Μετάβαση εξουσίας στο Κονγκό | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μετάβαση εξουσίας στο Κονγκό

Ο πρόεδρος και η επιδίωξη της μεταρρύθμισης

Ποτέ δεν είναι εύκολο για το κράτος ως πλοίο να πλοηγηθεί σε ταραγμένα νερά όταν δύο καπετάνιοι μάχονται για το τιμόνι, αλλά αυτή είναι η μοίρα που έπληξε την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό για δύο χρόνια. Τον Δεκέμβριο του 2018, καθώς ο πρόεδρος της χώρας, Joseph Kabila, ολοκλήρωσε 18 χρόνια στην εξουσία, οι αμφισβητούμενες εκλογές οδήγησαν σε μια αδέξια συμφωνία κατανομής εξουσίας: ο Félix Tshisekedi, ο αρχηγός του παλαιότερου κόμματος της αντιπολίτευσης, διαδέχθηκε τον Kabila ως πρόεδρος, αλλά οι σύμμαχοι του Kabila κέρδισαν συντριπτική πλειοψηφία στο ισχυρό κοινοβούλιο της χώρας. Ο Τσισεκέντι υποβιβάστηκε στον ρόλο ενός συμβολικού προέδρου, ανίκανος να προωθήσει μια δημοφιλή μεταρρυθμιστική ατζέντα. Εν τω μεταξύ, τα υπέρ του Καμπιλά στοιχεία είχαν αρκετή εξουσία για να προστατεύσουν τα συμφέροντα του πρώην προέδρου.

01032021-1.jpg

Ο πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, Felix Tshisekedi, στις Βρυξέλλες, τον Σεπτέμβριο του 2019. Francois Lenoir / Reuters
-------------------------------------------------------

Επιτέλους, αυτή η δυσκίνητη διευθέτηση τελείωσε. Τον Δεκέμβριο, ο Τσισεκέντι ανακοίνωσε ότι το σύμφωνό του με τον Καμπιλά έχει αποτύχει. «Αυτό το θλιβερό αποτέλεσμα έρχεται μετά από δύο χρόνια ακούραστης προσπάθειας και αυτοθυσίας», είπε. Έτσι ξεκίνησε μια ενδελεχής εκκαθάριση των συμμάχων του Καμπιλά. Ο πρωθυπουργός και οι αρχηγοί και των δύο σωμάτων του κοινοβουλίου εξαναγκάστηκαν πλέον να φύγουν, και ο Τσισεκέντι έχει σχηματίσει την δική του πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και εγκατέστησε τον δικό του πρωθυπουργό. Δεν χρειάζεται πλέον να διορίζει τους συμμάχους του προκατόχου του σε ανώτερες διοικητικές θέσεις ή να διαβουλεύεται με τον Kabila για να ψηφίζεται μια νομοθεσία.

Η ξαφνική μετάβαση εξουσίας του Κονγκό είναι τόσο απρόσμενη όσο είναι και σημαντική. Για περισσότερα από 30 χρόνια, η χώρα υπέφερε από δικτατορία και πόλεμο. Οι κοινωνικοί και οικονομικοί δείκτες της ήταν σε ελεύθερη πτώση, συμπεριλαμβανομένου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και ενός μέσου προσδόκιμου ζωής που κατατάσσεται μεταξύ των χαμηλότερων στον κόσμο. Τα δικαστήρια και το φορολογικό σύστημα του Κονγκό μαστίζονται από συνεχή δυσλειτουργία. Ο τομέας της εξόρυξης είναι απελπιστικά διεφθαρμένος, ληστεύοντας το κράτος από royalties [προσόδους] στο σημείο που συχνά δεν μπορεί να πληρώσει τους δημόσιους υπαλλήλους και τους στρατιώτες του. Η αστυνομία και ο στρατός δεν είναι σε θέση να εξουδετερώσουν τις πολιτοφυλακές -με την δολοφονία του Ιταλού πρέσβη στην χώρα, του σωματοφύλακά του και του οδηγού τους στις 22 Φεβρουαρίου να είναι μόνο η πιο πρόσφατη επίθεση που βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα.

Όταν ο Τσισεκέντι κατέβηκε για πρόεδρος το 2018, υποσχέθηκε μια ριζική ρήξη με το παρελθόν, προσφέροντας μια νέα πορεία για ένα προβληματικό κράτος. Δύο χρόνια μετά, έχει τελικά την ευκαιρία να αποδείξει ότι εννοούσε αυτό που έλεγε.

