Ο νέος φόβος για την Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο νέος φόβος για την Κίνα

Γιατί η Αμερική δεν πρέπει να πανικοβληθεί σχετικά με τον πιο πρόσφατο αμφισβητία της

Αυτή η δικομματική συναίνεση έχει διαμορφωθεί ως απάντηση σε σημαντικές, και από πολλές απόψεις ανησυχητικές, αλλαγές στην Κίνα. Από τότε που ο πρόεδρος Xi Jinping έγινε ο ανώτατος κυβερνήτης της χώρας, η οικονομική ελευθέρωση της Κίνας επιβραδύνθηκε και η πολιτική της μεταρρύθμιση –που σε κάθε περίπτωση ήταν περιορισμένη- έχει αντιστραφεί. Το Πεκίνο συνδυάζει τώρα την πολιτική καταστολή με την εθνικιστική προπαγάνδα που παραπέμπει στην εποχή του Μάο. Στο εξωτερικό, η Κίνα είναι πιο φιλόδοξη και θεληματική. Αυτές οι αλλαγές είναι πραγματικές και ανησυχητικές. Αλλά θα πρέπει να μεταβάλλουν την πολιτική των ΗΠΑ;

Η διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής απάντησης απαιτεί να ξεκινήσουμε με μια σαφή κατανόηση της στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών για την Κίνα μέχρι σήμερα. Αυτό που παραβλέπει η νέα συναίνεση είναι ότι στις σχεδόν πέντε δεκαετίες από το άνοιγμα του προέδρου των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, στο Πεκίνο, η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα δεν ήταν ποτέ καθαρά υπέρ της δέσμευσης˙ ήταν ένας συνδυασμός εμπλοκής και αποτροπής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ένταξη της Κίνας στο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα ήταν καλύτερη από το να την έχουν να κάθεται έξω από αυτό, αγανακτισμένη και διασπαστική. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον συνέδεσε αυτήν την προσπάθεια με συνεπή υποστήριξη για άλλες ασιατικές δυνάμεις -συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, της συνέχισης των πωλήσεων όπλων στην Ταϊβάν. Αυτή η προσέγγιση, που μερικές φορές περιγράφεται ως «στρατηγική αντιστάθμισης», εξασφάλισε ότι καθώς η Κίνα ανέβαινε, η δύναμή της ελεγχόταν και οι γείτονές της αισθάνονταν ασφαλείς.

Την δεκαετία του 1990, χωρίς να υπάρχει πλέον σοβιετικός εχθρός, το Πεντάγωνο μείωσε τις δαπάνες, έκλεισε τις βάσεις και μείωσε τον αριθμό των στρατιωτών σε όλο τον κόσμο -εκτός από την Ασία. Η στρατηγική Ασίας-Ειρηνικού του Πενταγώνου το 1995, γνωστή ως Πρωτοβουλία Nye (Nye Initiative), προειδοποιούσε για τις στρατιωτικές φιλοδοξίες της Κίνας και τις φιλοδοξίες της εξωτερικής πολιτικής της και ανακοίνωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μειώσουν την στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή. Αντί γι’ αυτό, τουλάχιστον 100.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί θα παρέμεναν στην Ασία για το ορατό μέλλον. Οι πωλήσεις όπλων στην Ταϊβάν θα συνεχίζονταν προς το συμφέρον της ειρήνης στα στενά της Ταϊβάν -δηλαδή, για να αποτρέψουν το Πεκίνο από την χρήση βίας ενάντια στο αυτοδιοικούμενο νησί, το οποίο η ηπειρωτική κυβέρνηση εκλαμβάνει ως τμήμα της Κίνας.

Αυτή η αντισταθμιστική προσέγγιση διατηρήθηκε από τους προέδρους και των δύο κομμάτων. Η κυβέρνηση Τζορτζ Μπους [του νεώτερου] ανέτρεψε δεκαετίες δικομματικής πολιτικής και αγκάλιασε την Ινδία ως πυρηνική δύναμη, σε μεγάλο βαθμό για να προσθέσει έναν ακόμη έλεγχο στην Κίνα. Υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενέτειναν την αποτροπή, επεκτείνοντας το αποτύπωμά τους στην Ασία με νέες στρατιωτικές συμφωνίες με την Αυστραλία και την Ιαπωνία και καλλιεργώντας μια στενότερη σχέση με το Βιετνάμ. Αυτός ήταν και ο σκοπός της Trans-Pacific Partnership, που είχε ως στόχο να δώσει στις ασιατικές χώρες μια οικονομική πλατφόρμα που θα τους επέτρεπε να αντισταθούν στην κυριαρχία από την κινεζική αγορά. (Η κυβέρνηση Τραμπ αποχώρησε από την συμφωνία στις αρχές του 2017). Ο Ομπάμα αντιμετώπισε προσωπικά τον Σι για την κινεζική κυβερνοκλοπή και έβαλε δασμούς στις εισαγωγές ελαστικών ως αντίποινα στις αθέμιτες εμπορικές πολιτικές της Κίνας.

Το να πούμε ότι η αντιστάθμιση απέτυχε αντικατοπτρίζει μια έλλειψη ιστορικής προοπτικής. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πριν από το άνοιγμα του Νίξον στην Κίνα, το Πεκίνο ήταν το μεγαλύτερο αδίστακτο καθεστώς στον κόσμο. Ο Μάο Τσετούνγκ είχε εμμονή με την ιδέα ότι βρισκόταν στο τιμόνι ενός επαναστατικού κινήματος που θα καταστρέψει τον Δυτικό καπιταλιστικό κόσμο. Δεν υπήρχε μέτρο που να ήταν πολύ ακραίο για αυτή την αιτία -ούτε καν η πυρηνική αποκάλυψη. «Εάν φθάσουμε στο χειρότερο και το ήμισυ της ανθρωπότητας πεθάνει», εξήγησε ο Μάο σε ομιλία του στη Μόσχα το 1957, «το άλλο μισό θα παραμείνει, ενώ ο ιμπεριαλισμός θα ισοπεδωθεί και ολόκληρος ο κόσμος θα γίνει σοσιαλιστικός». Η Κίνα του Μάο χρηματοδότησε και υποκίνησε αντιδυτικές εξεγέρσεις, ανταρτικά κινήματα και ιδεολογικά κινήματα σε όλο τον κόσμο, από την Λατινική Αμερική έως τη Νοτιοανατολική Ασία. Σύμφωνα με μια εκτίμηση [3], το Πεκίνο ξόδεψε μεταξύ 170 και 220 εκατομμυρίων δολαρίων από το 1964 έως το 1985 μόνο στην Αφρική, εκπαιδεύοντας 20.000 μαχητές από τουλάχιστον 19 χώρες.

Συγκριτικά, η σημερινή Κίνα είναι ένα εξαιρετικά υπεύθυνο έθνος στο γεωπολιτικό και στρατιωτικό μέτωπο. Δεν έχει πάει σε πόλεμο από το 1979. Δεν έχει χρησιμοποιήσει θανατηφόρα στρατιωτική δύναμη στο εξωτερικό από το 1988. Ούτε χρηματοδότησε ούτε υποστήριξε πληρεξούσιους ή ένοπλους εξεγερμένους οπουδήποτε στον κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αυτό το ιστορικό μη παρέμβασης είναι μοναδικό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου. Όλα τα άλλα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έχουν χρησιμοποιήσει βία πολλές φορές σε πολλά μέρη τις τελευταίες δεκαετίες -μια λίστα στην οποία, φυσικά, ηγούνται οι Ηνωμένες Πολιτείες.