Το έθνος που επανέρχεται | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το έθνος που επανέρχεται

Η οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι οι υποστηρικτές της παρακμής τους κάνουν λάθος*

Από τότε που η Gallup άρχισε να ρωτάει τους Αμερικανούς αν ήταν ικανοποιημένοι με τον τρόπο που ζούσαν την ζωή τους, το 1979, η συντριπτική πλειοψηφία λέει ναι. Όμως τον Ιανουάριο, το μερίδιο αυτό σημείωσε ρεκόρ 90% [20]. Τον ίδιο μήνα, τρεις στους πέντε Αμερικανούς που συμμετείχαν στην δημοσκόπηση δήλωσαν ότι ήταν καλύτερα τώρα από όσο πριν από τέσσερα χρόνια, το μεγαλύτερο ποσοστό [21] από τότε που η Gallup άρχισε να θέτει αυτήν την ερώτηση κατά την διάρκεια των προεδρικών εκλογών, το 1992.

Παρόλο που υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι προσαρμοσμένοι στον πληθωρισμό μισθοί είναι στάσιμοι από την δεκαετία του 1970, όπως επισημαίνουν πολλοί σχολιαστές, είναι επίσης δυνατό να δείξουμε ότι οι μισθοί έχουν αυξηθεί -ή μειωθεί- επιλέγοντας μια διαφορετική ημερομηνία έναρξης της σύγκρισης ή μια διαφορετική μέτρηση του πληθωρισμού. Η μέθοδος και η ιστορία που λέει [αυτή η μέθοδος] συχνά επιλέγονται για να υποστηρίξουν μια πολιτική άποψη. Αλλά αυτό είναι πολύ σαφές: η αύξηση των μισθών σε εβδομαδιαία και ωριαία βάση διευρύνθηκε την δεκαετία του 2010 [22]. Και τα ευρύτερα μέτρα του προσωπικού και του οικογενειακού εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των απογραφικών δεδομένων, δείχνουν τόσο τα μακροπρόθεσμα κέρδη όσο και ένα αξιοσημείωτο άλμα στην δεκαετία του 2010.

Αν και η ανισότητα αυξάνεται, αυτή αυξάνεται επειδή τα εισοδηματικά κέρδη έχουν ωφελήσει δυσανάλογα [περισσότερο] τους πλουσιότερους Αμερικανούς, κι όχι επειδή η μεσαία τάξη και οι φτωχοί δεν έχουν δει κέρδη. Σύμφωνα με το Γραφείο Απογραφής των ΗΠΑ (U.S. Census Bureau), το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών το 2018, προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό, ήταν 63.000 δολάρια, με μια αύξηση περίπου 15.000 δολαρίων από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και 7.000 δολαρίων από το 2013. Αυτά τα κέρδη πιθανότατα συνεχίστηκαν μέχρι το 2019, μια καλή χρονιά για τις θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ, και τούτο μπορεί να βοηθήσει να εξηγηθεί γιατί τα σημάδια λαϊκής αισιοδοξίας εξαπλώνονταν ακόμη στις αρχές του τρέχοντος έτους.

Ακόμη και οι πιστοί της παρακμής της μεσαίας τάξης δεν πρέπει να την μπερδεύουν με μια ευρύτερη αμερικανική παρακμή -επειδή η ίδια συζήτηση για την απώλεια των θέσεων εργασίας και των μισθών της μεσαίας τάξης συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, από την Ινδία μέχρι την Ιαπωνία και τις χώρες της ΕΕ. Και οι μεσαίες τάξεις σε αυτές τις χώρες υποφέρουν όλες για παρόμοιο λόγο, την άνοδο των φθηνότερων και πιο ανταγωνιστικών εξαγωγών, πρώτα από την Κίνα, και πιο πρόσφατα από αντιπάλους όπως το Μπαγκλαντές και το Βιετνάμ, κάτι που έχει απειλήσει θέσεις εργασίας της μεσαίας τάξης στον κλάδο της μεταποίησης αλλού.

