Το Ιράν θέλει την πυρηνική συμφωνία που έκανε | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Ιράν θέλει την πυρηνική συμφωνία που έκανε

Μην ζητήσετε από την Τεχεράνη να ικανοποιήσει νέες απαιτήσεις
Περίληψη: 

Το πρώτο βήμα της κυβέρνησης Μπάιντεν θα έπρεπε να είναι να επιδιώξει να επανορθώσει, αντί να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί, την επικίνδυνη κληρονομιά του Τραμπ της μέγιστης αποτυχίας.

Ο MOHAMMAD JAVAD ZARIF είναι υπουργός Εξωτερικών της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης.

Ως υποψήφιος πρόεδρος το 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ δεσμεύθηκε να σταματήσει να σπαταλά αμερικανικό αίμα και πλούτο σε πολέμους στην Δυτική Ασία. Κατά την διάρκεια της θητείας του, ο Τραμπ αντίθετα παγίδεψε περαιτέρω τις Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή και πυροδότησε διχασμούς στο σημείο όπου ένα μικρό περιστατικό μπορούσε γρήγορα να ξεφύγει από τον έλεγχο και να οδηγήσει σε έναν μεγάλο πόλεμο.

Η νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον έχει μια θεμελιώδη επιλογή. Μπορεί να αγκαλιάσει τις αποτυχημένες πολιτικές της διοίκησης Τραμπ και να συνεχίσει τον δρόμο της περιφρόνησης προς την διεθνή συνεργασία και το διεθνές δίκαιο -μια περιφρόνηση που είναι εντόνως εμφανής στην απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών το 2018 να αποσυρθούν μονομερώς [1] από το Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action), κοινώς γνωστή ως η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, που είχε υπογραφεί από το Ιράν, την Κίνα, την Γαλλία, την Γερμανία, την Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση μόλις τρία χρόνια νωρίτερα. Ή, η νέα διοίκηση μπορεί να απορρίψει τις αποτυχημένες παραδοχές του παρελθόντος και να επιδιώξει την προώθηση της ειρήνης και της συνεργασίας στην περιοχή.

25012021-1.jpg

Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών, Mohammad Javad Zarif, στην Γενεύη της Ελβετίας, τον Οκτώβριο του 2019. Denis Balibouse / Reuters
----------------------------------------------------------

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, μπορεί να επιλέξει έναν καλύτερο δρόμο τερματίζοντας την αποτυχημένη πολιτική της «μέγιστης πίεσης» του Τραμπ και επιστρέφοντας στην συμφωνία που ο προκάτοχός του εγκατέλειψε. Εάν το κάνει, το Ιράν θα επιστρέψει επίσης στην πλήρη εφαρμογή των δεσμεύσεών μας στο πλαίσιο της πυρηνικής συμφωνίας. Αν όμως η Ουάσινγκτον επιμείνει στην απόσπαση παραχωρήσεων, τότε αυτή η ευκαιρία θα χαθεί.

Ορισμένοι Δυτικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και αναλυτές συνεχίζουν να μιλούν για «ανάσχεση» του Ιράν. Αλλά θα πρέπει να θυμούνται ότι ως ισχυρός παίκτης στην περιοχή, το Ιράν έχει θεμιτές ανησυχίες ασφάλειας, δικαιώματα και συμφέροντα -όπως και κάθε άλλο έθνος. Πρέπει να αναγνωρίσουν αυτές τις ανησυχίες αντί να προσυπογράφουν την κουρασμένη αυταπάτη ότι το Ιράν δεν πρέπει να απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα με κάθε άλλο κυρίαρχο έθνος. Πάντα κάναμε ξεκάθαρα σαφές ότι θα ανταποκριθούμε θετικά σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία για περιφερειακό διάλογο που προωθείται με καλή πίστη. Για εμάς, η καλή θέληση γεννά καλή θέληση.

ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

Οι τελευταίες δύο δεκαετίες στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στην περιοχή μας προκάλεσαν ανείπωτες ζημιές, ενώ πέτυχαν λίγα. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διεθνών και Δημόσιων Υποθέσεων Watson (Watson Institute for International and Public Affairs), οι πόλεμοι που ακολούθησαν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 έχουν κοστίσει άμεσα τουλάχιστον 800.000 ζωές [2] -και έμμεσα, πολλές περισσότερες. Από το 2001, τουλάχιστον 37 εκατομμύρια άνθρωποι στην περιοχή έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

Χάρη στις εισβολές και τις πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ, η γειτονιά του Ιράν έχει γίνει η πιο στρατιωτικοποιημένη περιοχή στον κόσμο. Η Σαουδική Αραβία, μια χώρα με εγγενή πληθυσμό μόλις 27 εκατομμυρίων, είναι ο κορυφαίος εισαγωγέας όπλων στον κόσμο [3], αγοράζοντας κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), ένας άλλος κορυφαίος αγοραστής όπλων των ΗΠΑ, δεν έχει περισσότερους από 1,5 εκατομμύρια πολίτες, αλλά είναι ο όγδοος μεγαλύτερος αγοραστής όπλων στον πλανήτη. Αυτές οι χώρες έχουν χρησιμοποιήσει τα όπλα που αγόρασαν για να ρίξουν θάνατο και καταστροφή σε αμάχους στην Υεμένη, και ο Λευκός Οίκος τους έδωσε πρώτα ένα πράσινο φως, υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, και στην συνέχεια λευκή επιταγή (carte blanche), υπό τον Τραμπ, για να το πράξουν.

Κατά την διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ, η Ουάσινγκτον πήγε την προτίμησή της για σύγκρουση απευθείας στην πόρτα του Ιράν. Τον περασμένο Ιανουάριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δολοφόνησαν τον στρατηγό Qasem Soleimani [4], καθιστώντας μια ήδη βεβαρυμμένη κατάσταση σε μια περιοχή που μαστίζεται από τρομοκρατική βία, ακόμη πιο ασταθή. Η δολοφονία αφαίρεσε έναν κορυφαίο διοικητή από τον αγώνα για να απωθήσει το αποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος (ή ISIS) και άλλες μαχητικές ομάδες από το Ιράκ και την Συρία -και πρόσθεσε ένα ασυγχώρητο έγκλημα στο ήδη μακρύ μητρώο αδικημάτων των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν εύκολα να αναιρέσουν την ζημία που προκάλεσαν οι ενέργειές τους. Αλλά μια νέα διοίκηση μπορεί να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο σφάλμα της προκατόχου της, και αυτή είναι η αποχώρηση του Τραμπ το 2018 από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν [5]. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ προσπάθησε να τορπιλίσει ένα μεγάλο πολυμερές διπλωματικό επίτευγμα και στην συνέχεια ξεκίνησε μια εκστρατεία ωμού οικονομικού πολέμου στοχεύοντας τον ιρανικό λαό, ουσιαστικά τιμωρώντας το Ιράν για την προσήλωσή του σε μια συμφωνία που εγκρίθηκε από τον ΟΗΕ. Οι κυρώσεις που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ έκαναν σχεδόν αδύνατο για το Ιράν να εισάγει ακόμη και τα είδη που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19. Αλλά αυτές οι δυσκολίες δεν μας ανάγκασαν να παραδοθούμε, ούτε έκαναν την οικονομία μας να καταρρεύσει ούτε άλλαξαν τον στρατηγικό μας υπολογισμό.