Η απατηλή υπόσχεση της αλλαγής καθεστώτος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η απατηλή υπόσχεση της αλλαγής καθεστώτος

Γιατί η Ουάσιγκτον συνεχίζει να αποτυγχάνει στη Μέση Ανατολή

Από την δεκαετία του 1950, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προσπαθήσει να εκδιώξουν κυβερνήσεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, κατά μέσο όρο μια φορά κάθε δεκαετία. Το έχουν πράξει στο Ιράν, το Αφγανιστάν (δύο φορές), το Ιράκ, την Αίγυπτο, την Λιβύη και την Συρία -μια λίστα που περιλαμβάνει μόνο τις περιπτώσεις στις οποίες η απομάκρυνση των ηγετών μιας χώρας και ο μετασχηματισμός του πολιτικού της συστήματος ήταν οι στόχοι της πολιτικής των ΗΠΑ και η Ουάσιγκτον κατέβαλε παρατεταμένες προσπάθειες για την επίτευξή τους. Τα κίνητρα πίσω από αυτές τις παρεμβάσεις διέφεραν ευρέως, όπως και οι μέθοδοι της Ουάσινγκτον: σε ορισμένες περιπτώσεις υποστηρίζοντας ένα πραξικόπημα, σε άλλες εισβάλλοντας και καταλαμβάνοντας μια χώρα, και σε άλλες βασιζόμενες στην διπλωματία, την ρητορική, και τις κυρώσεις.

13102020-1.jpg

Αμερικανός στρατιώτης στην Kandahar, στο Αφγανιστάν, τον Μάιο του 2012.
Shamil Zhumatov / Reuters
--------------------------------------------------

Όλες αυτές οι προσπάθειες, ωστόσο, έχουν ένα κοινό: απέτυχαν. Σε κάθε περίπτωση, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υπερέβαλαν την απειλή που αντιμετώπιζαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, υποτίμησαν τις προκλήσεις της εκδίωξης ενός καθεστώτος, και αγκάλιασαν τις αισιόδοξες διαβεβαιώσεις εξόριστων ή τοπικών δρώντων με μικρή δύναμη. Σε κάθε περίπτωση εκτός από εκείνη της Συρίας (όπου το καθεστώς κρατήθηκε στην εξουσία), οι Ηνωμένες Πολιτείες δήλωσαν πρόωρα τη νίκη, απέτυχαν να προβλέψουν το χάος που θα προέκυπτε αναπόφευκτα μετά την κατάρρευση του καθεστώτος, και τελικά βρέθηκαν να βαρύνονται τεράστιο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος για τις επερχόμενες δεκαετίες.

Γιατί είναι τόσο δύσκολη η αλλαγή καθεστώτος στη Μέση Ανατολή; Και γιατί οι ηγέτες και οι ειδικοί των ΗΠΑ συνεχίζουν να πιστεύουν ότι μπορούν να την κάνουν σωστά; Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, και είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι σε κάθε περίπτωση, οι εναλλακτικές λύσεις στην αλλαγή καθεστώτος δεν ήταν ελκυστικές. Αλλά καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ μελετούν τις προκλήσεις της αντιμετώπισης αυτής της ενοχλητικής περιοχής, θα πρέπει να δουν τα μοτίβα της αυταπάτης και της εσφαλμένης κρίσης που έχουν κάνει ξανά και ξανά την αλλαγή καθεστώτος τόσο δελεαστική -και, τελικά, τόσο καταστροφική.

