Ο ανταγωνισμός με την Κίνα θα μπορούσε να είναι σύντομος και οξύς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ανταγωνισμός με την Κίνα θα μπορούσε να είναι σύντομος και οξύς

Ο κίνδυνος ενός πολέμου είναι μεγαλύτερος την επόμενη δεκαετία

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ένα κλασικό παράδειγμα. Η αυξανόμενη ισχύς της Γερμανίας διαμόρφωσε το στρατηγικό σκηνικό εκείνης της σύγκρουσης, αλλά οι φόβοι της Γερμανίας για παρακμή πυροδότησαν την τελική απόφαση για πόλεμο. Η αυξανόμενη στρατιωτική ισχύς και κινητικότητα της Ρωσίας απειλούσε την ανατολική πλευρά της Γερμανίας˙ νέοι γαλλικοί στρατολογικοί νόμοι άλλαζαν την ισορροπία στα δυτικά˙ και μια αυστηρότερη γαλλο-ρωσο-βρετανική συνεννόηση (entente) άφηνε την Γερμανία περικυκλωμένη. Οι Γερμανοί ηγέτες διέτρεξαν τόσο καταστροφικά ρίσκα στην κρίση του Ιουλίου, επειδή φοβήθηκαν ότι το γεωπολιτικό μεγαλείο θα τους ξέφευγε αν δεν ενεργούσαν γρήγορα.

Η ίδια λογική εξηγεί το θανατηφόρο στοίχημα της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας το 1941, αφότου [20] το αμερικανικό εμπάργκο πετρελαίου και ο ναυτικός επανεξοπλισμός [των ΗΠΑ] παρουσίασε στο Τόκιο το κλείσιμο ενός παραθύρου ευκαιρίας για να κυριαρχήσει στην Ασία-Ειρηνικό. Στην δεκαετία του 1970, η Σοβιετική παγκόσμια επέκταση κορυφώθηκε καθώς ωρίμασε η στρατιωτική συσσώρευση της Μόσχας και η επιβράδυνση της σοβιετικής οικονομίας δημιούργησε την ώθηση να κλειδώσει τα γεωπολιτικά κέρδη της.

Δεδομένου ότι η Κίνα [21] αντιμετωπίζει επί του παρόντος τόσο μια ζοφερή οικονομική πρόβλεψη όσο και μια στενότερη στρατηγική περικύκλωση, τα επόμενα χρόνια μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα ταραχώδη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται προφανώς μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για να ανταγωνιστούν την Κίνα. Αλλά πρέπει επίσης να αμβλύνουν ένα πιθανό κύμα κινεζικής επιθετικότητας και επέκτασης αυτή την δεκαετία.

Ο πρώιμος Ψυχρός Πόλεμος προσφέρει έναν χρήσιμο παραλληλισμό. Εκείνη την εποχή, οι Αμερικανοί ηγέτες κατάλαβαν ότι για να νικήσουν τον μακροπρόθεσμο αγώνα ενάντια στην Σοβιετική Ένωση απαιτείτο να μην χάσουν κρίσιμες μάχες βραχυπρόθεσμα. Το Σχέδιο Μάρσαλ, που παρουσιάστηκε το 1947, είχε σκοπό να αποτρέψει την οικονομική κατάρρευση της Δυτικής Ευρώπης, διότι μια τέτοια κατάρρευση θα επέτρεπε στην Μόσχα να επεκτείνει την πολιτική ηγεμονία της σε ολόκληρη την ήπειρο. Η δημιουργία του ΝΑΤΟ και ο επανεξοπλισμός κατά την διάρκεια του Κορεατικού Πολέμου σφυρηλάτησαν μια στρατιωτική ασπίδα που επέτρεψε στην Δύση να αναπτυχθεί. Το στρατηγικό επείγον ήταν το προοίμιο της στρατηγικής υπομονής: οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα μόνιμα οικονομικά και πολιτικά πλεονεκτήματά τους μόνο εάν έκλειναν τα πιο άμεσα τρωτά σημεία.

Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται και πάλι μια στρατηγική ζώνης κινδύνου, η οποία πρέπει να βασίζεται σε τρεις αρχές. Πρώτον, εστίαση στην άρνηση στην Κίνα των βραχυπρόθεσμων επιτυχιών που θα άλλαζαν ριζικά τη μακροπρόθεσμη ισορροπία ισχύος. Οι πιο πιεστικοί κίνδυνοι είναι η κατάκτηση της Ταϊβάν από την Κίνα και η κινεζική υπεροχή σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών 5G. Δεύτερον, η εξάρτηση σε εργαλεία και συνεργασίες που είναι διαθέσιμες τώρα ή στο εγγύς μέλλον και όχι σε στοιχεία που απαιτούν χρόνια για να αναπτυχθούν. Τρίτον, εστίαση στην επιλεκτική υποβάθμιση της κινεζικής δύναμης παρά στην αλλαγή της κινεζικής συμπεριφοράς. Η γοητεία και ο εξαναγκασμός είναι εκτός˙ η στοχευμένη φθορά είναι μέσα. Μια τέτοια προσέγγιση συνεπάγεται μεγαλύτερο ρίσκο. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ενεργήσουν επιθετικά τώρα για να αποτρέψουν πιο αποσταθεροποιητικές αυξήσεις της εχθρότητας αργότερα.

Η TAIWAN ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Η πρώτη προτεραιότητα της Ουάσιγκτον πρέπει να είναι η υποστήριξη της Ταϊβάν [22]. Εάν η Κίνα απορροφήσει την Ταϊβάν, θα αποκτήσει πρόσβαση στην παγκόσμιας κλάσης τεχνολογία του νησιού, θα έχει ένα «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» για να προβάλει στρατιωτική ισχύ στον δυτικό Ειρηνικό και την δυνατότητα αποκλεισμού της Ιαπωνίας και των Φιλιππίνων. Η Κίνα επίσης θα κατακερμάτιζε τις συμμαχίες των ΗΠΑ στην Ανατολική Ασία και θα εξάλειφε τη μόνη εθνοτικά κινεζική δημοκρατία στον κόσμο. Η Ταϊβάν είναι το υπομόχλιο της ισχύος στην Ανατολική Ασία: ελεγχόμενο από την Ταϊπέι, το νησί αποτελεί οχύρωση ενάντια στην κινεζική επιθετικότητα˙ ελεγχόμενη από το Πεκίνο, η Ταϊβάν θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση για συνεχή εδαφική επέκταση της Κίνας.

Η Κίνα έχει περάσει δεκαετίες προσπαθώντας να εξαγοράσει την επανένωση σφυρηλατώντας οικονομικούς δεσμούς με την Ταϊβάν. Ωστόσο, ο λαός της Ταϊβάν έχει γίνει πιο αποφασισμένος [23] από ποτέ να διατηρήσει [24] την de facto ανεξαρτησία του. Κατά συνέπεια, η Κίνα επισείει την στρατιωτική της επιλογή. Τους τελευταίους τρεις μήνες, οι αεροπορικές και ναυτικές περιπολίες της παρουσίασαν μια επίδειξη ισχύος [25] στα στενά της Ταϊβάν πιο προκλητικά από οποιαδήποτε [άλλη φορά] τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Μια εισβολή ή μια εκστρατεία καταναγκασμού μπορεί να μην είναι επικείμενη, αλλά η πιθανότητά της αυξάνεται.

Η Ταϊβάν είναι ένα φυσικό φρούριο [26], αλλά οι δυνάμεις της Ταϊβάν και των ΗΠΑ είναι επί του παρόντος ανεπαρκείς να την υπερασπιστούν, επειδή βασίζονται σε περιορισμένους αριθμούς προηγμένων αεροσκαφών και πλοίων που είναι δεμένα σε μεγάλες βάσεις -δυνάμεις που η Κίνα μπορεί να εξουδετερώσει με μια αιφνιδιαστική αεροπορική και πυραυλική επίθεση. Ορισμένοι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής [27] και ειδικοί [28] καλούν την Ουάσινγκτον να εγγυηθεί επισήμως την ασφάλεια της Ταϊβάν, αλλά μια τέτοια δέσμευση θα ισοδυναμούσε με φτηνά λόγια αν δεν υποστηρίζονταν από μια ισχυρότερη άμυνα.