Η διπλωματία της πανδημίας… | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διπλωματία της πανδημίας…

…και οι τάσεις επαναπροσδιορισμού των κρατικών αφηγημάτων*

Εφόσον η υγεία συνιστά αναπόσπαστο μέρος της ατζέντας της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας [13], ενέργειες που κατευθύνονται στην παροχή βοήθειας από το ένα κράτος σε άλλο, θα πρέπει πέρα από την αρχική τους εμφανή ανάγνωση, να τύχουν μιας, κατά το μάλλον ή ήττον, αναλυτικότερης σκιαγράφησης. Το απότοκο των ενεργειών αυτών εκφράζεται ως δυνητικές προοπτικές ανάπτυξης φιλικών διακρατικών σχέσεων, άρσης προηγούμενων αρνητικών στερεοτύπων και παραστάσεων, προβολής αφηγημάτων που λειτουργούν θετικά, έστω και παροδικά, για μια χώρα. Πρωτίστως, όμως, αναγνωρίζονται οι δράσεις αυτές ως μέσα, δηλαδή ως δίαυλοι για την εξυπηρέτηση σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο ή και μακροπρόθεσμο ορίζοντα πολιτικών, που υπερβαίνουν το απλό επίπεδο αλληλεγγύης και εκτείνονται στο πεδίο της οικονομίας, των πάσης φύσεως εμπορικών συναλλαγών ή ακόμη και στην συνομολόγηση στρατιωτικών συμφωνιών.

Συνεπώς, καταγράφεται μέσω αυτών των πρακτικών μια δυνατότητα αμφίδρομης επαφής, η οποία ως επιδερμική και αυτοστιγμεί αντίδραση παραπέμπει στην κινητοποίηση της «καρδιάς και του μυαλού», ενταγμένη δηλαδή στο σκεπτικό άσκησης ήπιας ισχύος, αλλά σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα αναπτύσσουσα δυναμική, τρόπον τινά, «εξαργύρωσης» και επί άλλων παραμέτρων που παραπέμπουν κατεξοχήν σε πολιτικά κριτήρια.

Ενδιαφέρουσες εκφράσεις της ως άνω οπτικής θα μπορούσαν να συναχθούν εκ των περιπτώσεων της ανάπτυξης περαιτέρω πλαισίου συνεργασίας μεταξύ της Ινδίας και των κρατών του Κόλπου ή των σχέσεων της Ινδίας με τις ΗΠΑ, με αφρικανικές, ασιατικές, ευρωπαϊκές και χώρες της Μέσης Ανατολής, όπου η ενίσχυση διμερών σχέσεων επιτυγχάνεται και ως αποτέλεσμα πρωτοβουλιών κοινής διαχείρισης του κορωνοϊού και της συναντίληψης στον τομέα της υγείας, όπως στις περιπτώσεις του Κουβέιτ, της Ιορδανίας, του Ομάν, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Μπαχρέιν, του Ισραήλ. Οι πολυεπίπεδες συνυποδηλώσεις μιας τέτοιας πρακτικής εκτείνονται στην παραγωγή φαρμάκων, στην χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, στην ανταλλαγή γνώσης, καλών πρακτικών και εξειδικευμένου προς τούτο προσωπικού [14].

Η υφιστάμενη κρίση αναδεικνύει την ανάγκη κοινής γραμμής πλεύσης και συνεργασίας των κρατών, καθώς η υγεία συνιστά ένα αγαθό το οποίο δεν γνωρίζει σύνορα και δεν είναι εκ των πραγμάτων τα κράτη σε θέση να λειτουργούν για μακρό διάστημα χρόνου με το αναχρονιστικό πλαίσιο των απόρθητων εδαφικών φραγμών, ιδιαιτέρως δε σε έναν κόσμο πολλαπλώς παγκοσμιοποιημένο. Αυτό συνεπάγεται συνεργασία, αμοιβαία εμπιστοσύνη και ανάπτυξη πρωτοβουλιών, όχι μεμονωμένων και αποσπασματικών, αλλά σε επίπεδο θεσμικό.

