Η εγγύηση εργασίας κοστίζει πολύ λιγότερο από όσο η ανεργία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εγγύηση εργασίας κοστίζει πολύ λιγότερο από όσο η ανεργία

Μια τολμηρή πολιτική όχι μόνο για να ξεπεραστεί η κρίση αλλά να βγούμε από αυτήν καλύτεροι
Περίληψη: 

Η εγγύηση εργασίας δεν πρέπει να είναι ένα μέτρο της κρίσης αλλά μια μόνιμη πολιτική, διότι η ανεργία καταστρέφει τις κοινότητες ακόμη και όταν οι οικονομίες είναι σχετικά ισχυρές. Η εγγύηση θα αναγνωρίζει ένα νομικά εκτελεστό δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή εργασία για οποιονδήποτε σε ηλικία εργασίας.

Η PAVLINA R. TCHERNEVA είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικονομικών στο Bard College, ερευνητής του Levy Economics Institute και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Case for a Job Guarantee [1] (Polity, 2020), του οποίου αυτό το κείμενο αποτελεί προσαρμογή. Ακολουθήστε την στο Twitter @ptcherneva [2].

Το 1944, ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ προειδοποίησε: «Οι άνθρωποι που είναι πεινασμένοι και χωρίς δουλειά αποτελούν το υλικό από το οποίο γίνονται οι δικτατορίες».

Από αυτή την άποψη, οι προοπτικές για τις δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο φαίνονται ιδιαίτερα ζοφερές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κρίση [της νόσου] COVID-19 έχει αποκαλύψει οικονομικές παθολογίες που περιλαμβάνουν την φυλετική ανισότητα, τις μαζικές φυλακίσεις, και διαβρωτικά προβλήματα στην αγορά εργασίας. Οι Αμερικανοί εργαζόμενοι ζουν με μισθούς φτώχειας, υποφέρουν επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, υφίστανται διακρίσεις και λαμβάνουν ανεπαρκή προστασία. Ακόμη χειρότερα, αντιμετωπίζουν μια αιώνια απειλή ανεργίας που δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί.

29072020-1.jpg

Δεκάδες άνεργοι σε ουρά έξω από ένα γραφείο εύρεσης εργασίας στο Frankfort του Κεντάκι, τον Ιούνιο του 2020. Bryan Woolston / Reuters
--------------------------------------------------------------

Σχεδόν 33 εκατομμύρια [3] εργαζόμενοι στις Ηνωμένες Πολιτείες λαμβάνουν επίδομα ανεργίας ως συνέπεια της πανδημίας, και το 50% [4] των Αμερικανών χαμηλού εισοδήματος έχουν χάσει θέσεις εργασίας και μισθούς λόγω της COVID-19. Η αγορά εργασίας ήταν ανέκαθεν ένα σκληρό παιχνίδι «μουσικών καρεκλών», αλλά αυτό ισχύει περισσότερο σήμερα, καθώς εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν ποσοστά ανεργίας που δεν είχαν εμφανιστεί στη μεταπολεμική εποχή. Η επίμονη ανεργία (ακόμη και σε «καλές» οικονομίες) ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να μειώσουν τους μισθούς και τις παροχές και εξυπηρετεί να συνωστίζονται οι εργαζόμενοι σε επισφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Για όσο διαγράφεται το φάσμα της ανεργίας, οι καλές δουλειές δεν θα επιστρέψουν.

Η τρέχουσα εποχή απαιτεί θαρραλέα σκέψη του είδους που οι ΗΠΑ δεν τόλμησαν μετά το New Deal. Ο Ρούσβελτ ανταποκρίθηκε στην οικονομική καταστροφή της εποχής του -τη Μεγάλη Ύφεση και έναν δεύτερο, καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο- με εκτεταμένες οικονομικές πολιτικές και μια έκκληση για αυτό που ονόμασε Δεύτερο Νομοσχέδιο για τα Δικαιώματα (Second Bill of Rights), με σκοπό να προσφέρει βασική οικονομική ασφάλεια για όλους τους ανθρώπους συνεχώς. Πρώτο μεταξύ των δικαιωμάτων που απαρίθμησε ήταν το δικαίωμα στην εργασία. Σήμερα, μια πρόταση για ομοσπονδιακή εγγύηση εργασίας (job guarantee), βασισμένη στην ίδια λογική, περιέχει ιδιαίτερη υπόσχεση για την ανάκαμψη του έθνους.

