Η εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων

Πώς η διοίκηση Τραμπ αναμόρφωσε την αμερικανική στρατηγική*

Ωστόσο, οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ουάσινγκτον αρνήθηκαν για καιρό να αναγνωρίσουν τη νέα πραγματικότητα. Αντ' αυτού, οι Αμερικανοί ηγέτες συνέχισαν να ανακοινώνουν μια «εποχή δέσμευσης» με τη Μόσχα και μιλούσαν για τις δυνατότητες του Πεκίνου ως «υπεύθυνου συμμετόχου» (“responsible stakeholder”) στο διεθνές σύστημα. Η πρώτη βρήκε έκφραση στην «επανεκκίνηση» (“reset”) με την Ρωσία το 2009, λίγους μήνες μετά την εισβολή της Μόσχας στην Γεωργία, και το δεύτερο πήρε τη μορφή επαναλαμβανόμενων προσπαθειών για την εμβάθυνση των σχέσεων με το Πεκίνο και μέχρι μια φιλοδοξία μεταξύ ορισμένων να δημιουργήσουν ένα αμερικανο-κινεζικό «G -2» για να ηγηθεί της διεθνούς κοινότητας. Ωστόσο, η θρασεία στρατιωτικοποίηση των νησίδων στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας από την Κίνα και η αυξανόμενη επιθετικότητά της πέρα από αυτήν τελικά ανάγκασαν την Ουάσινγκτον να επανεκτιμήσει τις υποθέσεις της για το Πεκίνο, και η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014 ενταφίασε ό, τι απέμενε από την λεγόμενη επανεκκίνηση. Μέχρι το τέλος της διακυβέρνησης Ομπάμα, ήταν σαφές ότι η πορεία των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν σοβαρά εκτός.

Οι προκύπτουσες αλλαγές πολιτικής δεν ήταν μια άσκηση της αμερικανικής στρατηγικής προβλεπτικότητας˙ ήταν αντιδραστικές, εκ των υστέρων προσαρμογές. Είχαν ήδη γίνει σημαντικές ζημιές. Εκτιμώντας την εικόνα της σταθερότητας αντί της επιδίωξης καθορισμένων εθνικών συμφερόντων, οι Ηνωμένες Πολιτείες αγνοούσαν για χρόνια την κατάφωρη κλοπή αμερικανικής πνευματικής ιδιοκτησίας από την Κίνα -για να μην αναφέρουμε κυβερνητικά μυστικά- και την αργόσυρτη απόπειρα κατάληψης στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας από το Πεκίνο. Με την ελπίδα να στρατολογήσει την Ρωσία ως εταίρο για την υπεράσπιση ενός διεθνούς status quo που ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, προφανώς αποστρεφόταν, η Ουάσιγκτον είχε φλερτάρει και ακούσια ενθάρρυνε το Κρεμλίνο στην πορεία του για την εδαφική αναθεώρηση, ενώ εκνεύριζε τους πρώτης γραμμής συμμάχους του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη. Το κόστος για τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν υψηλό, με τους συμμάχους στην Ανατολική Ασία και την Ευρώπη να αρχίζουν να αμφιβάλλουν για το ότι η Ουάσινγκτον ήταν πρόθυμη να σταθεί υπέρ του εαυτού της, πόσω μάλλον για εκείνους.

05012021-2.jpg

Κινεζικά σκάφη βυθοκόρησης γύρω από τον [ύφαλο] Mischief Reef στα αμφισβητούμενα νησιά Spratly στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, τον Μάιο του 2015. U.S. Navy / Reuters
--------------------------------------------------------------

ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Ήρθε η ώρα να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους. Η κυβέρνηση Τραμπ, πιο ρεαλιστική και ωμή από τους προκατόχους της, έκανε ακριβώς αυτό. «Ο Τραμπ», όπως επεσήμανε ο Χένρι Κίσινγκερ στους Financial Times το 2018, «μπορεί να είναι ένα από αυτά τα πρόσωπα στην ιστορία που εμφανίζεται από καιρό σε καιρό για να σηματοδοτήσει το τέλος μιας εποχής και να αναγκάσει να εγκαταλειφθούν τα παλιά προσχήματά της». Χωρίς το παράδειγμα της μονοπολικότητας, η νέα κυβέρνηση δημιούργησε ένα άνοιγμα για να διατυπώσει μια νέα μεγάλη στρατηγική. Στην Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του 2017, την Στρατηγική Εθνικής Άμυνας του 2018 και τις βοηθητικές περιφερειακές στρατηγικές τους για τα θέατρα Ινδο-Ειρηνικού και Ευρώπης, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέστησαν σαφές ότι έβλεπαν τώρα τις σχέσεις με την Κίνα και την Ρωσία ως ανταγωνιστικές και ότι θα επικεντρώνονταν στην διατήρηση ενός πλεονεκτήματος έναντι αυτών των αντιπάλων. Όπως κατέστησαν σαφές αμφότεροι ο τότε υπουργός Άμυνας, Τζέιμς Μάτις και ο τότε Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, H. R. McMaster, ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων θα αποτελούσε πλέον το κύριο επίκεντρο της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.

Η ιδέα πίσω από αυτήν τη μετατόπιση δεν είναι η τυφλή αντιπαράθεση αλλά το να διατηρηθεί αυτό που ήταν ο κεντρικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου: η ελευθερία των κρατών, ιδίως των συμμάχων των ΗΠΑ, να σχεδιάζουν τις δικές τους πορείες χωρίς παρέμβαση από έναν κυρίαρχο περιφερειακό ηγεμόνα. Όπως διατυπώθηκε στις δηλώσεις στρατηγικής της κυβέρνησης Τραμπ, αυτό το όραμα είναι σκόπιμα οικουμενικό: ισχύει τόσο για τα ασιατικά έθνη που βρίσκονται υπό την αυξανόμενη οικονομική και στρατιωτική πίεση του Πεκίνου όσο και για την ομοσπονδιακή καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου και τα πιο χαλαρά συνδεδεμένα κράτη στις άκρες της. Όμως, αντιμέτωποι με μια ανερχόμενη και τεραστίως ισχυρή Κίνα και μια ευκαιριακά εκδικητική Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υλοποιήσουν αυτό το όραμα ενός ελεύθερου και ανοιχτού κόσμου μόνο εάν διασφαλίσουν την δική τους ισχύ και την οικονομική ζωντάνια, αν διατηρήσουν ένα πλεονέκτημα στις περιφερειακές ισορροπίες ισχύος και αν επικοινωνήσουν ξεκάθαρα τα συμφέροντά τους και τις κόκκινες γραμμές τους.