχε να προάγει την ειρήνη και την συνεργασία μεταξύ των κρατών, κατόρθωσε να αποτρέψει τον Β' Π.Π. Ακόμα και στην σύγχρονη εποχή ο ΟΗΕ δεν έχει κατορθώσει σε αρκετές περιπτώσεις να διατηρήσει την ειρήνη (ακόμα και στην ίδια την ειρηνική περιφέρεια της Ευρώπης είναι χαρακτηριστική η επίθεση του ΝΑΤΟ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας στην καρδιά της ηπείρου μόλις το 1999) καθώς οι ηγεμονικές δυνάμεις, με προεξάρχουσα τις ΗΠΑ, προωθούν την δική τους ατζέντα αδιαφορώντας πολλές φορές για την διεθνή νομιμοποίηση.

Παρ' όλα αυτά, η πρόσφατη ιστορία μας δείχνει πως οι πολεμικές συγκρούσεις, από το 1945 κι εντεύθεν, έχουν όντως ελαχιστοποιηθεί στην Ευρώπη χωρίς να εξαλειφθούν πλήρως. Όμως, ακόμα και αυτή η ελαχιστοποίηση είναι καίριας σημασίας καθώς αφορά μια ήπειρο που έχει ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα από τις πολεμικές αντιπαραθέσεις, ενώ οφείλεται στην ύπαρξη των Ηνωμένων Πολιτειών οι οποίες ανέλαβαν το κόστος προστασίας των ευρωπαϊκών κρατών από την Σοβιετική Ένωση και συνεχίζουν μέχρι σήμερα έναντι της ανανεωμένης Ρωσίας. Η ευρωπαϊκή ιστορία βρίθει από μικρές και μεγάλες συγκρούσεις κρατών. Για λόγους οικονομίας θα αναφερθούμε στον Α' Π.Π. κι εντεύθεν ο οποίος ήταν ο πόλεμος που συγκλόνισε την μέχρι τότε η ηγεμονική Ευρώπη οδηγώντας στην κατάρρευση τριών αυτοκρατοριών (Αυστροουγγρικής, Ρωσικής και Οθωμανικής) (Kershaw 2008) και την ραγδαία αποδυνάμωση των αστικών δημοκρατιών σε Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία. Εφ' εξής οι ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις θα συρρικνώνονταν με γοργούς ρυθμούς καθώς θα αναδύονταν νέες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η αυτοκρατορική Ιαπωνία και η Σοβιετική Ρωσία. Ο Β' Π.Π. έδωσε την χαριστική βολή στις ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις καθιστώντας τες, στην καλύτερη περίπτωση, δυνάμεις μεσαίου μεγέθους, οι οποίες λίγα χρόνια αργότερα απώλεσαν και τα αποικιακά τους εδάφη. (Ενδεικτικά αναφέρουμε πως η Κρίση του Σουέζ το 1956 αποτέλεσε το ουσιαστικό τέλος των παραδοσιακών ευρωπαϊκών υπερδυνάμεων, Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας).

Παράλληλα, η ισχυροποίηση της ΕΣΣΔ μετά την λήξη του Β' Π.Π. έριχνε βαριά την σκιά της στην ευρωπαϊκή ήπειρο προκαλώντας τρόμο στις αστικές δημοκρατίες οι οποίες αντιλαμβάνονταν πλήρως την ανεπάρκειά τους στον στρατιωτικό τομέα να υπερασπιστούν την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους (Mearsheimer 2009). Χρειάζονταν ως εκ τούτου άμεσα την βοήθεια του ατλαντικού εξισορροπιστή, δηλαδή των ΗΠΑ, που απέτρεψε τελικώς την εξάπλωση της σοβιετικής σφαίρας επιρροής στην δυτική Ευρώπη (Mearsheimer 2009) μέχρι την οριστική πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος.

Οι ευρωπαϊκές αστικές δημοκρατίες, εξαντλημένες από τον πόλεμο, βασίστηκαν στα αμερικάνικα κεφάλαια του Σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση των χωρών τους και προσδέθηκαν στο στρατιωτικό άρμα των ΗΠΑ. Από Μεγάλες Δυνάμεις σταδιακά έγιναν καταναλωτές ασφαλείας ούσες μέλη της μεγάλης στρατιωτικής συμμαχίας της Δύσης, δηλαδή του ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο αυτό κι ενόψει του σοβιετικού κοινού εχθρού ήταν εντελώς αδιανόητο οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να στραφούν η μια εναντίον της άλλης. Προαιώνιες έχθρες (Γαλλία- Γερμανία) όχι μόνο σίγασαν αλλά μετατράπηκαν σε οικονομικές συμμαχίες στο πλαίσιο περιφερειακών οικονομικών ενώσεων όπως ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και μετέπειτα η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Η πορεία ήταν δύσκολη καθώς η δυσπιστία ήταν παρούσα κι έντονη, όμως η ανάγκη έναντι του κοινού εχθρού παραμέρισε τους όποιους ενδοιασμούς. Ακόμα και η Γερμανία, ο θανάσιμος μέχρι πριν λίγα χρόνια εχθρός, εντάχθηκε στο Δυτικό σύστημα, έστω και διαιρεμένη αρχικά. Ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων χώρισε την Ευρώπη σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Οι ΗΠΑ προσέφεραν ασφάλεια στο εξωτερικό και κεφάλαια για ανοικοδόμηση στο εσωτερικό των κρατών της δυτικής Ευρώπης. Το δίπτυχο αυτό οδήγησε τις Δυτικοευρωπαϊκές χώρες από τα ερείπια που κείτονταν στο τέλος του πολέμου (βλ. Γερμανία) στην ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, καθιστώντας την Ευρώπη μια από τις πιο πλούσιες και ανεπτυγμένες περιφέρειες του κόσμου.

Η προσέγγιση των ευρωπαϊκών κρατών στο πλαίσιο της ΕΟΚ εντάθηκε, με αποτέλεσμα το 1992 στο Μάαστριχτ να υπογραφεί η γέννηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (europarl.europa.eu). Η Ένωση γνώρισε από την πρώτη της μορφή συνεχή αύξηση των κρατών-μελών εντάσσοντας σταδιακά στους κόλπους της και τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης (europa.eu), με μοναδική εξαίρεση την πρόσφατη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Σε έναν κόσμο διαφορετικό από εκείνον κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ευρωπαϊκές χώρες συνειδητοποίησαν έγκαιρα πως μόνο μέσω της συνεργασίας θα είχαν την δυνατότητα στον οικονομικό τομέα να ανταγωνιστούν τους παγκόσμιους γίγαντες ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, πράγμα που πέτυχαν καθώς η ΕΕ είναι σήμερα ένας οικονομικός κι εμπορικός κολοσσός. Τέλος, στον στρατιωτικό τομέα, μέσω της βορειοατλαντικής συμμαχίας κατόρθωσαν να προωθήσουν, στο μέτρο του εφικτού, τα συμφέροντά τους καθώς είχαν μετατραπεί σε στρατιωτικές δυνάμεις μεσαίου μεγέθους.