ΜΠΟΥΜΕΡΑΝΓΚ

Το 2011, καθώς οι ανώτεροι αξιωματούχοι συζητούσαν εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική ισχύ εναντίον του Λίβυου κυβερνήτη Μουαμάρ αλ-Καντάφι, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Γκέιτς, -το πιο έμπειρο μέλος της ομάδας εθνικής ασφάλειας του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα- υπενθύμισε [1] στους συναδέλφους του ότι «όταν ξεκινάς έναν πόλεμο δεν ξέρεις ποτέ πώς θα πάει». Η προειδοποίηση του Γκέιτς ήταν μετριοπαθής: σε κάθε περίπτωση, όσο προσεκτικά κι αν ήταν προετοιμασμένη, η αλλαγή καθεστώτος στη Μέση Ανατολή είχε απρόβλεπτες και ανεπιθύμητες συνέπειες. Ίσως το πιο δυνατό παράδειγμα αυτού του φαινομένου ήταν η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, όταν η Ουάσιγκτον τερμάτισε την διακυβέρνηση του Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά επίσης ενδυνάμωσε ακούσια το Ιράν, τροφοδότησε τον τζιχαντισμό, απέδειξε σε δικτάτορες σε όλο τον κόσμο την πιθανή αξία της κατοχής πυρηνικών όπλων (για να αποτρέψουν τέτοιες εισβολές) , αύξησε τις αμφιβολίες σε όλο τον κόσμο για την καλή προαίρεση της αμερικανικής ισχύος, και δυσαρέστησε το αμερικανικό κοινό για τις στρατιωτικές επεμβάσεις για τις επόμενες δεκαετίες.

Το Ιράκ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ακραίο [παράδειγμα]: σε κάθε άλλη περίπτωση, οι σημαντικότερες συνέπειες ήταν οι ακούσιες. Στο Ιράν το 1953, η CIA βοήθησε να εκδιώξει τον ευερέθιστο εθνικιστή πρωθυπουργό Mohammad Mosaddeq, ελπίζοντας ότι με τον Mosaddeq έξω από την εικόνα, ο Ιρανός σάχης, Mohammad Reza Pahlavi, θα ήταν ένας πιο αξιόπιστος περιφερειακός σύμμαχος και θα κρατούσε το Ιράν έξω από το σοβιετικό στρατόπεδο. Ωστόσο, η μπαρόκ διαφθορά και η σκληρή καταστολή του σάχη –ενθαρρυμένη από τους ευεργέτες του στις ΗΠΑ- οδήγησαν τελικά στην επανάσταση του 1979, η οποία έφερε στην εξουσία ένα έντονα αντι-αμερικανικό ισλαμικό καθεστώς που έχει υποστηρίξει την τρομοκρατία και έχει αποσταθεροποιήσει την περιοχή έκτοτε. Στο Αφγανιστάν την δεκαετία του 1980, η υποστήριξη των ΗΠΑ προς τους ισλαμιστές μουτζαχεντίν βοήθησε να υπονομευθεί η Σοβιετική Ένωση, αλλά συνέβαλε επίσης σε μια δεκαετία χάους, εμφύλιου πολέμου, στην άνοδο της βάναυσης κυβέρνησης των Ταλιμπάν, ενός ενδυναμωμένου παγκόσμιου τζιχαντιστικού κινήματος -και, τελικά, σε μια άλλη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου το 2001, οι οποίες σχεδιάστηκαν από τρομοκράτες της Αλ Κάιντα με έδρα το Αφγανιστάν. Μετά από μια λαϊκή εξέγερση στην Αίγυπτο το 2011, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν την διπλωματική τους μόχλευση για να βοηθήσουν να τερματιστεί η δεκαετιών καταπιεστική διακυβέρνηση του Χόσνι Μουμπάρακ. Ωστόσο, η κατάσταση επιδεινώθηκε τα χρόνια που ακολούθησαν. Το 2012, οι εκλογές έφεραν στην εξουσία μια υπέρ των αποκλεισμών ισλαμική κυβέρνηση. Την επόμενη χρονιά, αυτή η κυβέρνηση ανατράπηκε βίαια και αντικαταστάθηκε από ένα νέο στρατιωτικό καθεστώς με επικεφαλής τον στρατηγό Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, το οποίο αποδείχθηκε ακόμη πιο καταπιεστικό από εκείνο του Μουμπάρακ.

