Η απατηλή υπόσχεση της αλλαγής καθεστώτος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η απατηλή υπόσχεση της αλλαγής καθεστώτος

Γιατί η Ουάσιγκτον συνεχίζει να αποτυγχάνει στη Μέση Ανατολή

Το 2011, η υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ εκδίωξη του Καντάφι και η επακόλουθη κατάρρευση του κράτους της Λιβύης οδήγησαν σε εκτεταμένη βία, επέτρεψε την διασπορά όπλων σε ολόκληρη την περιοχή, επιδείνωσε την αστάθεια στο γειτονικό Τσαντ και το Μάλι και ενίσχυσε την αποφασιστικότητα της Ρωσίας να μην επιτρέψει ξανά στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών να εγκρίνει ψήφισμα που θα διευκόλυνε την αλλαγή καθεστώτος, όπως συνέβη στην περίπτωση της Λιβύης. Οι υποστηρικτές της αλλαγής καθεστώτος στην Λιβύη ήλπιζαν ότι η ανατροπή του Καντάφι θα οδηγούσε άλλους δικτάτορες να συμφωνήσουν να εγκαταλείψουν την εξουσία, αλλιώς να υποστούν τη μοίρα του Καντάφι. Στην πραγματικότητα, η παρέμβαση είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Στην Συρία, για παράδειγμα, ο πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ παρακολουθούσε τον Καντάφι να βασανίζεται άγρια και να δολοφονείται από αντάρτες της Λιβύης και αποφάσισε να πατάξει ακόμη πιο αδίστακτα τους αντιπάλους του, δημιουργώντας ένα άνοιγμα για τους τζιχαντιστές, οι οποίοι στην συνέχεια ξεχύθηκαν στο γειτονικό Ιράκ και υπονόμευσαν την κυβέρνηση εκεί.

Η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων να απομακρύνουν τον Άσαντ με την υποστήριξη των ανταρτών της αντιπολίτευσης αποδείχθηκε ακόμη πιο καταστροφική. Με την Ρωσία και το Ιράν να είναι αποφασισμένοι να κρατήσουν τον Άσαντ στην εξουσία, χρόνια εξωτερικής στρατιωτικής βοήθειας στην συριακή αντιπολίτευση δεν οδήγησαν στην εκδίωξη του Άσαντ όπως είχε προβλεφθεί, αλλά αντίθετα [οδήγησε] στην αντικλιμάκωση από το καθεστώς του και τους ξένους χορηγούς του, πυροδοτώντας έναν φαύλο εμφύλιο πόλεμο, μια ανθρωπιστική τραγωδία, προσφυγικές ροές σε μια κλίμακα που δεν είχε ξαναφανεί μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (όπου οι ίδιες [οι ροές] προκάλεσαν μια λαϊκιστική αντίδραση στην Ευρώπη) [2], και μια έκρηξη του τζιχαντιστικού εξτρεμισμού. Η επιθυμία ανατροπής του δολοφονικού Άσαντ ήταν κατανοητή. Αλλά οι συνέπειες της προσπάθειας και της αποτυχίας να γίνει αυτό -εν μέρει επειδή κανείς δεν είχε την όρεξη να εισβάλει και να καταλάβει την Συρία μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία μετά την καταστροφή του Ιράκ- αποδείχθηκαν χειρότερες από το να μην προσπαθούσαν τίποτα.