Η εγγύηση εργασίας είναι μια επιλογή του δημοσίου για δουλειές: ένα μόνιμο, χρηματοδοτούμενο ομοσπονδιακά, αλλά διοικούμενο τοπικά πρόγραμμα που θα παρέχει εθελοντικές ευκαιρίες απασχόλησης στην δημόσια υπηρεσία με βιώσιμους μισθούς σε όσους αναζητούν τέτοια εργασία. Η φιλοδοξία να διασφαλιστεί το δικαίωμα εργασίας για όλους τους ανθρώπους μέσω της πολιτικής δεν είναι νέα. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιβεβαιώνει το δικαίωμα στην απασχόληση, ένα δικαίωμα που είναι χαραγμένο στα συντάγματα πολλών εθνών, αλλά η εντολή του παραμένει ανεκπλήρωτη. Οι ηγέτες των πολιτικών δικαιωμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων των Martin Luther King, Jr., και Coretta Scott King, έκαναν το δικαίωμα στην εργασία ένα ζήτημα εμβληματικό με το σκεπτικό ότι η εξασφάλισή της θα βοηθούσε στην άρση της οικονομικής ανασφάλειας ως εργαλείο φυλετικής υποταγής [5]. Οι αρχιτέκτονες του Νόμου περί Απασχόλησης (Employment Act) του 1946 και του Νόμου περί Πλήρους Απασχόλησης και Ισορροπημένης Ανάπτυξης (Full Employment and Balanced Growth Act) του 1978 προσπάθησαν, αλλά τελικά απέτυχαν, να διασφαλίσουν ένα τέτοιο δικαίωμα με πολιτικές και νομοθεσίες. Σήμερα, έχει γίνει ένας πυλώνας του Green New Deal.

Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια μακρά, ανηφορική ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19, θα ήταν καλό να εξεταστεί ένα μέτρο που θα μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους τους να εργαστούν, με βιώσιμο μισθό, προς όφελος όλων. Όμως, η εγγύηση εργασίας δεν είναι ένα μέτρο της κρίσης: πρέπει να είναι μια μόνιμη πολιτική, διότι η ανεργία καταστρέφει τις κοινότητες ακόμη και όταν οι οικονομίες είναι σχετικά ισχυρές. Η εγγύηση θα αναγνωρίζει ένα νομικά εκτελεστό δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή εργασία για οποιονδήποτε σε ηλικία εργασίας, ανεξάρτητα από το καθεστώς της αγοράς εργασίας, την φυλή, το φύλο, το χρώμα ή την θρησκεία του. Όχι μόνο θα προσέφερε απασχόληση on demand (μόλις ζητηθεί) για χρήσιμα έργα δημόσιας υπηρεσίας, αλλά θα καθιερώσει τα πολύ απαραίτητα πρότυπα για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας σε όλες τις θέσεις εργασίας, και μέχρι που θα βοηθήσει στην αποφυγή της απειλής της κλιματικής αλλαγής.

ΚΑΛΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ

Χίλιες γυναίκες καβάλα στο άλογο: αυτές ήταν οι περιπλανώμενες βιβλιοθηκονόμοι του New Deal που, ξεκινώντας από το 1935, έφερναν βιβλία και δημιούργησαν βιβλιοθήκες σε μερικές από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του Κεντάκι. Οι γυναίκες κάλπαζαν διασχίζοντας 29 κομητείες, μερικές φορές πάνω από 100 μίλια την ημέρα. Και όπου το έδαφος ήταν δύσκολο, κατέβαιναν από τα άλογά τους και μετέφεραν τα βιβλία με τα πόδια. Ο αντίκτυπός τους ήταν εκτεταμένος. Όπως το έθεσε ένας από τους ωφελημένους: «Τα βιβλία που μας έφερες μας έσωσαν την ζωή». [6].

Το σχέδιο βιβλιοθηκών της Works Progress Administration (WPA), το οποίο αφορούσε σε 45 πολιτείες και απασχόλησε 14.500 άτομα, βοήθησε στην αντιμετώπιση δύο προβλημάτων ταυτόχρονα: της ανεργίας και του αναλφαβητισμού. Οι «ανειδίκευτες» άνεργες γυναίκες παρείχαν μια επιλογή για δημόσιες βιβλιοθήκες σε ορισμένες από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του έθνους σε μια εποχή που οι περισσότερες βιβλιοθήκες χρηματοδοτούνταν κυρίως ιδιωτικά και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση σε βιβλία. Το σχέδιο παρήγαγε τελικά κάτι που οι Αμερικανοί θεωρούν πλέον ένα μόνιμο προσάρτημα της κοινωνικής ζωής: δημόσιες βιβλιοθήκες σε κάθε γωνιά της χώρας.