Σε μια πολωμένη εποχή, οι Αμερικανοί τείνουν να βλέπουν την οικονομική πραγματικότητα μέσω ενός κομματικού πρίσματος. Οι Δημοκρατικοί προεδρικοί υποψήφιοι έχουν παραμείνει στα θέματα παρακμής και στασιμότητας, τα οποία, δεδομένης της λαϊκής διάθεσης, φαίνονταν να είναι δύσκολα για να πείσουν. Ο φόβος του κορωνοϊού αναδιαμόρφωσε την προεκλογική συζήτηση του 2020, αλλά και πάλι, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η πανδημία θα καταστρέψει την οικονομία ή την οικονομική εμπιστοσύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότερο από όσο σε άλλες μεγάλες δυνάμεις. Το βασικό ερώτημα τώρα είναι, θα κυριαρχήσει η οικονομία των ΗΠΑ την δεκαετία του 2020 με τον τρόπο που κυριαρχούσε την δεκαετία του 2010, με ή χωρίς τον ιό;

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΡΙΣΚΟ

Χώρες που κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία και τις αγορές σε μια δεκαετία σπάνια κυριαρχούν και την επόμενη. Όσο μεγαλώνουν, τόσο πιο αυτάρεσκοι γίνονται οι ηγέτες τους. Χάνουν σε πειθαρχία, εγκαταλείπουν τις μεταρρυθμίσεις, βάζουν την χώρα σε χρέος και ελλείμματα και ωθούν την οικονομία σε εκτροχιασμό. Αυτός ο δεκαετής κύκλος κατέστρεψε κάθε οικονομικό αστέρι της μεταπολεμικής εποχής, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών δύο φορές παλαιότερα. Η οικονομία των ΗΠΑ ήταν κυρίαρχη στην δεκαετία του 1960, αλλά σκόνταψε την επόμενη δεκαετία. Την δεκαετία του 1970, η άνοδος των τιμών του πετρελαίου οδήγησε ορισμένους αναλυτές πληροφοριών στις ΗΠΑ να προβλέψουν ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν σε καλό δρόμο για να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αλλά κατέρρευσε οικονομικά την επόμενη δεκαετία. Η δεκαετία του 1980 αφορούσε την «άνοδο της Ιαπωνίας», αλλά η Ιαπωνία έπεσε όταν έσκασε η φούσκα της αγοράς [23] το 1989. Η δεκαετία του 1990, μια άλλη αμερικανική δεκαετία, τελείωσε με το σκάσιμο [της φούσκας] στην Silicon Valley. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ότι η τρέχουσα οικονομική επέκτασή τους είναι σχεδόν 11 ετών, η πιο μακροχρόνια από το 1850, και κάθε άνθιση τελικά δημιουργεί υπερβολές που προμηνύουν την ίδια τους την καταστροφή.

Παρ’ όλες τις συζητήσεις για την αμερικανική απόγνωση, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο εφησυχασμός ενόψει των αυξανόμενων απειλών από το χρέος, τα ελλείμματα και τα δημογραφικά στοιχεία. Το αναπτυξιακό δυναμικό κάθε οικονομίας είναι συνάρτηση του πληθυσμού και της παραγωγικότητας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να πιστεύουν ότι το μεγάλο πλεονέκτημά τους είναι η παραγωγικότητα, λόγω των σχετικά ευέλικτων κανονισμών και μιας κουλτούρας καινοτομίας που καλλιεργείται σε ελίτ πανεπιστήμια και στην Silicon Valley. Πράγματι, η παραγωγικότητα των ΗΠΑ έχει ενισχυθεί από τις επενδύσεις στην τεχνολογία τα τελευταία χρόνια, αλλά το πιο σημαντικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ ήταν ένας σχετικά υψηλός ρυθμός αύξησης του πληθυσμού: τα μωρά και οι μετανάστες, όχι το [Πανεπιστήμιο] Στάνφορντ και η Google.

15022021-4.jpg

Έξω από το Καπιτώλιο των ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον, τον Οκτώβριο του 2013. Jonathan Ernst / Reuters
-----------------------------------------------------------