Η ΦΥΣΗ ΑΠΕΧΘΑΝΕΤΑΙ ΤΟ ΚΕΝΟ

Η καρδιά του προβλήματος είναι ότι κάθε φορά που καταστρέφεται ένα υπάρχον καθεστώς (ή ακόμα και απλώς αποδυναμώνεται σημαντικά από εξωτερικές δυνάμεις, όπως στην Συρία), αναδύεται ένα κενό πολιτικής και ασφάλειας και ξεκινά μια μάχη εξουσίας. Ελλείψει ασφάλειας, οι άνθρωποι δεν αισθάνονται άλλη εναλλακτική λύση από το να οργανωθούν και να οπλιστούν και να στραφούν σε δίκτυα συγγένειας, φυλές, και θρησκείες για ασφάλεια, επιδεινώνοντας τον σεχταρισμό και τις εσωτερικές αντιπαλότητες και μερικές φορές οδηγώντας σε αιτήματα για απόσχιση. Στη πορεία πριν από μια παρέμβαση, ομάδες με λίγα κοινά [στοιχεία] σχηματίζουν συνασπισμούς ευκολίας. Αλλά μόλις πέσει το καθεστώς, στρέφονται γρήγορα η μια εναντίον της άλλης. Πολύ συχνά, επικρατούν οι πιο ακραίες ή βίαιες ομάδες και παραμερίζονται οι πιο μετριοπαθείς ή ρεαλιστικές δυνάμεις˙ αναπόφευκτα, αυτοί που αποκλείονται από την εξουσία εργάζονται για να υπονομεύσουν εκείνους που την κατέλαβαν. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να καλύψουν το ίδιο το κενό, όπως έκαναν στο Ιράκ και μερικές φορές στο Αφγανιστάν, βρέθηκαν να αποτελούν τον στόχο των ντόπιων και των γειτονικών κρατών που αντιστέκονται στις ξένες παρεμβάσεις, και κατέληξαν να θυσιάσουν χιλιάδες ζωές και να δαπανήσουν τρισεκατομμύρια δολάρια, αλλά και να εξακολουθούν να μην δημιουργούν σταθερότητα.

Το κενό ασφαλείας που δημιουργείται από την αλλαγή του καθεστώτος όχι μόνο δημιουργεί έναν αγώνα για εξουσία εντός των κρατών, αλλά επίσης προκαλεί πάντοτε αδίστακτο ανταγωνισμό μεταξύ των περιφερειακών αντιπάλων. Όταν οι κυβερνήσεις πέφτουν (ή φαίνεται πιθανό να πέσουν), οι περιφερειακές και ακόμη και οι παγκόσμιες δυνάμεις σπεύδουν με χρήματα, όπλα και μερικές φορές με άμεση στρατιωτική ισχύ, να θέσουν τους δικούς τους πληρεξούσιους στην εξουσία και να τραβήξουν την χώρα στην τροχιά τους. Ο επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός [3] της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις, περί την εποχή του πολέμου στο Ιράκ, ότι η επιδίωξη της Ουάσινγκτον για «σταθερότητα εις βάρος της δημοκρατίας» στη Μέση Ανατολή δεν παρήγαγε ούτε τη μια ούτε την άλλη, ήταν γενικώς αληθής. Αποδείχθηκε όμως ότι είχε μια φυσική συνέπεια -ότι η επιδίωξη της δημοκρατίας σε βάρος της σταθερότητας μπορεί να μην παράγει καμία από τις δυο, όμως με ακόμη υψηλότερο κόστος.

Οι Αμερικανοί θέλουν να πιστεύουν ότι οι παρεμβάσεις τους στο εξωτερικό είναι γενναιόδωρες, καλοήθεις, και ευρέως εκτιμώμενες, αλλά αποδεικνύεται ότι ακόμη και όταν βοηθούν για την ανατροπή των μη δημοφιλών καθεστώτων, δεν καλωσορίζονται απαραίτητα ως απελευθερωτές. Πράγματι, ακόμη και εύλογες παρεμβάσεις στη Μέση Ανατολή έχουν συχνά οδηγήσει σε βίαιη αντίσταση. Μετά το πραξικόπημα του 1953 στο Ιράν, η αντιπάθεια απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενδυνάμωση του δικτάτορα σάχη οδήγησε σε έναν τοξικό αντι-αμερικανισμό που διαρκεί μέχρι σήμερα. Στο Αφγανιστάν, όπου η υποψία κατά των ξένων είναι βαθιά, ο Χαμίντ Καρζάι, ο ηγέτης τον οποίον ευνόησε η Ουάσιγκτον μετά την εισβολή του 2001, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από την εντύπωση των Αφγανών ότι τοποθετήθηκε στην εξουσία και ότι υποστηρίχθηκε από ξένους. Σήμερα, το να απαλλαγεί η χώρα από τα κατοχικά αμερικανικά στρατεύματα παραμένει το πιο κεντρικό σύνθημα στις διαδηλώσεις των αντιπολιτευόμενων Ταλιμπάν [4]. Πλέον διαβοήτως, η πρόβλεψη [5] του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Ντικ Τσέινι, ότι τα αμερικανικά στρατεύματα θα «καλωσορίζονταν ως απελευθερωτές» στο Ιράκ αποδείχτηκε εξαιρετικά λανθασμένη και ακολουθήθηκε από χρόνια αιματηρής αντι-αμερικανικής εξέγερσης.