Γιατί η Δύση ανέχεται την Τουρκία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Δύση ανέχεται την Τουρκία

Οι οικονομικοί δεσμοί αναβάλλουν μια αναπόφευκτη σύγκρουση που τροφοδοτείται από τις διαφορές στον πολιτισμό;

Όπως προκύπτει από το γράφημα 2, οι ΗΠΑ και η Γερμανία εμφανίζουν ισχυρούς εξαγωγικούς δεσμούς με την Τουρκία. Πέραν της προφανούς πρόθεσης των ΗΠΑ να κρατηθεί η Τουρκία εντός της ευρω-ατλαντικής συμμαχίας για γεωπολιτικούς λόγους, αλλά και των προσωπικών δεσμών που φαίνεται να υφίστανται ανάμεσα στις οικογένειες των Τραμπ και Ερντογάν, υπάρχει και ένας επιπλέον λόγος δέσμευσης για τον Αμερικανό Πρόεδρο: οι κυριότερες εξαγωγές προς την Τουρκία, εκτός των οπλικών συστημάτων, αφορούν κλάδους παραγωγής που σχετίζονται με τις βασικές «δεξαμενές» ψηφοφόρων του Τραμπ (αγροτικά προϊόντα, χάλυβας, σίδηρος, μηχανολογικοί εξοπλισμοί) [11].

Εκτός αυτού, οι δύο μεγαλύτεροι εξαγωγικοί προμηθευτές της Τουρκίας, είναι η Ρωσία (ενέργεια, αμυντικοί εξοπλισμοί) και η Κίνα (πρώτες ύλες και ηλεκτρο-μηχανολογικά προϊόντα) δημιουργώντας για την Άγκυρα ένα ισχυρό διπλωματικό «πλέγμα προστασίας» πέραν του ΝΑΤΟ. Από το γράφημα 3, προκύπτει ότι τόσο εντός Ευρώπης (Γερμανία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Γαλλία, Ολλανδία) όσο και σε ΗΠΑ και Μέση Ανατολή (Ιράκ, Ισραήλ) η Τουρκία διατηρεί οικονομικά ερείσματα μέσω των εξαγωγών που παρέχει προς τις χώρες αυτές.

Για να αντιληφθούμε καλύτερα τις ισορροπίες που δημιουργούνται σε επίπεδο ΕΕ αλλά και ΗΠΑ, θα ήταν καλό να παρατηρήσουμε πέραν των εμπορικών δεσμών και τις άμεσες ξένες επενδύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στην Τουρκία, καθώς και τους τομείς παραγωγής που αυτές αφορούν:

Γράφημα 4: Οι δέκα χώρες με τις μεγαλύτερες επενδύσεις στην Τουρκία [12]

07092020-5.jpg

Γράφημα 5: Κλάδοι Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στην Τουρκία [13]

07092020-6.jpg

Συνδυάζοντας τα ανωτέρω δύο γραφήματα, κατανοεί κανείς την απροθυμία κάποιων ευρωπαϊκών κρατών και των ΗΠΑ να επιβάλλουν δραστικές οικονομικές κυρώσεις στην Άγκυρα, καθώς αφενός διατηρούν υψηλά επενδυτικά κεφάλαια στην Τουρκία, αφετέρου πολλές από αυτές τις επενδύσεις έχουν πραγματοποιηθεί στον ήδη ασταθή χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας και συνεπώς θα πλήττονταν σοβαρά από την επιβολή τραπεζικών κυρώσεων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο κατάλογος των πιθανών κυρώσεων που συνέταξε η Ε.Ε. στην πρόσφατη άτυπη σύνοδο, κάνει αναφορά σε απαγόρευση δανεισμού της Τουρκίας από κρατικές και όχι από ιδιωτικές ευρωπαϊκές τράπεζες[14].

