Ο Τραμπ δεν θα είναι ο τελευταίος Αμερικανός λαϊκιστής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Τραμπ δεν θα είναι ο τελευταίος Αμερικανός λαϊκιστής

Οι συνθήκες που τον παρήγαγαν πρέπει να κατανοηθούν για να αντιμετωπιστούν
Περίληψη: 

Ο δεξιός λαϊκισμός επανεμφανίστηκε ως ισχυρή πολιτική δύναμη τουλάχιστον δύο δεκαετίες πριν από την κατάληψη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από τον Τραμπ -θυμάστε τον Pat Buchanan; Και έχει αναλογίες σε ολόκληρο τον κόσμο, σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Ουγγαρία, η Ινδία, οι Φιλιππίνες, η Πολωνία, και η Τουρκία.

Ο DARON ACEMOGLU είναι καθηγητής στο MIT και συν-συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Narrow Corridor: States, Societies, and the Fate of Liberty.

Μετά από τέσσερα φρικτά, αποδιοργανωτικά χρόνια, πολλοί Αμερικανοί θέλουν να πιστέψουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στα πρόθυρα μιας νέας αρχής. Ο πρώην αντιπρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, φαίνεται να έχει ξεπεράσει τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ σε μια θερμή ανταγωνιστική προεδρική εκλογή που εξελίχθηκε και ως ένα stress test για τα εργαλεία της αμερικανικής δημοκρατίας.

10112020-1.jpg

Ο Trump σε συγκέντρωσή του στην πολιτεία Pennsylvania, τον Νοέμβριο του 2020. Teun Voeten / Redux
------------------------------------------------------

Ωστόσο, αυτή η αμφιλεγόμενη εκλογική περίοδος δεν πρέπει να αφήνει κανέναν αισιόδοξο για το μέλλον. Η αυταρχική, λαϊκιστική στροφή της προεδρίας του Τραμπ προέκυψε από βαθιά ρήγματα στην πολιτική και την κοινωνία των ΗΠΑ και οι Αμερικανοί πρέπει να τα κατανοήσουν και να τα αντιμετωπίσουν, προκειμένου να αποτρέψουν παρόμοιες δυνάμεις από το να κατακτήσουν για άλλη μια φορά το έθνος. Οι ρίζες του Τραμπισμού δεν ξεκινούν ούτε τελειώνουν με τον Τραμπ ούτε καν με την αμερικανική πολιτική -συνδέονται στενά με οικονομικά και πολιτικά ρεύματα που επηρεάζουν μεγάλο μέρος του κόσμου.

ΕΥΦΟΡΟ ΕΔΑΦΟΣ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ώριμες για ένα λαϊκιστικό κίνημα κατά το 2016 και παραμένουν έτσι και σήμερα. Τεράστιες ανισότητες έχουν ανοίξει τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες μεταξύ των υψηλά μορφωμένων και των υπόλοιπων [1] και μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας [2]. Ως αποτέλεσμα, οι μεσαίοι μισθοί παρέμειναν στάσιμοι για περίπου 40 χρόνια [3] και τα πραγματικά κέρδη πολλών ομάδων, ιδίως ανδρών με χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης, έχουν μειωθεί κατακόρυφα. Για παράδειγμα, οι άντρες που διαθέτουν κάτι λιγότερο από πτυχίο κολεγίου κερδίζουν σημαντικά λιγότερα σήμερα από όσα οι αντίστοιχοί τους στην δεκαετία του 1970. Καμία σοβαρή συζήτηση για τα πολιτικά δεινά που έχουν πλήξει τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορεί να αγνοήσει αυτές τις οικονομικές τάσεις, οι οποίες έχουν βασανίσει την αμερικανική μεσαία τάξη και συνέβαλαν στην οργή και την απογοήτευση ορισμένων από τους ψηφοφόρους που στράφηκαν προς τον Τραμπ.

