Το ξήλωμα της δημοκρατίας στην Αμερική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το ξήλωμα της δημοκρατίας στην Αμερική

Οι χώρες αποτυγχάνουν παρόμοια με τις επιχειρήσεις, σταδιακά και μετά ξαφνικά
Περίληψη: 

Ακόμη κι αν ο Δημοκρατικός υποψήφιος, Τζο Μπάιντεν, κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές, και ακόμη κι αν ο Τραμπ εγκαταλείψει το αξίωμα χωρίς μια μάχη, η νέα διοίκηση θα αντιμετωπίσει ζημιές που θα είναι ανίσχυρη να διορθώσει αν δεν αντιμετωπίσει τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα που ώθησαν τον Τραμπ στην εξουσία εξ’ αρχής.

Ο DARON ACEMOGLU είναι ανώτατος καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (Massachusetts Institute of Technology, ΜΙΤ).

Ακόμη και με τα ταραχώδη πρότυπα της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, το ταχύ ξήλωμα των αμερικανικών θεσμών κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 ήταν αξιοσημείωτο. Πρώτα ήρθε η πρόταση μομφής (impeachment), αποκαλύπτοντας το πώς ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του παρακράτησαν στρατιωτική βοήθεια 400 εκατομμυρίων δολαρίων προς την Ουκρανία, προκειμένου να πείσουν τους ηγέτες εκείνης της χώρας να προβούν σε έρευνα για την οικογένεια του πολιτικού αντιπάλου του Τραμπ, του πρώην αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν. Ακόμα πιο σοκαριστικό για εκείνους που εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι το Σύνταγμα των ΗΠΑ θα συγκρατούσε τον Τραμπ ήταν η απροθυμία της κυριαρχούμενης από Ρεπουμπλικάνους Γερουσίας να ακούσει όλα τα εναντίον του προέδρου στοιχεία. Στην συνέχεια ήρθε η θρασεία απόλυση του πρέσβυ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Gordon Sondland, και του αντισυνταγματάρχη Alexander Vindman, διευθυντή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (NSC), οι οποίοι αμφότεροι κατέθεσαν κατά την διάρκεια της έρευνας για την πρόταση μομφής. Ακόμα και ο δίδυμος αδερφός του Vindman δεν διέφυγε από την απόλυση από την δουλειά του στο NSC. Ο Γενικός Επιθεωρητής της κοινότητας πληροφοριών, Michael Atkinson, ήταν ο επόμενος που απολύθηκε, ένας από τους πέντε γενικούς επιθεωρητές που απολύθηκαν τους τελευταίους τρεις μήνες.

17062020-1.jpg

Διαμαρτυρίες στον Λευκό Οίκο μετά τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ, τον Μάιο του 2020. Jonathan Ernst / Reuters
---------------------------------------------------------

Η πρόταση μομφής και τα επακόλουθά της ήταν μόνο η αρχή. Αναμφισβήτητα πιο σημαντική για εκατομμύρια Αμερικανούς ήταν η άρνηση της κυβέρνησης Τραμπ να ακολουθήσει τις προειδοποιήσεις των ειδικών σχετικά με την εξάπλωση του νέου κορωνοϊού. Αντί να αναπληρώσει τα αποθέματα προστατευτικού εξοπλισμού ή να αναπτύξει μια εθνική στρατηγική για διαγνωστικά τεστ, ο πρόεδρος υποβάθμισε την σοβαρότητα της πανδημίας [1] και ισχυρίστηκε ψευδώς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν προετοιμασμένες να την συγκρατήσουν. Η παραπληροφόρηση που διαδόθηκε από τον Τραμπ (και επαναλήφθηκε από τους συμμάχους του στο Fox News) στις πρώτες μέρες της επιδημίας φαίνεται ότι επιτάχυνε την εξάπλωση του ιού [2], ο οποίος έχει πλέον στοιχίσει περισσότερες από 100.000 αμερικανικές ζωές.

