Όταν οι σύμμαχοι αποκτούν πυρηνικά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν οι σύμμαχοι αποκτούν πυρηνικά

Πώς να αποτραπεί η επόμενη απειλή διάδοσης των πυρηνικών
Περίληψη: 

Αφού η κυβέρνηση Trump έκανε τόσα πολλά για να σπείρει δυσπιστία, θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από λόγια για να διαβεβαιωθούν οι σύμμαχοι για τις δεσμεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και να εξαλειφθούν οι τυχόν σκέψεις των χωρών αυτών για ένταξη στο πυρηνικό κλαμπ.

Ο CHUCK HAGEL ήταν Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ την περίοδο 2013–15.
Ο MALCOLM RIFKIND ήταν Υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου την περίοδο 1995–97 και Υπουργός Άμυνας από το 1992 ως το 95.
Ο KEVIN RUDD είναι πρόεδρος της Asia Society στη Νέα Υόρκη. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Αυστραλίας την περίοδο 2007–10 και το 2013.
Ο IVO DAALDER είναι πρόεδρος του Chicago Council on Global Affairs. Ήταν Μόνιμος Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ την περίοδο 2009–13.
Αυτό το άρθρο είναι προσαρμοσμένο από την έκθεση της ειδικής ομάδας του Chicago Council on Global Affairs, «Προλαμβάνοντας την Πυρηνική Διάδοση και διαβεβαιώνοντας τους συμμάχους της Αμερικής» [1].

Το έτος είναι το 2030. Οι σεισμογράφοι μόλις εντόπισαν μια απρόβλεπτη υπόγεια ατομική έκρηξη, σηματοδοτώντας ότι άλλη μια χώρα έχει ενταχθεί στον διευρυνόμενο όμιλο των πυρηνικά εξοπλισμένων κρατών. Υπάρχουν τώρα 20 τέτοιες χώρες, υπερδιπλάσιος αριθμός από εκείνον το 2021. Προς έκπληξη πολλών, ο πολλαπλασιασμός δεν προήλθε από αδίστακτα κράτη που τείνουν να διαπράξουν πυρηνικό εκβιασμό, αλλά από μια ομάδα χωρών που συνήθως θεωρούνται προσεκτικές και συμμορφώνονται με τους κανόνες: οι σύμμαχοι των ΗΠΑ. Παρόλο που είχαν αποφασίσει να μην αποκτήσουν πυρηνικές ικανότητες δεκαετίες νωρίτερα όταν υπέγραψαν την Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (Nuclear Nonproliferation Treaty, NPT), αυτοί οι σύμμαχοι άλλαξαν γνώμη και αποχώρησαν από την συμφωνία, μια κίνηση που προκάλεσε ακόμη περισσότερες αποσκιρτήσεις καθώς τα έθνη σε όλο τον κόσμο έτρεξαν να αποκτήσουν την βόμβα. Και έτσι ο αριθμός των υπεύθυνων για τη λήψη πυρηνικών αποφάσεων πολλαπλασιάστηκε, αυξάνοντας τις πιθανότητες μιας τρομακτικής πιθανότητας: ότι ένα από αυτά τα ισχυρά όπλα θα μπορούσε να εξαπολυθεί.

16022021-1.jpg

Δοκιμαστική εκτόξευση πυραύλου Trident II, στην Καλιφόρνια, τον Μάρτιο του 2018. Ronald Gutridge / REUTERS
---------------------------------------------------------

Εξεζητημένο; Ίσως, αλλά αυτό το σενάριο είναι πιο εύλογο τώρα από όσο πιστεύουν πολλοί. Αν και η απειλή της διάδοσης των πυρηνικών τις τελευταίες δεκαετίες επικεντρώθηκε στη Μέση Ανατολή και την Ασία, αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Στην δεκαετία του 1960, η Ουάσινγκτον ανησυχούσε ότι οι σύμμαχοί της στην Ασία και την Ευρώπη θα αποκτούσαν πυρηνικά. Αξιωματούχοι πληροφοριών των ΗΠΑ προέβλεπαν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, θα μπορούσαν να υπάρχουν 10 έως 15 πυρηνικές δυνάμεις στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων της Αυστραλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και της Τουρκίας. Η NPT σχεδιάστηκε για να αποτρέψει αυτή την δυνατότητα, και από τότε που υπογράφηκε, το 1968, μόνο τέσσερις χώρες (Ινδία, Ισραήλ, Πακιστάν και Βόρεια Κορέα) έχουν αποκτήσει και διατηρήσει επιχειρησιακές πυρηνικές δυνάμεις. Αυτή η επιτυχία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις συντονισμένες προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να επεκτείνουν την πυρηνική τους ομπρέλα σε συμμαχικά εδάφη. Διαβεβαιωμένοι ότι θα προστατεύονταν από πυρηνική επίθεση και εκφοβισμό, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ασία και την Ευρώπη αποφάσισαν να μην αναπτύξουν τις δικές τους πυρηνικές δυνατότητες.

