Μια νέα κυβέρνηση δεν θα θεραπεύσει την αμερικανική δημοκρατία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια νέα κυβέρνηση δεν θα θεραπεύσει την αμερικανική δημοκρατία

Η σήψη στους πολιτικούς θεσμούς των ΗΠΑ πηγαίνει πέρα από τον Ντόναλντ Τραμπ
Περίληψη: 

Με τις αυξανόμενες μαξιμαλιστικές τακτικές του για να χειραγωγεί τους δημοκρατικούς κανόνες προς όφελός του, να καταστέλλει τις ψήφους των φυλετικών μειονοτήτων, και να γεμίζει με ανθρώπους του τα δικαστήρια, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σταδιακά έχει χάσει τη ματιά του σε αυτούς τους κανόνες.

Ο LARRY DIAMOND είναι ανώτερος συνεργάτης στο Hoover Institution και στο Freeman Spogli Institute for International Studies στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Ill Winds: Saving Democracy from Russian Rage, Chinese Ambition και American Complacency.

Ανεξάρτητα από το ποιος κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2020, η υγεία της αμερικανικής δημοκρατίας δεν θα ανακάμψει σύντομα. Κατά την τελευταία δεκαετία, και ιδιαίτερα τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οι μελετητές της δημοκρατίας έχουν εντοπίσει μια σταδιακή πτώση της ποιότητας της δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η παρακμή, που οφείλεται εν μέρει στην εμβάθυνση της κομματικής και φυλετικής πόλωσης, ξεκίνησε πολύ πριν από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου το 2016. Αλλά σε έναν βαθμό που ξεπέρασε κατά πολύ οποιονδήποτε από τους 44 προκατόχους του, αυτός ο πρόεδρος έχει βλάψει σοβαρά τους κανόνες και σε κάποιο βαθμό τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας. Η συνεχής του διάχυση ψεμάτων και παραπληροφόρησης˙ οι αδυσώπητες επιθέσεις του στα ΜΜΕ, τα δικαστήρια, τους δημοσίους υπαλλήλους καριέρας και την πολιτική αντιπολίτευση˙ οι προσπάθειές του να πολιτικοποιήσει και να απαιτήσει προσωπική πίστη από τον στρατό, τον μηχανισμό των πληροφοριών και την ομοσπονδιακή επιβολή του νόμου˙ η κατάχρηση της προεδρικής εξουσίας και των διακρίσεων για [να αποκτήσει] πολιτικό και οικονομικό πλεονέκτημα˙ και οι χειρονομίες συμπάθειας και υποστήριξής του στις ρατσιστικές ακροδεξιές εξτρεμιστικές ομάδες, δεν έχουν αντίστοιχο στα χρονικά της αμερικανικής προεδρίας.

09112020-1.jpg

Ο Trump στην Clive, στην πολιτεία Iowa, τον Σεπτέμβριο του 2016 . Mike Segar / Reuters
------------------------------------------------------

Ανεξάρτητα από τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών, μεγάλο μέρος του κόσμου -και το μεγαλύτερο τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών- θα εκπλαγεί από το γεγονός ότι ένας λαϊκιστής δημαγωγός και φίλος των αυταρχικών σε όλο τον κόσμο θα έχει κερδίσει περισσότερες ψήφους από οποιονδήποτε προεδρικό υποψήφιο στην αμερικανική ιστορία, εκτός από τον Μπαράκ Ομπάμα το 2008 και τον Τζο Μπάιντεν το 2020. Οι μελετητές, οι αναλυτές και οι ξένοι διπλωμάτες θα αγωνιστούν για χρόνια για να εξηγήσουν το πώς ο Τραμπ, μετά την πιο θλιβερή επίδοση στην διαχείριση της πανδημίας έναντι οποιουδήποτε σύγχρονου δημοκρατικού ηγέτη, και αντιμετωπίζοντας τον πιο μετριοπαθή, λιγότερο πολωτικό Δημοκρατικό υποψήφιο που μπορεί να φανταστεί κανείς, θα μπορούσε να έρθει κοντά στις περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες για να κερδίσει την λαϊκή ψήφο και, στην χειρότερη περίπτωση, να χάσει με σχετικά μικρή διαφορά τη νίκη στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων.