Το 2011, η υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ εκδίωξη του Καντάφι και η επακόλουθη κατάρρευση του κράτους της Λιβύης οδήγησαν σε εκτεταμένη βία, επέτρεψε την διασπορά όπλων σε ολόκληρη την περιοχή, επιδείνωσε την αστάθεια στο γειτονικό Τσαντ και το Μάλι και ενίσχυσε την αποφασιστικότητα της Ρωσίας να μην επιτρέψει ξανά στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών να εγκρίνει ψήφισμα που θα διευκόλυνε την αλλαγή καθεστώτος, όπως συνέβη στην περίπτωση της Λιβύης. Οι υποστηρικτές της αλλαγής καθεστώτος στην Λιβύη ήλπιζαν ότι η ανατροπή του Καντάφι θα οδηγούσε άλλους δικτάτορες να συμφωνήσουν να εγκαταλείψουν την εξουσία, αλλιώς να υποστούν τη μοίρα του Καντάφι. Στην πραγματικότητα, η παρέμβαση είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Στην Συρία, για παράδειγμα, ο πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ παρακολουθούσε τον Καντάφι να βασανίζεται άγρια και να δολοφονείται από αντάρτες της Λιβύης και αποφάσισε να πατάξει ακόμη πιο αδίστακτα τους αντιπάλους του, δημιουργώντας ένα άνοιγμα για τους τζιχαντιστές, οι οποίοι στην συνέχεια ξεχύθηκαν στο γειτονικό Ιράκ και υπονόμευσαν την κυβέρνηση εκεί.

Η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων να απομακρύνουν τον Άσαντ με την υποστήριξη των ανταρτών της αντιπολίτευσης αποδείχθηκε ακόμη πιο καταστροφική. Με την Ρωσία και το Ιράν να είναι αποφασισμένοι να κρατήσουν τον Άσαντ στην εξουσία, χρόνια εξωτερικής στρατιωτικής βοήθειας στην συριακή αντιπολίτευση δεν οδήγησαν στην εκδίωξη του Άσαντ όπως είχε προβλεφθεί, αλλά αντίθετα [οδήγησε] στην αντικλιμάκωση από το καθεστώς του και τους ξένους χορηγούς του, πυροδοτώντας έναν φαύλο εμφύλιο πόλεμο, μια ανθρωπιστική τραγωδία, προσφυγικές ροές σε μια κλίμακα που δεν είχε ξαναφανεί μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (όπου οι ίδιες [οι ροές] προκάλεσαν μια λαϊκιστική αντίδραση στην Ευρώπη) [2], και μια έκρηξη του τζιχαντιστικού εξτρεμισμού. Η επιθυμία ανατροπής του δολοφονικού Άσαντ ήταν κατανοητή. Αλλά οι συνέπειες της προσπάθειας και της αποτυχίας να γίνει αυτό -εν μέρει επειδή κανείς δεν είχε την όρεξη να εισβάλει και να καταλάβει την Συρία μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία μετά την καταστροφή του Ιράκ- αποδείχθηκαν χειρότερες από το να μην προσπαθούσαν τίποτα.

Η ΦΥΣΗ ΑΠΕΧΘΑΝΕΤΑΙ ΤΟ ΚΕΝΟ

Η καρδιά του προβλήματος είναι ότι κάθε φορά που καταστρέφεται ένα υπάρχον καθεστώς (ή ακόμα και απλώς αποδυναμώνεται σημαντικά από εξωτερικές δυνάμεις, όπως στην Συρία), αναδύεται ένα κενό πολιτικής και ασφάλειας και ξεκινά μια μάχη εξουσίας. Ελλείψει ασφάλειας, οι άνθρωποι δεν αισθάνονται άλλη εναλλακτική λύση από το να οργανωθούν και να οπλιστούν και να στραφούν σε δίκτυα συγγένειας, φυλές, και θρησκείες για ασφάλεια, επιδεινώνοντας τον σεχταρισμό και τις εσωτερικές αντιπαλότητες και μερικές φορές οδηγώντας σε αιτήματα για απόσχιση. Στη πορεία πριν από μια παρέμβαση, ομάδες με λίγα κοινά [στοιχεία] σχηματίζουν συνασπισμούς ευκολίας. Αλλά μόλις πέσει το καθεστώς, στρέφονται γρήγορα η μια εναντίον της άλλης. Πολύ συχνά, επικρατούν οι πιο ακραίες ή βίαιες ομάδες και παραμερίζονται οι πιο μετριοπαθείς ή ρεαλιστικές δυνάμεις˙ αναπόφευκτα, αυτοί που αποκλείονται από την εξουσία εργάζονται για να υπονομεύσουν εκείνους που την κατέλαβαν. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να καλύψουν το ίδιο το κενό, όπως έκαναν στο Ιράκ και μερικές φορές στο Αφγανιστάν, βρέθηκαν να αποτελούν τον στόχο των ντόπιων και των γειτονικών κρατών που αντιστέκονται στις ξένες παρεμβάσεις, και κατέληξαν να θυσιάσουν χιλιάδες ζωές και να δαπανήσουν τρισεκατομμύρια δολάρια, αλλά και να εξακολουθούν να μην δημιουργούν σταθερότητα.