Αλλά τώρα ίσως να ξανασκεφτούν αυτήν την απόφαση. Τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μια αυξανόμενη στρατιωτική απειλή από δυνάμεις οπλισμένες με πυρηνικά, καθώς η Κίνα και η Ρωσία καθίστανται πιο επιθετικές και εκσυγχρονίζουν τις πυρηνικές τους δυνάμεις. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι σύμμαχοι βλέπουν μια κυβέρνηση που έχει απομακρυνθεί από μακροχρόνιες συμφωνίες ελέγχου όπλων και έναν πληθυσμό που δεν φαίνεται πλέον δεσμευμένος για εμπλοκή με τον κόσμο. Όλα αυτά έχουν αφήσει τους συμμάχους των ΗΠΑ να αναρωτιούνται αν μπορούν ακόμα να στηρίζονται στην Ουάσινγκτον για την άμυνα και την ασφάλειά τους -ή αν θα ήταν καιρός να σκεφτούν να αποκτήσουν την βόμβα.

Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δεσμεύτηκε [2], «Θα επιδιορθώσουμε τις συμμαχίες μας». Αλλά αφού η κυβέρνηση Trump έκανε τόσα πολλά για να σπείρει δυσπιστία, θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από λόγια για να διαβεβαιωθούν οι σύμμαχοι για τις δεσμεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και να εξαλειφθούν οι τυχόν σκέψεις για ένταξη στο πυρηνικό κλαμπ. Θα χρειαστούν επίσης ενεργά μέτρα για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην πυρηνική εγγύηση των Ηνωμένων Πολιτειών, την αναζωογόνηση της αμυντικής συνεργασίας με τους συμμάχους και την πλήρη επανεξέταση του ελέγχου των όπλων. Αυτή είναι μια μεγάλη ατζέντα [3]. Αλλά είναι εφικτή.

ΝΕΥΡΙΚΑ ΚΡΑΤΗ

Οι περισσότερες από τις συζητήσεις σε συμμαχικές πρωτεύουσες σχετικά με την πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ έχουν διεξαχθεί στο παρασκήνιο, αλλά αρχίζουν να εμφανίζονται σημάδια ανησυχίας. Στην Γερμανία, έχουν προκύψει αμφιβολίες στους επίσημους κύκλους σχετικά με την αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών και μια αυξανόμενη χορωδία φωνών εκτός κυβέρνησης έχει προτείνει πιθανές εναλλακτικές λύσεις έναντι της πυρηνικής εγγύησης των ΗΠΑ. Μερικοί πρότειναν αντί γι’ αυτό να βασιστούν σε μια ευρωπαϊκή πυρηνική ομπρέλα αποτελούμενη από κάποιο συνδυασμό γαλλικών και βρετανικών δυνατοτήτων, ίσως υποστηριζόμενη οικονομικά από την Γερμανία και άλλες μη πυρηνικές ευρωπαϊκές χώρες. Η Γαλλία, από την πλευρά της, κάλεσε [4] τα ευρωπαϊκά κράτη να συμμετάσχουν σε έναν «στρατηγικό διάλογο» για την πυρηνική αποτροπή και ενδεχομένως να συμμετάσχουν σε πυρηνικές ασκήσεις.

Στην Πολωνία, υπήρξαν εκκλήσεις για ενίσχυση της πυρηνικής αποτροπής της Ευρώπης, με τον Jaroslaw Kaczynski, τον αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος της χώρας, να καλωσορίζει [5] την ιδέα της ΕΕ ως πυρηνικής δύναμης με οπλοστάσιο ίσο με αυτό της Ρωσίας. Η Τουρκία, επίσης, έδειξε ενδιαφέρον για την βόμβα, με τον πρόεδρό της, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να υποδηλώνει ότι είναι ανοιχτός στην πιθανότητα να την αποκτήσει. «Αρκετές χώρες έχουν πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές, όχι μια ή δυο. Αλλά εμείς δεν μπορούμε να έχουμε», είπε [6]. «Αυτό δεν μπορώ να το δεχτώ».