Είναι προφανές, ότι αν η τουρκική οικονομία καταρρεύσει, θα προκληθούν αλυσιδωτά προβλήματα τόσο στις αναδυόμενες αγορές, όσο και σε μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις που θα έβλεπαν τις εξαγωγές και τις επενδύσεις τους να ζημιώνονται. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σε μια περίοδο όπου οι οικονομικοί ανταγωνισμοί Δύσης και Κίνας αυξάνονται ραγδαία και το 2ο κύμα του κορωνοϊού πλησιάζει απειλητικά, θα αποτελούσε εφιαλτικό σενάριο για την παγκόσμια οικονομία. Συμπερασματικά, όποιος αγνοεί τους οικονομικούς και κατ’ επέκταση πολιτικούς και διπλωματικούς δεσμούς που έχει αναπτύξει η Τουρκία με την Δύση, στοχάζεται εκτός ρεαλιστικής αντίληψης της πραγματικότητας.

ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΔΥΣΗ: O ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ

Αποτελεί, όμως, η οικονομική αλληλεξάρτηση Δύσης και Τουρκίας έναν παράγοντα ικανό να αναβάλλει διαρκώς την ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας; Είναι η προκλητικότητα αυτή εκ μέρους της Τουρκίας, ένα παροδικό φαινόμενο που θα απαλειφθεί όταν ο Ταγίπ Ερντογάν αποχωρήσει από την εξουσία; Ο Ερντογάν συμπληρώνει φέτος 17 έτη στην διακυβέρνηση της Τουρκίας (πρωθυπουργός από το 2003 έως το 2014 και κατόπιν πρόεδρος με αυξημένες πλέον αρμοδιότητες) και έχει συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην ιδεολογική μεταστροφή της τουρκικής κοινωνίας. Ενώ στις απαρχές της καριέρας του αντιμετωπιζόταν ως ένας ελπιδοφόρος πολιτικός που θα μπορούσε να εκσυγχρονίσει οικονομικά και θεσμικά την Τουρκία φέρνοντάς την πιο κοντά στις ευρωπαϊκές αξίες, σταδιακά ριζοσπαστικοποίησε την πολιτική του σε σχέση με τις ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα και κατέστη ο απόλυτος άρχων της Τουρκίας, εξουδετερώνοντας τους αντιπάλους του στην στρατιωτική, στην δικαστική αλλά και στην πολιτική ζωή της χώρας.

Έχοντας ο ίδιος λάβει συντηρητική θρησκευτική παιδεία από μικρή ηλικία, βαθμιαία ξεδίπλωσε στην πολιτική του agenda τα νεο-οθωμανικά του οράματα, μέσω της θεωρητικής συνδρομής του Αχμέτ Νταβούτογλου. Σύμφωνα με αυτά, ο Κεμαλισμός υπήρξε ένα είδος συμβιβασμού με την Δύση, που δεν επέτρεψε στην Τουρκία να αναδείξει τον πλήρη δυναμισμό της και να υιοθετήσει μια πραγματικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, η οποία θα συμβάδιζε με τον ισλαμικό πολιτισμό της και θα την οδηγούσε στην αναβίωση του χαλιφάτου. Επιπλέον, η πολιτική συμμαχία του Ερντογάν και του AKP με τους υπερθνικιστές του MHP, προκάλεσε την απομάκρυνση της Τουρκίας από το Δυτικό στρατόπεδο, μέσω της ιδεολογικής προσέγγισης του «Ευρασιανισμού» που υποστηρίζει την διατήρηση στενότερων διπλωματικών δεσμών με την Κίνα και τη Ρωσία [15].

Όπως επισημαίνει και ο αναλυτής του Baker Institute, Kadir Yildirim, ο Ερντογάν αντλεί πολιτική δύναμη από τις συντηρητικές ισλαμικές μάζες της Τουρκίας, οι οποίες αντιμετωπίζουν κάθε επίθεση προς το πρόσωπό του από ΗΠΑ και ΕΕ ως ένδειξη της «αδέσμευτης» εξωτερικής του πολιτικής. Μέσα από αυτήν την διαδικασία, ο Ερντογάν παρακινείται στην υιοθέτηση μιας ακόμη σκληρότερης ρητορικής κατά της Δύσης, δημιουργώντας έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο εθνικισμού, θρησκευτικού φανατισμού και αντιδυτικισμού εντός της χώρας [16].