Το κενό ασφαλείας που δημιουργείται από την αλλαγή του καθεστώτος όχι μόνο δημιουργεί έναν αγώνα για εξουσία εντός των κρατών, αλλά επίσης προκαλεί πάντοτε αδίστακτο ανταγωνισμό μεταξύ των περιφερειακών αντιπάλων. Όταν οι κυβερνήσεις πέφτουν (ή φαίνεται πιθανό να πέσουν), οι περιφερειακές και ακόμη και οι παγκόσμιες δυνάμεις σπεύδουν με χρήματα, όπλα και μερικές φορές με άμεση στρατιωτική ισχύ, να θέσουν τους δικούς τους πληρεξούσιους στην εξουσία και να τραβήξουν την χώρα στην τροχιά τους. Ο επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός [3] της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις, περί την εποχή του πολέμου στο Ιράκ, ότι η επιδίωξη της Ουάσινγκτον για «σταθερότητα εις βάρος της δημοκρατίας» στη Μέση Ανατολή δεν παρήγαγε ούτε τη μια ούτε την άλλη, ήταν γενικώς αληθής. Αποδείχθηκε όμως ότι είχε μια φυσική συνέπεια -ότι η επιδίωξη της δημοκρατίας σε βάρος της σταθερότητας μπορεί να μην παράγει καμία από τις δυο, όμως με ακόμη υψηλότερο κόστος.

Οι Αμερικανοί θέλουν να πιστεύουν ότι οι παρεμβάσεις τους στο εξωτερικό είναι γενναιόδωρες, καλοήθεις, και ευρέως εκτιμώμενες, αλλά αποδεικνύεται ότι ακόμη και όταν βοηθούν για την ανατροπή των μη δημοφιλών καθεστώτων, δεν καλωσορίζονται απαραίτητα ως απελευθερωτές. Πράγματι, ακόμη και εύλογες παρεμβάσεις στη Μέση Ανατολή έχουν συχνά οδηγήσει σε βίαιη αντίσταση. Μετά το πραξικόπημα του 1953 στο Ιράν, η αντιπάθεια απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενδυνάμωση του δικτάτορα σάχη οδήγησε σε έναν τοξικό αντι-αμερικανισμό που διαρκεί μέχρι σήμερα. Στο Αφγανιστάν, όπου η υποψία κατά των ξένων είναι βαθιά, ο Χαμίντ Καρζάι, ο ηγέτης τον οποίον ευνόησε η Ουάσιγκτον μετά την εισβολή του 2001, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από την εντύπωση των Αφγανών ότι τοποθετήθηκε στην εξουσία και ότι υποστηρίχθηκε από ξένους. Σήμερα, το να απαλλαγεί η χώρα από τα κατοχικά αμερικανικά στρατεύματα παραμένει το πιο κεντρικό σύνθημα στις διαδηλώσεις των αντιπολιτευόμενων Ταλιμπάν [4]. Πλέον διαβοήτως, η πρόβλεψη [5] του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Ντικ Τσέινι, ότι τα αμερικανικά στρατεύματα θα «καλωσορίζονταν ως απελευθερωτές» στο Ιράκ αποδείχτηκε εξαιρετικά λανθασμένη και ακολουθήθηκε από χρόνια αιματηρής αντι-αμερικανικής εξέγερσης.

