Η COVID-19 θα γίνει ένας ευρωπαϊκός καταλύτης; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η COVID-19 θα γίνει ένας ευρωπαϊκός καταλύτης;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι γεωπολιτικές προκλήσεις μετά την πανδημία*

Κατά την διάρκεια της προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, είδαμε την αμερικανική ηγεσία να παίρνει αποστάσεις από τους Ευρωπαίους συμμάχους, και την Γερμανία ειδικότερα, και ενίοτε να εκφράζεται απορριπτικά και σχεδόν εχθρικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως θεσμικό μόρφωμα. Οι μονομερείς κινήσεις της, το σκαιό ύφος, η συστηματική υπονόμευση των πολυμερών δομών συνεργασίας στις οποίες επενδύουν οι Ευρωπαίοι, απηχούσαν ένα πνεύμα απομονωτισμού και αδιάλλακτης προώθησης των στενώς νοουμένων αμερικανικών συμφερόντων, που δεν συνάδει με την συνθετική και «θεσμική» προσέγγιση που οφείλει να επιδεικνύει μια ηγεμονική δύναμη, αν θέλει να προστατεύσει την εικόνα της ως φίλου και προστάτη των συμμάχων της –την εικόνα, ακριβώς, που διαφοροποιεί τον ηγεμόνα από έναν ωμό κυρίαρχο.

Στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων, η απερχόμενη αμερικανική κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε απέναντι στην Ευρώπη ως επιθετικός ανταγωνιστής, που αδιαφορεί για τα συμφέροντα των συνομιλητών του. Ακόμη χειρότερα, στο πολιτικό πεδίο υιοθέτησε ένα μοντέλο συμμαχιών à la carte, που περιορίζονται αυστηρά στα ζητήματα όπου οι στοχεύσεις των συμμάχων συμβαίνει να συμπίπτουν με τα άμεσα συμφέροντα και τις στοχεύσεις των ΗΠΑ. Η στάση αυτή, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της οποίας ήταν η ξαφνική εγκατάλειψη των Κούρδων συμμάχων των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά του ISIS στο έλεος της Τουρκίας, έθεσε εν αμφιβόλω την δέσμευση της υπερδύναμης να παρέμβει αποφασιστικά προς υπεράσπιση των συμμάχων της, όποτε τυχόν αυτό απαιτηθεί. Κι ενώ όλα τα παραπάνω είχαν ήδη προκαλέσει προβλήματα στις διατλαντικές σχέσεις, η αμερικανική αντίδραση στην πανδημία, και ειδικότερα η προσπάθεια να αποκτηθεί προνομιακή πρόσβαση σε μελλοντικά εμβόλια και να εξαγοραστούν φαρμακευτικές εταιρείες, έτσι ώστε η συγκεκριμένη ευρεσιτεχνία να ανήκει στις ΗΠΑ, και όχι στην Γερμανία, άνοιξε νέα πεδία τριβής.

Στο παρελθόν ήταν ακλόνητη η πεποίθηση ότι η εξωτερική συμπεριφορά των ΗΠΑ χαρακτηρίζεται από συνέχεια και συνέπεια και ότι το αμερικανικό διοικητικό και πολιτικό κατεστημένο δεν επιτρέπει αποκλίσεις από την μακροπρόθεσμη στρατηγική της χώρας. Η εμπειρία της προεδρίας Τραμπ, όμως, κατέδειξε ότι αυτό μπορεί να μην ισχύει και, τουλάχιστον σε περιόδους όπως η σημερινή, όπου είναι ισχυρή η αίσθηση της αμερικανικής υπεροχής και απουσιάζει το φάσμα μιας άμεσης και πιεστικής εξωτερικής απειλής, οι εξωτερικές σχέσεις και δεσμεύσεις της υπερδύναμης είναι πιθανόν να καταστούν έρμαιο των εσωτερικών πολιτικών συγκυριών. Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με μια παροδική ανωμαλία, οφειλόμενη στην ακραία προσωπικότητα του Τραμπ. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: γιατί η μισή κοινή γνώμη των ΗΠΑ επικρότησε μετά μανίας τις επιλογές του τελευταίου, το δε πολιτικό και διοικητικό σύστημα αδράνησε;

Συνέπεια των παραπάνω είναι να γεννηθούν αμφιβολίες ως προς την μακροπρόθεσμη διάθεση των ΗΠΑ να εξακολουθήσουν να λειτουργούν ως εγγυητές της ασφάλειας των ευρωπαϊκών χωρών. Οι αμφιβολίες καθίστανται ακόμη περισσότερο δικαιολογημένες, στον βαθμό που οι απειλές και οι συγκρούσεις στις οποίες ενδέχεται να εμπλακούν ευρωπαϊκά κράτη είναι περιφερειακής εμβελείας, όπως, για παράδειγμα, αυτές που προκαλεί η Τουρκία στην προσπάθειά της να αναδειχθεί σε επικυρίαρχο της Ανατολικής Μεσογείου, κατά ευθεία παράβαση του διεθνούς δίκαιου, αλλά και των στοιχειωδών συμφερόντων ασφαλείας μιας σειράς συμμαχικών κρατών. Κι αυτό διότι ως προς τέτοιες συγκρούσεις οι ΗΠΑ έχουν την πολυτέλεια να επιλέγουν το αν και κατά πόσον θα παρέμβουν. (Ασφαλώς, τα πράγματα έχουν αλλιώς ως προς τις στρατηγικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο –εκεί όμως οι διαφαινόμενες αντιπαραθέσεις δεν προβλέπεται να πάρουν στρατιωτική, αλλά οικονομική, πολιτική και, κυρίως, τεχνολογική μορφή.) Έχει έτσι ενισχυθεί σε μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης και των ελίτ η αντίληψη ότι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να επαφίεται στον ηγεμόνα για την προστασία της και, κατά συνέπεια, πρέπει να αποκτήσει δυνατότητες αυτοπροστασίας –δηλαδή, την στρατηγική αυτονομία, την οποία κηρύσσει με επιμονή ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν.

17022021-2.jpg

Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, με άλλους προσκεκλημένους κατά την διάρκεια της συνόδου κορυφής του G7, στο Μπιαρίτζ της Γαλλίας, στις 25 Αυγούστου 2019. Andrew Parsons/Pool via Reuters/
-------------------------------------------------------------

Την παραμονή των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, η υπουργός Αμύνης της Γερμανίας και προσωρινή επικεφαλής της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης Άννεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, προχώρησε σε μια εντόνως «φιλοαμερικανική» παρέμβαση, τονίζοντας ότι, «ασχέτως του ποιος θα βρίσκεται στον Λευκό Οίκο, … η Ευρώπη παραμένει εξαρτημένη από την στρατιωτική προστασία των ΗΠΑ, πυρηνική και συμβατική… Πρέπει να μπει ένα τέλος στις αυταπάτες περί ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας: οι Ευρωπαίοι δεν θα είναι ικανοί να υποκαταστήσουν τον κρίσιμο ρόλο της Αμερικής ως παρόχου υπηρεσιών ασφαλείας» [1]. Η πολιτική αστοχία ήταν προφανής: η Γερμανίδα πολιτικός δημοσίευσε το άρθρο της ούσα προφανώς βέβαιη για την άνετη επικράτηση του Τζο Μπάιντεν, την οποία προεξοφλούσαν όλες οι δημοσκοπήσεις –μια επικράτηση που ένα εικοσιτετράωρο αργότερα θα έμοιαζε πολύ αμφίβολη. Θα έγραφε άραγε τα ίδια, αν αμφέβαλλε για το αποτέλεσμα των εκλογών;