ΔΥΟ ΠΡΟΕΔΡΟΙ

Λίγοι προέβλεπαν ότι οι εκλογές του 2018 θα εξελιχθούν όπως έγινε. Πολλοί παρατηρητές περίμεναν από τον Kabila να διευθετήσει τη νίκη του διαδόχου που προτιμούσε, αλλά ο Tshisekedi ανακηρύχθηκε νικητής. Ο Martin Fayulu, ένας άλλος υποψήφιος της αντιπολίτευσης, αμφισβήτησε τη νίκη και ισχυρίστηκε ότι έλαβε τις περισσότερες ψήφους -ένα συμπέρασμα που μοιράζονταν οι περισσότεροι εξωτερικοί παρατηρητές. Το αποτέλεσμα-έκπληξη πυροδότησε επίμονες αναφορές ότι ο Τσισεκέντι και ο Καμπιλά είχαν συνάψει συμφωνία στο παρασκήνιο: ο πρώτος θα ανακηρυχθεί πρόεδρος και ο δεύτερος θα εξακολουθούσε να κινεί τα νήματα. Πράγματι, μετά την ορκωμοσία του, ο Τσισεκέντι αναγκάστηκε να εγκαταστήσει ή να διατηρήσει στενούς συμβούλους του Kabila στην ομάδα εξωτερικής πολιτικής του και σε βασικές θέσεις ασφαλείας.

Περιπλέκοντας περαιτέρω τα πράγματα, ο συνασπισμός του Kabila -το Κοινό Μέτωπο για το Κονγκό, γνωστό από τα γαλλικά αρχικά του, FCC- κέρδισε μια μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτή η πλειοψηφία επέτρεψε στον Kabila να διαδραματίσει ρόλο από τα παρασκήνια στην πολιτική του Κονγκό, και δεν ήταν μυστικό ότι φιλοδοξούσε να κατεβεί εκ νέου για πρόεδρος το 2023. Έτσι, ο Τσισεκέντι ξεκίνησε την θητεία του από αδύναμη θέση: η νομιμοποίησή του ήταν αμφισβητούμενη και η εξουσία του περιορισμένη.

Αλλά η υπέρ του Καμπιλά πλειοψηφία στο κοινοβούλιο ήταν πάντα πιο εύθραυστη από όσο φαινόταν. Μερικά από τα μέλη της ήταν αποφασιστικά απογοητευμένα: είχαν ενταχθεί στο FCC πριν από τις εκλογές, όχι λόγω κάποιας σχέσης με τον Kabila, αλλά απλώς και μόνο επειδή δεν έβλεπαν κανένα νόημα να υποστηρίξουν την αντιπολίτευση, πιστεύοντας ότι κανένας υποψήφιος κατά του Καμπιλά δεν θα μπορούσε να κερδίσει. Άλλοι είχαν εξαρτήσει την πίστη τους στο FCC από την συνεχιζόμενη ικανότητα του Kabila να διανέμει χαριστικά έργα, αλλά εκτός εξουσίας, ο Kabila αποδείχθηκε ανίκανος να παράσχει αυτή τη μορφή πατρωνίας. Αυτά δεν ήταν καθόλου τα έργα ενός αξιόπιστου μπλοκ.

Ο ίδιος ο Kabila φάνηκε να αναγνωρίζει την ρηχότητα της υποστήριξής του, συμπεριφερόμενος σαν η πλειοψηφία να είχε γλιστρήσει από τα δάχτυλά του. Τον Φεβρουάριο του 2019, για παράδειγμα, έναν μήνα μετά την ορκωμοσία του Tshisekedi, ο Kabila έβαλε τους αρχηγούς κάθε κόμματος στον συνασπισμό του FCC να υπογράψουν έναν όρκο επιβεβαιώνοντας την πίστη τους σε αυτόν και να δηλώσουν ότι τα κοινοβουλευτικά μέλη τους ήταν πλέον επίσημα «μέλη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του FCC». Βραχυπρόθεσμα, το παίγνιο λειτούργησε: με το να αναβαπτίσει τους βουλευτές που συγκρότησαν τον κατακερματισμένο συνασπισμό του, ο Kabila απέτρεψε τον Τσισεκέντι να πυροδοτήσει την συνταγματική διαδικασία αναγνώρισης της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο, μια διαδικασία που χαρακτηρίζεται από πολιτικές διαπραγματεύσεις και μετατοπίσεις νομιμοφροσύνης. Αλλά το γεγονός ότι ο Καμπιλά έπρεπε να καταφύγει σε μια τακτική που συνορεύει με τον εκφοβισμό αποκάλυψε πόσο αδύναμη ήταν η μακροπρόθεσμη λαβή του στην εξουσία.

Το πιο δραματικό σημάδι της αδυναμίας του Καμπιλά εμφανίστηκε όταν ο Τσισεκέντι επέμενε να επαναπροσδιορίσει τους όρους της προεδρίας του. Αρχικά, ο Τσισεκέντι κυβερνούσε σε αυτό που ονομαζόταν «συγκατοίκηση» -που σημαίνει ότι το FCC είχε μια αρκετά άνετη πλειοψηφία για να διορίσει την δική του κυβέρνηση και να πραγματοποιήσει το δικό του πρόγραμμα, αφήνοντας τον Τσισεκέντι να είναι κάτι λίγο περισσότερο από ένας αχυράνθρωπος. Αλλά σύντομα, ο Τσισεκέντι μετατοπίστηκε επιτυχώς σε έναν «συνασπισμό» -που σημαίνει ότι οι σύμμαχοί του θα είχαν επίσης λόγο στην διαμόρφωση μιας κυβέρνησης και στην χάραξη πολιτικής. Πράγματι, η ατζέντα που κυκλοφόρησε η κυβέρνηση περιελάμβανε προγράμματα όπως η δωρεάν πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η καθολική υγειονομική κάλυψη, η καταπολέμηση της διαφθοράς, και ένα εθνικό πρόγραμμα «αλήθειας και συμφιλίωσης» που έχει σχεδιαστεί για να θεραπεύσει μια διχασμένη κοινωνία. Όλα αυτά ήταν υποσχέσεις της προεκλογικής εκστρατείας του Tshisekedi, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ομάδα του ήταν κάτι παραπάνω από το αδύναμο μέρος του συνασπισμού.

Κατά διαστήματα, ο Τσισεκέντι σταθεροποιούσε την δύναμή του καθώς η πλειοψηφία του Καμπιλά παραπατούσε. Αφότου ο υπέρ του Καμπιλά υπουργός Δικαιοσύνης προσπάθησε να περάσει έναν αμφιλεγόμενο νόμο ο οποίος θα είχε διαλύσει την ελάχιστη δικαστική ανεξαρτησία που απέμενε στο Κονγκό, ο Τσισεκέντι τον ανάγκασε να παραιτηθεί. Ο Τσισεκέντι δημιούργησε έναν οργανισμό κατά της διαφθοράς και τον έθεσε υπό την δική του εξουσία, προλαμβάνοντας τις προσπάθειες των υποστηρικτών του Καμπιλά στο κοινοβούλιο να δημιουργήσουν την δική τους εκδοχή Ποτέμκιν. Ο Τσισεκέντι εμπόδισε έναν σύμμαχο του Καμπιλά να διοριστεί στην εκλογική επιτροπή του Κονγκό, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο νοθευμένων εκλογών στο μέλλον. Ίσως το πιο σημαντικό, ο Τσισεκέντι κατάφερε να διορίσει δεκάδες αξιωματούχους σε ανώτερες στρατιωτικές και δικαστικές θέσεις χωρίς την έγκριση του FCC. Το FCC διαμαρτυρήθηκε ότι ο Τσισεκέντι παραβίαζε την συμφωνία κατανομής εξουσίας που είχε συνάψει με τον συνασπισμό, αλλά δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να κάνει για να τον σταματήσει.

Όσο σημαντικές κι αν ήταν αυτές τις κινήσεις στο να βοηθήσουν τον Τσισεκέντι να συσσωρεύσει εξουσία, ήταν μικρές νίκες στο ευρύ σχέδιο των πραγμάτων, και ο πρόεδρος συνειδητοποίησε ότι τα μικρά βήματα δεν θα τον πήγαιναν πουθενά. Εξακολουθούσε να μπλοκάρεται τακτικά στο κοινοβούλιο, και βρήκε ένα σχεδόν ανυπέρβλητο εμπόδιο στην απαίτηση της συμφωνίας καταμερισμού εξουσίας ότι το FCC έπρεπε να συνυπογράφει τις σημαντικές αποφάσεις. Στην συνέχεια, όμως, έλαβε μια απροσδόκητη ώθηση: ο Kabila το παράκανε στο κοινοβούλιο.

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Για να παρακολουθεί τα συμφέροντά του στη νομοθετική εξουσία, ο Kabila είχε κανονίσει τον διορισμό της Jeanine Mabunda, μιας από τις πιο πιστές συνεργάτιδές του, ως πρόεδρο της Κάτω Βουλής. Λόγω της ασυνήθιστης οργάνωσης εκείνη την εποχή, με τον Τσισεκέντι στην προεδρία και το FCC να ελέγχει το κοινοβούλιο, η Μαμπούντα βρέθηκε σε μια παράξενη θέση: ήταν ταυτόχρονα και ηγέτις της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο και ηγέτις της αντιπολίτευσης στον Τσισεκέντι. Ο πρώτος ρόλος της ζητούσε να διατηρήσει την λειτουργία του κοινοβουλευτικού μηχανισμού και να επιτρέψει στα μέλη του να νομοθετούν. Ο δεύτερος, απαιτούσε να παρεμποδίσει την ατζέντα του προέδρου.

Αναγκασμένη να επιλέξει μεταξύ αυτών των δύο ασυμβίβαστων στάσεων, η Μαμπούντα επέλεξε την δεύτερη, εναντιωνόμενη τον Τσισεκέντι σε κάθε εξέλιξη, απειλώντας να τον υποβάλει σε μομφή, και μπλοκάροντας το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων. Αποφασισμένη να εξυπηρετήσει τις φιλοδοξίες του πρώην προέδρου με κάθε κόστος, το κοινοβούλιο υπό την ηγεσία της παραμέλησε να εκτελέσει την πιο βασική του λειτουργία: να νομοθετεί. Σε δύο χρόνια, το κοινοβούλιο κατάφερε να εγκρίνει μόνο τέσσερις νόμους. Στα μάτια των περισσότερων Κονγκολέζων, η πλειοψηφία είχε απαξιώσει τον εαυτό της.

Το σημείο θραύσης έφτασε τον Οκτώβριο του 2020. Ο Τσισεκέντι είχε μόλις διορίσει τρεις νέους δικαστές στο ανώτατο δικαστήριο του Κονγκό χωρίς την έγκριση του FCC. Υποστηρίζοντας ότι η κίνηση ήταν αντισυνταγματική, η Μαμπούντα οδήγησε το FCC να μποϊκοτάρει την τελετή ορκωμοσίας των δικαστών, γράφοντας μια επιστολή στην Τσισεκέντι που ακόμη και ορισμένοι από τους συμμάχους της θα αποκαλούσαν «αγενή». Ο Τσισεκέντι έφτασε στα όριά του. Ανακοίνωσε ότι τερματίζει τον συνασπισμό με το FCC και έδωσε ένα τελεσίγραφο στο νομοθετικό σώμα: είτε δώστε μου μια νέα πλειοψηφία είτε θα διαλύσω το κοινοβούλιο και θα ζητήσω πρόωρες εκλογές.

Τα μέλη του κοινοβουλίου αντέδρασαν με περισσότερο ενθουσιασμό από όσο θα μπορούσε να προβλέψει ο Τσισεκέντι. Τον Δεκέμβριο του 2020, περισσότεροι από τους μισούς από τους 500 εκπροσώπους του κοινοβουλίου ψήφισαν για μια μομφή κατά της Μαμπούντα -καθιστώντας την έτσι την πρώτη πρόεδρο του κοινοβουλίου που εκτοπίζεται από τους ομολόγους της αφότου είχε γράψει ιστορία ως η πρώτη γυναίκα που υπηρέτησε ως πρόεδρος της Κάτω Βουλής.

Στην συνέχεια, τον Ιανουάριο του 2021, το κοινοβούλιο απέπεμψε δύο ακόμη συμμάχους του Kabila: η Κάτω Βουλή ψήφισε άρση της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, απομακρύνοντας τον πρωθυπουργό του Κονγκό, Sylvestre Ilunga, και το άνω σώμα [του κοινοβουλίου] ψήφισε να απομακρυνθεί ο πρόεδρος του σώματος, Alexis Thambwe Mwamba. Εν τω μεταξύ, ο Τσισεκέντι δημιούργησε τον δικό του πλειοψηφικό συνασπισμό. Επιτέλους, ήταν ελεύθερος να ακολουθήσει την δική του ατζέντα.

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΟΥ KABILA

Στην αρχή της προεδρίας του, ο Τσισεκέντι θεωρήθηκε απονομιμοποιημένος και αδύναμος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Τόσο το κοινό του Κονγκό όσο και βασικοί Δυτικοί δωρητές αμφισβήτησαν την εκλογική νίκη του και τον θεωρούσαν ως σταθερά κάτω από τον έλεγχο του Καμπιλά. Πολλοί αναρωτήθηκαν αν υπήρχε πραγματικά αλλαγή φρουράς. Σήμερα, η θέση του Tshisekedi ενισχύθηκε και το ανάστημά του βελτιώθηκε. Οι σύμμαχοί του κατέχουν τώρα το γραφείο του πρωθυπουργού και κατέχουν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Τώρα μπορεί να στραφεί στο έργο της μεταρρύθμισης του κράτους.