Ακόμη και οι φερόμενοι ως φιλικοί ηγέτες που είχαν τοποθετηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ενεργούσαν πάντα σύμφωνα με τις επιθυμίες της Ουάσιγκτον. Εξάλλου, έχουν να ανησυχούν για τα τοπικά τους συμφέροντα και συχνά πρέπει να αντισταθούν στις εξωτερικές δυνάμεις για να ενισχύσουν τη νομιμοποίησή τους. Συχνά, έχουν αψηφήσει την Ουάσιγκτον σε μια σειρά εσωτερικών και διεθνών ζητημάτων, γνωρίζοντας ότι οι Αμερικανοί υποστηρικτές τους δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν να τους υποστηρίζουν. Και μακράν του να ασκούν θετική επιρροή σε αυτούς τους ηγέτες και να βοηθούν τις Ηνωμένες Πολιτείες να ξεπεράσουν αυτές τις προκλήσεις, πολλοί περιφερειακοί και παγκόσμιοι παράγοντες κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Για δεκαετίες, το Πακιστάν είχε βοηθήσει να ματαιωθούν οι προσπάθειες των ΗΠΑ για σταθεροποίηση του Αφγανιστάν. Το Ιράν υπονόμευσε τις προσπάθειες των ΗΠΑ στο Ιράκ υποστηρίζοντας βίαιες σιιτικές πολιτοφυλακές. Η Λιβύη διαλύθηκε από ανταγωνιστικές εξωτερικές δυνάμεις που υποστηρίζουν αντίπαλους πληρεξούσιους. Και στην Συρία, η Ρωσία και το Ιράν -αποφασισμένοι να υπονομεύσουν την υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ αλλαγή καθεστώτος εν μέρει μήπως οι Αμερικανοί έχουν την ιδέα να το δοκιμάσουν μια μέρα στη Μόσχα ή την Τεχεράνη- ανταποκρίθηκαν σε κάθε κλιμάκωση από τις ΗΠΑ με μια αντίθετη κλιμάκωση. Αυτοί οι περιφερειακοί «χαλαστές» πετυχαίνουν συχνά επειδή έχουν περισσότερη τοπική επιρροή και διακυβεύουν περισσότερα από όσα οι Ηνωμένες Πολιτείες, και είναι πολύ πιο εύκολο να προκαλέσουν χάος παρά να το αποτρέψουν.

Οι πιο πρόσφατες επεμβάσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή επιδίωξαν να αντικαταστήσουν αυταρχικά καθεστώτα με δημοκρατικές κυβερνήσεις. Αλλά ακόμη και αν αυτές οι ενέργειες είχαν αποφύγει με κάποιο τρόπο τις παγίδες που δημιουργούνται από κενά ασφαλείας, λαϊκή αντίσταση, και αναξιόπιστους πληρεξούσιους, θα ήταν απίθανο να οδηγηθούν σε νέες δημοκρατίες. Αν και δεν υπάρχουν σαφείς συνταγές για την δημοκρατική ανάπτυξη, η εκτεταμένη επιστημονική έρευνα [6] υποδηλώνει ότι τα κύρια συστατικά περιλαμβάνουν υψηλό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης˙ σημαντική εθνική, πολιτική και πολιτιστική ομοιογένεια (ή τουλάχιστον ένα κοινό εθνικό αφήγημα)˙ και την προηγούμενη ύπαρξη δημοκρατικών κανόνων, πρακτικών και θεσμών. Δυστυχώς, τα κράτη της σύγχρονης Μέσης Ανατολής δεν διαθέτουν κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά. Τίποτε από αυτά δεν σημαίνει ότι η δημοκρατία είναι αδύνατη εκεί ή ότι η προώθηση της δημοκρατίας δεν πρέπει να αποτελεί μια αμερικανική φιλοδοξία. Ωστόσο, υποδηλώνει ότι η επιδίωξη της αλλαγής καθεστώτος στη Μέση Ανατολή με την ελπίδα ότι κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε δημοκρατική ανάπτυξη είναι ευσεβής πόθος σε ακραίο βαθμό.

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΚΛΗΡΟ ΤΡΟΠΟ

Η βαθιά αμερικανική επιθυμία να επιλύσει τα προβλήματα στη Μέση Ανατολή είναι από πολλές απόψεις αξιότιμη, αλλά μπορεί να είναι και επικίνδυνη. Η σκληρή πραγματικότητα -που αποδεικνύεται από δεκαετίες οδυνηρής εμπειρίας στην περιοχή- είναι ότι υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που δεν μπορούν να λυθούν εντελώς, και η προσπάθεια να επιλυθούν μερικές φορές κάνει τα πράγματα χειρότερα.

