Η γεωπολιτική αφύπνιση της Ευρώπης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η γεωπολιτική αφύπνιση της Ευρώπης

Η πανδημία εγείρει έναν κοιμώμενο γίγαντα

Η συμφωνία για το πακέτο της ανάκαμψης άνοιξε ένα νέο σύνολο δυνατοτήτων. Αντιμέτωποι με μια οικονομική κρίση επικών διαστάσεων, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ξαφνικά φαίνονται πρόθυμοι να σπρώξουν τα όρια των εξουσιών των Βρυξελλών, ίσως μέσω της επανερμηνείας των κανόνων της ΕΕ. Ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ ζητούν να απορριφθεί η απαίτηση για ομοφωνία στις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής υπέρ της «ειδικής πλειοψηφίας». Όπως εξήγησε ο Josep Borrell, επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, «θα ήταν καλύτερα να υιοθετήσουμε μια ισχυρή και ουσιαστική θέση με πλειοψηφία, παρά ομοφώνως να υιοθετήσουμε μια αδύναμη θέση με ελάχιστη ουσία». Μια τέτοια αλλαγή θα απαιτούσε την ομόφωνη συμφωνία των κρατών-μελών της ΕΕ -ένα απίθανο αποτέλεσμα αυτή την στιγμή. Ωστόσο, η πανδημία COVID-19 έδωσε νέα ζωή στην γαλλο-γερμανική συμμαχία [5], η οποία υποστηρίζει ιστορικά μια ισχυρότερη ΕΕ. Εάν η ΕΕ, παρεμποδισμένη από το υβριδικό της σύστημα, δεν μπορεί να σφυρηλατήσει μια ισχυρότερη και πιο συνεκτική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική, οι ηγέτες της ΕΕ -ειδικά οι Γάλλοι και οι Γερμανοί- θα κάνουν έκκληση για μεταρρύθμιση πιο ηχηρά από ποτέ.

ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΒΛΕΠΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Η γεωπολιτική αφύπνιση της Ευρώπης δεν έχει προκύψει τελείως από το πουθενά. Καθώς η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας εντατικοποιήθηκε κατά την διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, η Ευρώπη άρχισε να προσαρμόζει προσεκτικά την προσέγγισή της σε έναν κόσμο που ορίζεται όλο και περισσότερο από τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να συζητά την έννοια της «στρατηγικής αυτονομίας» [6], η οποία καλεί την Ευρώπη να υπερασπιστεί την κυριαρχία της και να προωθήσει τα συμφέροντά της ανεξάρτητα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, εν μέσω μιας πανδημίας, η στρατηγική αυτονομία μοιάζει λιγότερο με μια ιδέα για συζήτηση μεταξύ των ηγετών της ΕΕ και περισσότερο σαν μια επείγουσα πολιτική που θα θεσπιστεί. Αντί να κοιτάζουν για παγκόσμια ηγεσία προς έναν Αμερικανό σύμμαχο που έχει γίνει καταχρηστικός υπό τον Τραμπ ή προς μια ολοένα και πιο επιθετική Κίνα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρίσκουν ότι πρέπει να κοιτάξουν προς την Ευρώπη.

Μέρος αυτής της αλλαγής οφείλεται στην καταστροφική αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών στην COVID-19 και στην ταυτόχρονη διάχυση φυλετικών εντάσεων στους δρόμους τους. Η ευρωπαϊκή υποστήριξη στην διατλαντική συμμαχία είχε ήδη διολισθήσει ως αποτέλεσμα των υπερβολών του αμερικανικού «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», της κακοφτιαγμένης εισβολής στο Ιράκ [7] και της οικονομικής κρίσης του 2008. Ωστόσο, οι πρόσφατες αποτυχίες της κυβέρνησης Τραμπ θέτουν βαθύτερα ερωτήματα σχετικά με την βασική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να κυβερνώνται. Οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανησυχούν ότι ακόμα κι αν ο πρώην αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν κερδίσει τον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι τόσο πολύ απασχολημένες με εσωτερικές προκλήσεις ώστε η Ευρώπη ίσως να μην μπορεί να εξαρτάται από την παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ.