Η συμπεριφορά του Τραμπ κατά την διάρκεια της εκστρατείας ήταν ιδιαίτερα επιζήμια για την αμερικανική δημοκρατία, ιδίως οι προ των εκλογών απόπειρές του στην καταστολή ψηφοφόρων και οι αβάσιμοι ισχυρισμοί του για νοθεία κατά την ψηφοφορία. Όσο προβλέψιμο και αν ήταν, ο πρόεδρος βυθίστηκε σε ένα νέο χαμηλό [επίπεδο] το βράδυ των εκλογών, όταν επανέλαβε τον ψευδή [1] ισχυρισμό του για «μια μεγάλη απάτη στο έθνος μας», ισχυρίστηκε ότι κέρδισε πολλές πολιτείες που ήταν ακόμη σε εκκρεμότητα (συμπεριλαμβανομένου του Μίσιγκαν, το οποίο έκτοτε το έχει χάσει), δήλωσε ρητά ότι «κερδίσαμε αυτές τις εκλογές» και δεσμεύτηκε να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Τέτοιες δηλώσεις -τις οποίες η σχολιαστής της Fox News, Dana Perino, καταδίκασε ως «βαθύτατα ανεύθυνες» και ο μακροχρόνιος σύμμαχος του Trump, πρώην κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϋ, Chris Christie, επέκρινε επίσης [2]- έσπειραν δυσπιστία στην εκλογική διαδικασία και κινδύνευσαν να προκαλέσουν βία. Οι έρευνες πριν τις εκλογές [3] έβρισκαν αυξανόμενα ποσοστά τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικανών που πιστεύουν ότι υπάρχει τουλάχιστον «μια μικρή δικαιολογία» για την χρήση βίας προς την προώθηση του σκοπού τους ή για να διαμαρτυρηθούν για μια εκλογική ήττα. Μεταξύ 15% και 20% των ένθερμων φιλελεύθερων και των ένθερμων συντηρητικών ψηφοφόρων πιστεύουν ότι θα μπορούσε να υπάρξει «μεγάλη» δικαιολογία για βία. Με το να επιδιώκει να απονομιμοποιήσει την ψηφοφορία, ο πρόεδρος παίζει με φωτιά.

Δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε ότι ο Τραμπ θα ήταν λιγότερο δηλητηριώδης ή πολωμένος εάν κέρδιζε μια δεύτερη θητεία. Αλλά μια νίκη του Μπάιντεν από μόνη της δεν θα θεραπεύσει τις βαθιές πληγές που υπέστη η αμερικανική δημοκρατία τα τελευταία χρόνια. Σε ένα δικομματικό σύστημα, χρειάζονται δύο κόμματα για να μειώσουν την πολιτική πόλωση και να επιδιορθώσουν τους δημοκρατικούς κανόνες. Με τις αυξανόμενες μαξιμαλιστικές τακτικές του για να χειραγωγεί τους κανόνες προς όφελός του, να καταστέλλει τις ψήφους των φυλετικών μειονοτήτων, και να γεμίζει [με ανθρώπους του] τα δικαστήρια, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σταδιακά έχει χάσει τη ματιά του σε αυτούς τους κανόνες. Και τα τελευταία τέσσερα χρόνια, τους έχει εγκαταλείψει εντελώς ως αποτέλεσμα της «εχθρικής εξαγοράς» του κόμματος από τον Τραμπ, για να αναφέρουμε την ρήση του γαμπρού του προέδρου, Τζάρεντ Κούσνερ. Μια ατυχής συνέπεια των εκλογών του 2020 είναι ότι επειδή οι Ρεπουμπλικάνοι τα έχουν πάει καλύτερα από το αναμενόμενο (διατηρώντας την Γερουσία, πιθανώς κερδίζοντας έδρες στην βουλή των Αντιπροσώπων και μένοντας κοντά στην προεδρική ψήφο), το κόμμα πιθανότατα θα παραμείνει κάτω από την επιρροή του αντιφιλελεύθερου λαϊκισμού του Τραμπ για κάποιο χρονικό διάστημα στο μέλλον.