Μέρος του προβλήματος είναι ότι οι υπεύθυνοι χάραξης της πολιτικής των ΗΠΑ συχνά δεν έχουν μια βαθιά κατανόηση των εν λόγω χωρών, κάτι που τους καθιστά ευάλωτους σε χειραγώγηση από πλευρές με δικά τους συμφέροντα. Το πιο διάσημο παράδειγμα είναι ο Ιρακινός εξόριστος Ahmed Chalabi, ο οποίος βοήθησε να πεισθούν ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τζορτζ Μπους ότι το Ιράκ είχε όπλα μαζικής καταστροφής και ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ θα καλωσορίζονταν ως απελευθερωτές στο Ιράκ. Χρόνια μετά την εισβολή, οι ιρακινές Αρχές συνέλαβαν τον Τσαλαμπί με την κατηγορία της πλαστογραφίας και υποστηρίχθηκε ότι εργαζόταν για την προώθηση των συμφερόντων του Ιράν. Παρόμοια σενάρια διαδραματίστηκαν στην Λιβύη, την Συρία και αλλού, όπου ακόμη και καλοπροαίρετοι εξόριστοι είπαν στους Αμερικανούς και σε άλλους αυτά που [οι Αμερικανοί] ήθελαν να ακούσουν, ώστε να κερδίσουν την υποστήριξη της πιο ισχυρής χώρας του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, αυτό οδήγησε σε τεραστίως λανθασμένους υπολογισμούς σχετικά με το τι θα συνέβαινε μετά την επέμβαση των ΗΠΑ, σχεδόν πάντα προς την κατεύθυνση της υπερβολικής αισιοδοξίας.

Οι Αμερικανοί συνεχίζουν επίσης να θέτουν την ελπίδα πάνω από την εμπειρία όσον αφορά την πολιτική της Μέσης Ανατολής, λόγω της επίμονης τάσης να υποτιμούν τον βαθμό των πόρων και της δέσμευσης που θα χρειαστεί για να απαλλαγούν από ένα εχθρικό καθεστώς και να σταθεροποιήσουν την κατάσταση μόλις αυτό πάψει να υπάρχει. Αλλά πολλές δεκαετίες εμπειρίας δείχνουν ότι τα αυταρχικά καθεστώτα δεν παραιτούνται ποτέ από την εξουσία απέναντι μόνο σε οικονομικές κυρώσεις [7] (που πλήττουν τον λαό περισσότερο από την ηγεσία) ή ακόμη και όταν αντιμετωπίζουν μέτριες ποσότητες στρατιωτικής βίας. Πολλοί κυβερνώντες της Μέσης Ανατολής ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν ακόμη και να χάσουν την ζωή τους παρά να εγκαταλείψουν την εξουσία τους εθελοντικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να απαλλαγούν από αυτούς τους ηγέτες, πρέπει να υπερβούν κατά πολύ τα μέτρα χαμηλού κόστους που συχνά προτείνουν οι υποστηρικτές της αλλαγής καθεστώτος, όπως η εφαρμογή ζωνών απαγόρευσης πτήσεων, η έναρξη αεροπορικών επιθέσεων και η παροχή όπλων στην αντιπολίτευση. Αντίθετα, απαιτούνται σημαντικές στρατιωτικές αποστολές των ΗΠΑ για την απομάκρυνση τέτοιων ηγετών, και ακόμη και μετά την αποχώρησή τους, αποδεικνύεται πάντα πολύ πιο δαπανηρό να αντιμετωπιστούν τα επακόλουθα από όσο προτείνουν οι υποστηρικτές της αλλαγής καθεστώτος. Και παρόλο που αξιωματούχοι στην Ουάσινγκτον συχνά υποθέτουν ότι περιφερειακοί ή διεθνείς εταίροι θα βοηθήσουν να αντιμετωπιστούν τα βάρη και θα αναλάβουν το κόστος της αλλαγής καθεστώτος, αυτό σπάνια συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Μερικά από αυτά τα προβλήματα θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν εάν η αφοσίωση, η υπομονή και η επιμονή του αμερικανικού κοινού ήταν άπειρες, αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Ειδικά επειδή οι ηγέτες των ΗΠΑ και οι υποστηρικτές της αλλαγής καθεστώτος σπάνια αναγνωρίζουν το πιθανό βαρύ κόστος καθώς χτίζουν την υπόθεση για δράση, μόλις περάσει η άμεση κρίση και οι αντιλήψεις του κοινού σχετικά με τις άμεσες απειλές υποβαθμίζονται, η δημόσια υποστήριξη φθίνει. Οι περισσότεροι Αμερικανοί υποστήριξαν αρχικά τις εισβολές τόσο του Αφγανιστάν όσο και του Ιράκ. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, οι πλειοψηφίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι και οι δύο παρεμβάσεις ήταν λάθος. Και δεν υπήρξε σχεδόν καμία δημόσια υποστήριξη ποτέ για παρέμβαση ή ειρηνευτική επιχείρηση στην Λιβύη και την Συρία. Σε κάθε περίπτωση, καθώς διογκώνονταν τα προβλήματα και αυξάνονταν οι δαπάνες, η δημόσια υποστήριξη που απαιτείτο για την επιτυχία εξαφανίστηκε.