Ενώ η πανδημία εξακολουθούσε να μαίνεται, μια άλλη τραγωδία χτύπησε: λευκοί αστυνομικοί στη Μινεάπολη της Μινεσότα, σκότωσαν βάναυσα τον Τζορτζ Φλόιντ, έναν Αφροαμερικανό άνδρα, πυροδοτώντας μαζικές διαμαρτυρίες που συνεχίζονται ακόμα. Ένας ηγέτης που κάποτε αναφερόταν στους λευκούς ρατσιστές ως «πολύ καλοί άνθρωποι» [3] δεν πρόκειται ποτέ να δημιουργήσει μια προεδρική εποχή από αυτή την κρίση. Ωστόσο, η απάντηση του Τραμπ στην αναταραχή που πλήττει πολλές πόλεις των ΗΠΑ ήταν συγκλονιστική ακόμη και για τα δικά του μέτρα. Δαιμονοποίησε τους διαδηλωτές, ενθάρρυνε την ρίψη δακρυγόνων εναντίον τους (προφανώς για μια ευκαιρία για φωτογραφίες) [4] και απείλησε να επικαλεστεί την Πράξη Εξέγερσης του 1807 [5] προκειμένου να αναπτύξει τον στρατό εναντίον τους.

ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΠΑΡΑΚΜΗ, ΞΑΦΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ

Η θεσμική κατάρρευση μοιάζει συχνά με χρεοκοπία, τουλάχιστον με τον τρόπο που την βίωσε ο Mike Campbell στο The Sun Also Rises, του Ernest Hemingway: «σταδιακά και μετά ξαφνικά». Όπως υποστηρίζουμε ο James Robinson και εγώ στο πρόσφατο βιβλίο μας, The Narrow Corridor [6], οι δημοκρατικοί θεσμοί συγκρατούν τους εκλεγμένους ηγέτες με το να επιτρέπουν μια λεπτή ισορροπία εποπτείας από διάφορους κυβερνητικούς κλάδους (τον νομοθετικό και τον δικαστικό) και πολιτική δράση από τους απλούς ανθρώπους, είτε με τη μορφή ψηφοφορίας στις εκλογές είτε ασκώντας πίεση μέσω διαμαρτυριών. Αλλά οι δημοκρατικοί θεσμοί στηρίζονται σε κανόνες -συμβιβασμό, συνεργασία, σεβασμό της αλήθειας- και ενισχύονται από έναν ενεργό, με αυτοπεποίθηση πολίτη, και έναν ελεύθερο Τύπο. Όταν οι δημοκρατικές αξίες δέχονται επίθεση και ο Τύπος και η κοινωνία των πολιτών είναι εξουδετερωμένοι, οι θεσμικές διασφαλίσεις χάνουν την ισχύ τους. Υπό τέτοιες συνθήκες, οι παραβάσεις εκείνων που έχουν την εξουσία μένουν ατιμώρητες ή κανονικοποιούνται. Η σταδιακή διάβρωση των ελέγχων και των ισορροπιών (checks and balances) δίνει έτσι χώρο στην αιφνίδια θεσμική κατάρρευση.

Αυτή ήταν η ιστορία της Βενεζουέλας υπό τον Ούγκο Τσάβες. Ακόμα και πριν εκλεγεί πρόεδρος το 1998, ο Τσάβες δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να παραβιάσει τους πολιτικούς κανόνες και να πολώσει την χώρα. Σε τελική ανάλυση, κατέκτησε την εθνική διάκριση επιχειρώντας ένα στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της Βενεζουέλας το 1992. Όταν ανήλθε στην εξουσία, κινήθηκε για να παρακάμψει αυτό που αποκαλούσε «ετοιμοθάνατο σύνταγμα» της χώρας, υποτιμώντας την εξουσία του Ανώτατου Δικαστηρίου και της Εθνοσυνέλευσης, καταργώντας τα όρια στην προεδρική θητεία και τελικά ξεκινώντας την διαδικασία συνταγματικής μεταρρύθμισης για την διεύρυνση των εξουσιών του [7]. Στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, εκείνος και οι σύμμαχοί του είχαν αποκτήσει την εξουσία να παρακάμψουν θεσμούς και να απολύσουν δικαστές και γραφειοκράτες. Αυτές οι δυνάμεις άνοιξαν τον δρόμο για την όλο και πιο δικτατορική μεταγενέστερη διακυβέρνηση του Τσάβες και το ακόμη πιο καταστροφικό καθεστώς του διαλεγμένου διαδόχου του, του Nicolás Maduro, ο οποίος προεδρεύει τώρα όσων έχουν απομείνει από τους θεσμούς και την οικονομία της Βενεζουέλας.