Ωστόσο, η μετατόπιση των προοπτικών της Ευρώπης είναι επίσης μια απάντηση στην Κίνα. Η Ευρώπη έβλεπε από καιρό την Κίνα κυρίως μέσω του οικονομικού πρίσματος. Ήλπιζε ότι η ανοικτότητα και το εμπόριο θα οδηγούσαν σε πολιτικό φιλελευθερισμό και ακόμη και σε εκδημοκρατισμό στην Κίνα. Αλλά καθώς η οικονομία της Κίνας άνθιζε, η πολιτική της περιοριζόταν περαιτέρω. Η ανοικτότητα αποδείχθηκε μονόδρομος, προκαλώντας απογοήτευση για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές της Κίνας [8] στην Ευρώπη, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πανδημία έστρεψε αποφασιστικά την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εναντίον της Κίνας. Το Πεκίνο προσπάθησε να συγκαλύψει την προέλευση του ιού, και μόλις πήρε τον έλεγχο της νόσου εγχωρίως, ξεκίνησε μια επιθετική εκστρατεία διπλωματίας του «λύκου πολεμιστή» (“wolf warrior” diplomacy) που ανησύχησε και αποξένωσε τους Ευρωπαίους.

Εάν η αλλαγή των αντιλήψεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας έχει συνυπολογιστεί στην ξαφνική θεληματικότητα της Ευρώπης στην εξωτερική πολιτική, το ίδιο έχουν κάνει και οι αντιλήψεις της Ευρώπης για τον εαυτό της. Η COVID-19 έχει πείσει τις μεγάλες πλειοψηφίες των Ευρωπαίων για την ανάγκη μεγαλύτερης συνεργασίας στην ΕΕ [9]. Αισθανόμενοι την μετατόπιση του λαϊκού αισθήματος, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανέλαβαν δραματική οικονομική δράση. Η Ευρώπη εισέρχεται σε αυτή τη νέα δεκαετία πιο σίγουρη για την ένωσή της και λιγότερο σίγουρη για τους άλλους.

ΕΝΑΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΑΙΩΝΑΣ;

Η ΕΕ δεν θα μετατραπεί σε υπερδύναμη εν μία νυκτί και μπορεί να μην το κάνει ποτέ. Το μεγάλο έργο της οικοδόμησης μιας ομοσπονδιακής ένωσης μπορεί να παραμείνει ένα διαρκές σχέδιο σε εξέλιξη. Η ΕΕ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τεράστιες εσωτερικές προκλήσεις -από λαϊκιστές πολιτικούς [10] και την συνεχιζόμενη ισχύ του έθνους-κράτους, από την οικονομική απόκλιση μεταξύ Βορρά και Νότου, και από ένα εσωτερικό δημοκρατικό έλλειμμα που προκαλεί δικαιολογημένο σκεπτικισμό για τις Βρυξέλλες. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρώπη θα βγει από αυτήν την κρίση ένας ισχυρότερος, πιο ενοποιημένος παγκόσμιος παίκτης.

Αυτά είναι καλά νέα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ευρώπη μπορεί να είναι ένας σημαντικός εταίρος των ΗΠΑ, ειδικά καθώς ο ανταγωνισμός των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα εντείνεται. Η Ουάσιγκτον πρέπει να ενθαρρύνει την άνοδο της Ευρώπης όπου μπορεί. Θα πρέπει επίσης να σταματήσει να εμμένει σε αυτό που λείπει από την Ευρώπη, όπως οι ικανοί στρατοί. Αντ' αυτού, πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτό που έχει η Ευρώπη: ένα αποτελεσματικό διπλωματικό σώμα, τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, και αυξανόμενο παγκόσμιο κύρος. Ο 21ος αιώνας μπορεί να μην είναι ένας ευρωπαϊκός αιώνας, αλλά για να είναι ένας φιλελεύθερος αιώνας, η Ευρώπη θα πρέπει να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο.

Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.