ΑΠΛΩΣ ΠΕΣ ΟΧΙ

Στο μέλλον, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η μαζική τρομοκρατία, η γενοκτονία, μια άμεση επίθεση εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, ή μια χώρα που χρησιμοποιεί ή διασπείρει πυρηνικά όπλα θα καταστήσει τα οφέλη της κατάργησης ενός απειλητικού καθεστώτος περισσότερα του κόστους. Αλλά αν η ιστορία αποτελεί κάποιον οδηγό, τέτοιες περιπτώσεις θα είναι σπάνιες έως ανύπαρκτες. Και ακόμη και όπου υπάρχουν, απαιτούν προσοχή, ταπεινότητα, και ειλικρίνεια σχετικά με το πιθανό κόστος και τις συνέπειες.

Η αλλαγή καθεστώτος θα δελεάζει πάντα την Ουάσιγκτον. Εφόσον υπάρχουν κράτη που απειλούν τα αμερικανικά συμφέροντα και κακομεταχειρίζονται τον λαό τους, οι ηγέτες και οι αυθεντίες των ΗΠΑ θα προσελκύονται περιοδικά από την ιδέα ότι οι Αμερικανοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν την απαράμιλλη στρατιωτική, διπλωματική και οικονομική τους ισχύ για να απαλλαγούν από τα κακά καθεστώτα και να τα αντικαταστήσουν με καλύτερα. Η μακρά, ποικίλη, και τραγική ιστορία των υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ αλλαγών καθεστώτος στη Μέση Ανατολή, ωστόσο, υποδηλώνει ότι τέτοιοι πειρασμοί -όπως οι περισσότερες γρήγορες επιδιορθώσεις στην ζωή και στην πολιτική- πρέπει να τύχουν αντίστασης. Την επόμενη φορά που οι ηγέτες των ΗΠΑ θα προτείνουν παρέμβαση στην περιοχή για να ανατρέψουν ένα εχθρικό καθεστώς, θα πρέπει να υποτεθεί με ασφάλεια ότι μια τέτοια επιχείρηση θα είναι λιγότερο επιτυχημένη, πιο δαπανηρή, και πιο φορτωμένη με ακούσιες συνέπειες από όσο συνειδητοποιούν ή παραδέχονται οι υποστηρικτές της. Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον, δεν ήταν ποτέ το αντίστροφο.

Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2020-10-07/false-pro...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Duty-Memoirs-Secretary-at-War/dp/030794963X
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2016-06-03/rise-populism-...
[3] https://2001-2009.state.gov/secretary/rm/2005/48328.htm
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2020-02-10/how-good-...
[5] https://www.amazon.com/Assassins-Gate-America-Iraq/dp/0374530556
[6] https://www.mitpressjournals.org/doi/abs/10.1162/ISEC_a_00117#.WL8v71UrKUk
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2019-04-29/sanctio...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition