Ο νέος φόβος για την Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο νέος φόβος για την Κίνα

Γιατί η Αμερική δεν πρέπει να πανικοβληθεί σχετικά με τον πιο πρόσφατο αμφισβητία της
Περίληψη: 

Η νέα συναίνεση για την Κίνα βασίζεται στον φόβο ότι η χώρα μπορεί κάποια στιγμή να κατακτήσει τον κόσμο. Αλλά υπάρχει λόγος να πιστεύουμε στην αμερικανική ισχύ και τον σκοπό. Ούτε η Σοβιετική Ένωση ούτε η Ιαπωνία κατάφεραν να καταλάβουν τον κόσμο, παρά τους παρόμοιους φόβους σχετικά με την άνοδο τους. Η Κίνα ανεβαίνει, αλλά αντιμετωπίζει μια σειρά εσωτερικών προκλήσεων, από την δημογραφική παρακμή έως τα βουνά του χρέους.

Ο FAREED ZAKARIA είναι ο οικοδεσπότης του «Fareed Zakaria GPS», στο CNN, και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Post-American World.

Τον Φεβρουάριο του 1947, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν, συναντήθηκε με τους ανώτερους συμβούλους του επί της εξωτερικής πολιτικής, τον George Marshall και τον Dean Acheson, και μια χούφτα ηγέτες του Κογκρέσου. Το θέμα ήταν το σχέδιο της διοίκησης να βοηθήσει την ελληνική κυβέρνηση στον αγώνα της ενάντια στην κομμουνιστική εξέγερση. Ο Μάρσαλ και ο Άτσεσον παρουσίασαν την υπόθεσή τους για το σχέδιο. Ο Arthur Vandenberg, πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, άκουσε προσεκτικά και έπειτα προσέφερε την υποστήριξή του με μια προειδοποίηση. «Ο μόνος τρόπος για να πάρεις αυτό που θέλεις», φέρεται να είπε στον πρόεδρο, «είναι να κάνεις μια ομιλία και να κατατρομάξεις την χώρα».

28092020-1.jpg

Επισκέπτες μπροστά από μια φωτογραφία του Xi στο Εκθεσιακό Κέντρο του Πεκίνου, τον Σεπτέμβριο του 2019. Jason Lee / Reuters
------------------------------------------------

Τους επόμενους μήνες, ο Τρούμαν έκανε ακριβώς αυτό. Μετέτρεψε τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα ως δοκιμή της ικανότητας των Ηνωμένων Πολιτειών να αντιμετωπίσουν τον διεθνή κομμουνισμό. Αναθυμούμενος την εκτατική ρητορική του Τρούμαν σχετικά με την παροχή βοήθειας στις δημοκρατίες οπουδήποτε, οποτεδήποτε, ο Άτσεσον ομολόγησε στα απομνημονεύματά του ότι η διοίκηση είχε κάνει ένα επιχείρημα «καθαρότερο από την αλήθεια» (“clearer than truth”).

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σήμερα στην αμερικανική συζήτηση για την Κίνα. Μια νέα συναίνεση, που περιλαμβάνει και τα δύο κόμματα, το στρατιωτικό κατεστημένο και βασικά στοιχεία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, υποστηρίζει ότι η Κίνα αποτελεί πλέον ζωτική απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες τόσο οικονομικά όσο και στρατηγικά, ότι η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα είχε αποτύχει, και ότι η Ουάσινγκτον χρειάζεται μια νέα, πολύ πιο σκληρή στρατηγική για να την ανασχέσει. Αυτή η συναίνεση έχει μετατοπίσει την στάση του κοινού προς μια σχεδόν ενστικτώδη εχθρότητα: Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το 60% των Αμερικανών έχουν τώρα μια δυσμενή άποψη για την Λαϊκή Δημοκρατία, σε ύψος ρεκόρ από τότε που το ερευνητικό κέντρο Pew άρχισε να υποβάλλει την ερώτηση το 2005. Αλλά οι ελίτ της Ουάσιγκτον έκαναν την υπόθεσή τους «καθαρότερα από την αλήθεια». Η φύση της πρόκλησης από την Κίνα είναι διαφορετική και πολύ πιο περίπλοκη από ό, τι απεικονίζει η νέα κινδυνολογία. Στο πιο σημαντικό ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής των επόμενων δεκαετιών, οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζονται για μια δαπανηρή αποτυχία.