Οι βασικές αιτίες αυτών των ανισοτήτων αποδείχθηκε εκπληκτικά δύσκολο να εντοπιστούν. Η άνοδος των νέων «μεροληπτικών ως προς τις δεξιότητες» (“skill biased”) θαυμαστών τεχνολογιών [4], όπως οι υπολογιστές και η τεχνητή νοημοσύνη, συνέπεσε με μια περίοδο μοναδικά χαμηλής αύξησης [5] της παραγωγικότητας, και οι αναλυτές δεν έχουν εξηγήσει πειστικά γιατί αυτές οι τεχνολογίες έχουν ωφελήσει τους ιδιοκτήτες κεφαλαίου αντί τους εργαζόμενους. Ένας άλλος συχνά αναφερόμενος ένοχος -το εμπόριο με την Κίνα [6]- είναι σαφώς ένας παράγοντας που συμβάλλει, αλλά οι κινεζικές εισαγωγές πραγματικά εξερράγησαν μόνο όταν η ανισότητα είχε ήδη αυξηθεί και η αμερικανική παραγωγή είχε ήδη μειωθεί. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές χώρες με εξίσου τεράστιες εμπορικές εισροές από την Κίνα δεν δείχνουν την ίδια έκταση ανισοτήτων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ούτε η απορρύθμιση και η κατάρρευση των συνδικάτων [7] στις Ηνωμένες Πολιτείες ευθύνονται, για παράδειγμα, για την εξαφάνιση των μεταποιητικών και των υπαλληλικών θέσεων εργασίας, καθώς αυτές οι απώλειες είναι κοινές σε σχεδόν όλες τις προηγμένες οικονομίες [8].

Ανεξάρτητα από την προέλευσή της, η οικονομική ανισότητα έχει γίνει πηγή πολιτιστικής και πολιτικής αστάθειας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όσοι δεν κατάφεραν να επωφεληθούν από την οικονομική ανάπτυξη έχουν απογοητευτεί με το πολιτικό σύστημα. Σε περιοχές όπου οι εισαγωγές από την Κίνα [9] και ο αυτοματισμός [10] οδήγησαν στην απώλεια αμερικανικών θέσεων εργασίας, οι ψηφοφόροι έστρεψαν την πλάτη τους στους μετριοπαθείς πολιτικούς και τείνουν να ψηφίζουν εκείνους που είναι πιο ακραίοι.

Μια καλή πολιτική μπορεί να αρχίσει να αποκαθιστά την οικονομική ανισότητα: ένας υψηλότερος ομοσπονδιακός κατώτατος μισθός, ένα πιο αναδιανεμητικό φορολογικό σύστημα, και ένα καλύτερο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας θα συνέβαλαν στην δημιουργία μιας δικαιότερης κοινωνίας. Ωστόσο, τέτοια μέτρα δεν αρκούν από μόνα τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να δημιουργήσουν καλές —υψηλά αμειβόμενες και σταθερές— θέσεις εργασίας για εργαζόμενους χωρίς πτυχίο και η χώρα απέχει πολύ από μια συναίνεση για το πώς μπορεί να γίνει αυτό.

Μαζί με την οικονομική δυσαρέσκεια έχει έλθει μια δυσπιστία για όλων των ειδών τις ελίτ. Μεγάλο μέρος του αμερικανικού κοινού και πολλοί πολιτικοί εκφράζουν τώρα μια αυξανόμενη εχθρότητα προς την χάραξη πολιτικής με βάση την εξειδίκευση. Η εμπιστοσύνη στα αμερικανικά θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του δικαστικού σώματος, του Κογκρέσου, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, και των διαφόρων υπηρεσιών επιβολής του νόμου, έχει καταρρεύσει. Ούτε ο Τραμπ ούτε η πρόσφατη κομματική πόλωση ευθύνονται αποκλειστικά για αυτήν την αντι-τεχνοκρατική αλλαγή. Η σχεδόν πλήρης απόρριψη των επιστημονικών δεδομένων και της ικανής, αντικειμενικής χάραξης πολιτικής από πολλούς στο εκλογικό σώμα και στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα προϋπάρχει του Τραμπ και έχει παραλληλισμούς σε άλλες χώρες -Βραζιλία, Φιλιππίνες και Τουρκία για να αναφέρουμε μερικές. Χωρίς να κατανοήσουν βαθύτερα την ρίζα αυτής της καχυποψίας, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να έχουν λίγες ελπίδες να πείσουν εκατομμύρια ανθρώπους ότι οι καλύτερες πολιτικές, που σχεδιάζονται από ειδικούς, θα βελτιώσουν μαζικά την ζωή τους και θα αντιστρέψουν δεκαετίες παρακμής. Ούτε οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να ελπίζουν να βάλουν ένα όριο στην δυσαρέσκεια που πυροδότησε την άνοδο του Τραμπ.

ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΕΙΣ ΣΠΟΡΟΙ