Απτή έκφραση της ανωτέρω λογικής είναι η αποκαλούμενη «διπλωματία της επιστήμης» [15]. Αυτή μπορεί να αποτελέσει την απαρχή αντιμετώπισης κοινών προβλημάτων μέσα από την αντίληψη της συλλογικότητας και της ανοικτής πληροφορίας σε πραγματικό χρόνο [16]. Αυτονοήτως, ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό μιας τέτοιας πρωτοβουλίας είναι πως τούτη δεν εξικνείται προς όφελος κάποιων κρατών, αλλά του συνόλου τους και όλως ιδιαιτέρως εκείνων που δεν διαθέτουν τους πόρους για να διαχειριστούν τις επιπτώσεις μιας πανδημίας, με αποτέλεσμα εν προκειμένω τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των κρουσμάτων.

Στο γενικότερο περίγραμμα του όρου «διπλωματία της πανδημίας» ή «διπλωματία της μάσκας» εντάσσεται στην δημόσια συζήτηση και μια πτυχή που αναφέρεται στο εγχείρημα επαναπροσδιορισμού του ερμηνευτικού φακού υπό τον οποίο προσεγγίζεται στον παρόν ή στο μέλλον το φαινόμενο «κορωνοϊός» [17]. Ένας τέτοιος επαναπροσδιορισμός συνιστά ευκαιρία και δυνατότητα οικοδόμησης νέων αφηγημάτων και επανεξέτασης της διαβάθμισης αναφορικά προς τις διακρατικές σχέσεις μεταξύ της έννοιας φίλος, σύμμαχος, γείτονας, αντίπαλος, εχθρός, θύμα, θύτης.

Ως αναφέρθηκε ανωτέρω, το πρώτο επίπεδο παραπέμπει στην κινητοποίηση του συναισθήματος των ατόμων ή συλλογικοτήτων. Εξ αυτού εξηγείται το πώς οι κρατικές ενέργειες διαπνέονται από συγκεκριμένο συμβολισμό και μηνυματική στόχευση. Τούτη είναι να προκαταβάλει θετικά ένα δεδομένο ακροατήριο, το οποίο και βρίσκεται σε μια δυσχερή κατάσταση. Αυτή η πρακτική εντάσσεται και στο πλαίσιο της πολιτιστικής διπλωματίας και εκφάνσεων που αυτή μπορεί να εκδηλώνει κατά καιρούς, αναλόγως του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται. Συνεπώς, ένας κύριος δέκτης και αναγνώστης των κρατικών ενεργειών είναι το δημόσιο ακροατήριο, δηλαδή η διεθνής και εσωτερική κοινή γνώμη και δημοσιότητα.

Οι πολιτικοί αντικατοπτρισμοί τέτοιας υφής πρακτικών είναι έκδηλοι και πολυεπίπεδοι. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και εν γένει της διπλωματίας, που αποτελεί και πάγιο στόχο του εκάστοτε κράτους, εξ ορισμού τίθεται ως προϋπόθεση η δημιουργία θετικής παράστασης για το ίδιο. Σε ένα δεδομένο ή και ανύποπτο χρόνο, η τελευταία θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάπτυξη διακριτών τομέων διακρατικής συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης, σαφώς πέραν και πάνω από το φαινόμενο το οποίο ενδεχομένως «θεραπεύουν» οι κρατικές ενέργειες σε παρόντα χρόνο. Αυτό παραπέμπει απλώς και μόνο εν τέλει στο επιφαινόμενο. Μέσω των διαφόρων πρακτικών δυνητικά διευρύνεται ο διεθνής ρόλος και η θέση της εκάστοτε χώρας, δηλαδή εξηγείται ή μπορεί να αναγνωστεί ως μια προσπάθεια ανάπτυξης του βεληνεκούς της διεθνούς παρουσίας συγκεκριμένων κρατών στην παγκόσμια διακυβέρνηση.

Σε αυτό το σκεπτικό θα πρέπει κανείς να εστιάσει στο πώς οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τους τελευταίους πέντε και πλέον μήνες παραπέμπουν στην πραγμάτωση τακτικών κινήσεων, που οριοθετούνται σε επίπεδο ήπιας ισχύος. Στην παρούσα, κατά Kissinger «επική εποχή», οι ενέργειες αυτές διαμορφώνουν συνθήκες,, όπου επιχειρείται μια διττή στόχευση. «Η ιστορική πρόκληση για τους ηγέτες είναι η διαχείριση της κρίσης, ενώ παράλληλα οικοδομείται το μέλλον» [18].

ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