Ας είμαστε ξεκάθαροι: Η Κίνα είναι ένα καταπιεστικό καθεστώς που εμπλέκεται σε πλήρως αντιφιλελεύθερες πολιτικές, από την απαγόρευση της ελεύθερης έκφρασης έως την φυλάκιση θρησκευτικών μειονοτήτων. Στα τελευταία πέντε χρόνια, έχει εντείνει τον πολιτικό έλεγχό του και τον οικονομικό κρατισμό του εγχωρίως. Στο εξωτερικό, έχει γίνει ανταγωνιστής και σε ορισμένα μέρη ένας αντίπαλος των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά το βασικό στρατηγικό ερώτημα για τους Αμερικανούς σήμερα είναι: Όντως αυτά τα γεγονότα καθιστούν την Κίνα ζωτική απειλή, και στο βαθμό που το κάνουν, πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή;

Οι συνέπειες από την μεγαλοποίηση της Σοβιετικής απειλής ήταν τεράστιες: Χονδροειδείς εγχώριες καταχρήσεις κατά την εποχή του Μακάρθι˙ μια επικίνδυνη κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών˙ ένας μακρύς, μάταιος και ανεπιτυχής πόλεμος στο Βιετνάμ˙ και αμέτρητες άλλες στρατιωτικές επεμβάσεις σε διάφορες χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Οι συνέπειες του να μην αντιμετωπιστεί η κινεζική πρόκληση σήμερα θα είναι ακόμη πιο μεγάλες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν να σπαταλήσουν τα σκληρά κερδισμένα οφέλη από τέσσερις δεκαετίες συνεργασίας με την Κίνα, ενθαρρύνοντας το Πεκίνο να υιοθετήσει δικές του συγκρουσιακές πολιτικές, και οδηγώντας τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου σε μια επικίνδυνη σύγκρουση άγνωστης κλίμακας και εμβέλειας που θα προκαλέσει αναπόφευκτα δεκαετίες αστάθειας και ανασφάλειας. Ένας ψυχρός πόλεμος με την Κίνα είναι πιθανό να είναι πολύ μακρύτερος και κοστοβόρος από εκείνον με την Σοβιετική Ένωση, με αβέβαιο αποτέλεσμα.

ΜΙΑ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΠΟΥ ΧΑΛΑΣΕ

Ο Χένρι Κίσινγκερ έχει σημειώσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εισέλθει σε όλες τις μεγάλες στρατιωτικές εμπλοκές τους από το 1945 -στην Κορέα, το Βιετνάμ, το Αφγανιστάν και το Ιράκ- με μεγάλο ενθουσιασμό και διακομματική υποστήριξη. «Και τότε, καθώς εξελισσόταν ο πόλεμος», είπε ο Κίσινγκερ, «η εγχώρια υποστήριξη για αυτόν άρχισε να διαλύεται». Σύντομα, όλοι έψαχναν για μια στρατηγική εξόδου.

Για να αποφευχθεί η επανάληψη αυτής της πορείας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αφιερώσουν χρόνο για να εξετάσουν προσεκτικά τις παραδοχές πίσω από τη νέα συναίνεση για την Κίνα. Σε γενικές γραμμές, είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, η δέσμευση απέτυχε επειδή δεν «μεταμόρφωσε την εσωτερική ανάπτυξη και την εξωτερική συμπεριφορά της Κίνας», όπως έγραψαν οι πρώην αξιωματούχοι των ΗΠΑ, Kurt Campbell και Ely Ratner σε αυτές τις σελίδες [1] το 2018. Δεύτερον, η εξωτερική πολιτική του Πεκίνου είναι σήμερα η πιο σημαντική απειλή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και, κατ' επέκταση, στην βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη που δημιούργησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά το 1945. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Mike Pompeo, το έχει προχωρήσει περισσότερο, λέγοντας σε μια ομιλία το 2019 [2] στο Ινστιτούτο Hudson ότι «το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ένα μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα επικεντρωμένο στον αγώνα και την διεθνή κυριαρχία». Και τρίτον, μια πολιτική ενεργής αντιπαράθεσης με την Κίνα θα αντισταθμίσει καλύτερα την απειλή από όσο η συνέχιση της προηγούμενης προσέγγισης.