Υπνοβατώντας προς τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Υπνοβατώντας προς τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο

Η επικίνδυνη στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής από τον Trump

Το αποτέλεσμα είναι ότι οι αξιωματικοί του στρατού έχουν αναπτύξει και θεσπίσει πολιτική για τον Υπουργό Άμυνας –τέτοια που δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα τις προτεραιότητες των πολιτικών στην κυβέρνηση. Πράγματι, η δικομματική Επιτροπή Εθνικής Στρατηγικής Άμυνας (National Defense Strategy Commission ) σημείωσε [3] τον Νοέμβριο του 2018 ότι «υπάρχει ανισορροπία στις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις σε κρίσιμα ζητήματα ανάπτυξης και εφαρμογής στρατηγικής. Οι πολιτικές φωνές εμφανίζονται σχετικά σιγασθείσες για θέματα που βρίσκονται στο κέντρο της πολιτικής άμυνας και εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ».

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Οι αξιωματικοί του στρατού και οι πολίτες βλέπουν τις εξωτερικές υποθέσεις διαφορετικά. Οι στρατιωτικοί τείνουν να υποθέτουν τις χειρότερες προθέσεις και ικανότητες για να είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για πιθανές απειλές. Όταν καλούνται να δράσουν, προτιμούν συχνά λύσεις που τους επιτρέπουν να βρεθούν στην επίθεση. Όταν οι πολιτικοί χάνουν την φωνή τους στην διαδικασία, οι στρατιωτικές προτιμήσεις διαμορφώνουν την στρατηγική ασφάλειας με τρόπους που αντικατοπτρίζουν αυτές τις θεσμικές προκαταλήψεις υπέρ της δράσης και της αντιπαράθεσης. Και καθώς ο πολιτικός έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ έχει μειωθεί, αυτές οι προτιμήσεις κυριαρχούν όλο και περισσότερο στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Έτσι, η τρέχουσα ανισορροπία στις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις οδήγησε σε μια εξωτερική πολιτική που έχει αυξήσει τις διεθνείς εντάσεις, έκλεισε τους δρόμους για παραγωγική διπλωματία και αύξησε τον κίνδυνο ακούσιας κλιμάκωσης ή ακόμη και τυχαίου πολέμου.

Ο Mattis και ο McMaster συνέγραψαν αρχικά την Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών του 2017 και την Στρατηγική Εθνικής Άμυνας του 2018 [4]. Αυτά τα έγγραφα καθόριζαν την ασφάλεια σχεδόν αποκλειστικά όσον αφορά τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων και τους κρατικούς δρώντες, τονίζοντας ιδίως την απειλή από την Κίνα. Οι στρατηγικές αυτές προσεγγίζουν σε μεγάλο βαθμό τον κόσμο ως έναν μηδενικού αθροίσματος ανταγωνισμό στον οποίο η διατήρηση ενός πλεονεκτήματος έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την συνεργασία για αμοιβαίο όφελος.

Η τρέχουσα αμερικανική στρατηγική επομένως φιλτράρει την έννοια του μεταβαλλόμενου γεωπολιτικού περιβάλλοντος σχεδόν αποκλειστικά μέσω στρατιωτικών αντιλήψεων σχετικά με τις απειλές. Σε περίπτωση πολέμου με την Κίνα ή την Ρωσία, ο στρατός θα αντιμετώπιζε ένα τρομακτικό έργο στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας ή στα κράτη της Βαλτικής. Το ένστικτό του, λοιπόν, είναι να αναπτύξει τις στρατηγικές και να χτίσει τις δυνατότητες που είναι πολύ πιθανό να κερδίσουν μια τέτοια αντιπαράθεση με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.

Αλλά αυτές οι στρατηγικές μπορούν να έχουν επικίνδυνες συνέπειες. Με την έμφασή τους στις «παγκόσμια ενσωματωμένες επιχειρήσεις» (“globally integrated operations”), οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές αναπτύσσουν στρατιωτικές στρατηγικές αντιποίνων που δίνουν έμφαση στην ταχύτητα και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε γρήγορη κλιμάκωση, ουσιαστικά περιορίζοντας τις επιλογές των πολιτικών οργάνων όπως το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο (North Atlantic Council) [5] σε περίπτωση σύγκρουσης. Και με το να χαρακτηρίζουν επισήμως την Κίνα ως «ρεβιζιονιστικό» κράτος, οι Mattis και McMaster συμπεραίνουν την εχθρότητά του, αναγκάζοντας τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων να ξεκινούν από την υπόθεση ότι οι διπλωματικές προσεγγίσεις είναι μη παραγωγικές και η προληπτική δράση είναι ο μόνος τρόπος για να συγκρατηθούν οι φιλοδοξίες της Κίνας.

Οι στρατιωτικοί ηγέτες χρειάζονται πολιτική συμβολή προκειμένου να μετριάσουν αυτούς τους κινδύνους. Οι στρατιωτικές επιχειρησιακές προτιμήσεις ευνοούν την επιθετική δράση -οι πολιτικοί αξιωματούχοι είναι σε καλύτερη θέση να διατυπώσουν τις παγίδες μιας τέτοιας προσέγγισης, ώστε η ανησυχία για έναν πόλεμο μεγάλων δυνάμεων να μην γίνει μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Ο στρατός φυσικά επιδιώκει να εκσυγχρονίζεται και να αποκτά νέα οπλικά συστήματα. Σε απάντηση αυτής της επιθυμίας, η κυβέρνηση Τραμπ αποχώρησε από τουλάχιστον τρεις σημαντικές συμφωνίες ελέγχου όπλων και φαίνεται απίθανο να ανανεώσει τη νέα συμφωνία START με την Ρωσία. Αλλά χωρίς τον έλεγχο των εξοπλισμών, οι Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο κινδυνεύουν να πυροδοτήσουν κούρσες εξοπλισμών, αλλά επίσης χάνουν την διαφάνεια στα συστήματα, τις δυνατότητες, και τις προθέσεις των αντιπάλων τους. Οι υπεύθυνοι για την λήψη αποφάσεων πρέπει στην συνέχεια να υιοθετήσουν τις χειρότερες υποθέσεις του στρατού στην περίπτωση μιας κρίσης, και είναι πιθανό να υπολογίσουν εσφαλμένα.

Η προτεραιότητα του στρατού να αναζητά όλο και πιο θανατηφόρα και σύγχρονα όπλα αυξάνει τους κινδύνους της χρήσης και της διάδοσης των πυρηνικών. Η ανασκόπηση της πυρηνικής στάσης του 2018 (2018 Nuclear Posture Review) υποστήριξε την ανάπτυξη και την παράταξη πυρηνικών όπλων χαμηλής απόδοσης (low-yield nuclear weapons) ως απάντηση στην υποτιθέμενη πρόθεση της Ρωσίας να χρησιμοποιήσει περιορισμένες πυρηνικές επιθέσεις σε περιφερειακές συγκρούσεις. Αλλά με το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα ειδικά σχεδιασμένα για χρήση σε πολύ ευρύτερες συνθήκες από όσο του τρέχοντα καταλόγου, ο στρατός ουσιαστικά έχει μειώσει το κατώφλι για την χρήση πυρηνικών όπλων -γεγονός που δεν διέφυγε από τους ηγέτες του Κογκρέσου κατά τις ακροάσεις τους σχετικά με το έγγραφο.