Υπάρχει, ωστόσο, ένα πρόβλημα: στο Κονγκό, οι πιο μακροχρόνιες μεταρρυθμίσεις προήλθαν από το κοινοβούλιο και τις ομάδες της κοινωνίας των πολιτών και όχι από την προεδρία. Υπάρχει μια μακρά παράδοση των μελών του κοινοβουλίου να ασκούν ανεξάρτητο ακτιβισμό. Τα κόμματα επηρεάζουν ελάχιστα τους μεμονωμένους πολιτικούς, ενώ οι ομάδες της κοινωνίας των πολιτών διαδραματίζουν μεγάλο ρόλο. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι πολιτικά διορισμένοι δεν είναι το κλειδί για την πραγματοποίηση αλλαγών˙ είναι οι επαγγελματίες δημόσιοι λειτουργοί που λογοδοτούν στο κοινοβούλιο.

Ως πρώτο βήμα, ο Τσισεκέντι πρέπει να αποσυνδέσει διάφορες υπηρεσίες υπό τον έλεγχό του και να τις βάλει στην σωστή τους θέση. Για παράδειγμα, οι υπηρεσίες για την καταπολέμηση της διαφθοράς, την οικονομική εποπτεία, και τις πρακτικές της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όλες θα λειτουργούσαν καλύτερα είτε ως ανεξάρτητα όργανα είτε ως μέρος των αντίστοιχων Υπουργείων τους. Για να προωθήσει περαιτέρω εξουσία προς τα υπουργεία, ο Tshisekedi πρέπει να μειώσει το μέγεθος του προσωπικού του και να διασφαλίσει ότι οι σύμβουλοι που θα διατηρεί έχουν επαρκή εμπειρία.

Επειδή όμως υπάρχει μεγάλη εξουσία στο κοινοβούλιο, αυτός είναι ο τόπος στον οποίο θα πρέπει να ξεκινήσει η μεταρρύθμιση. Υπάρχουν πολλά που μπορεί να κάνει το νομοθετικό σώμα. Για την κάθαρση του στρατού και της αστυνομίας του Κονγκό, το κοινοβούλιο πρέπει να διεξάγει δημόσιες ακροάσεις για το θέμα, να ασκεί έντονη εποπτεία, και να παρέχει στις υπηρεσίες ασφαλείας σταθερή, πολυετή χρηματοδότηση που θα μειώνει τα κίνητρα για δωροληψία. Για να ενισχυθεί η ανεξαρτησία των δικαστηρίων, το κοινοβούλιο πρέπει να εγγυηθεί έναν μόνιμο προϋπολογισμό για τα δικαστήρια και να αποδεχθεί το επίμονο αίτημά τους να αρθεί το υφιστάμενο σύστημα ασυλίας που εμποδίζει την δίωξη διεφθαρμένων αξιωματούχων. Για την προστασία των μελλοντικών εκλογών, το κοινοβούλιο πρέπει να θεσπίσει προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν το εκλογικό σύστημα διαφανές και την ανεξάρτητη εκλογική επιτροπή πραγματικά ανεξάρτητη.

Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές, δεδομένου ότι θα βελτιώσουν την θέση του Κονγκό στα μάτια της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και άλλων δωρητών, οι οποίοι συμπληρώνουν σε μεγάλο βαθμό τον εθνικό προϋπολογισμό της χώρας. (Το 2020, εξωτερικοί δωρητές παρείχαν περισσότερα από 300 εκατομμύρια δολάρια για την αντιμετώπιση μόνον της πανδημίας COVID-19). Για τον σκοπό αυτό, το κοινοβούλιο πρέπει να αναπληρώσει το ταμείο βελτιώνοντας την είσπραξη φόρων. Πρέπει να απαιτήσει έλεγχο των υπηρεσιών είσπραξης εσόδων του Κονγκό, την αποπολιτικοποίηση βασικών ηγετικών θέσεων σε δημόσιες επιχειρήσεις, και την αυστηρή εφαρμογή του φορολογικού κώδικα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Το Κοινοβούλιο πρέπει επίσης να εγκρίνει νομοθεσία για να δώσει στους διάφορους οργανισμούς καταπολέμησης της διαφθοράς του Κονγκό τους χρηματοοικονομικούς πόρους και τη νομική εξουσία που χρειάζονται για να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία τους. Γι’ αυτό, το κοινοβούλιο πρέπει να αξιοποιήσει την εμπειρογνωμοσύνη των ομάδων της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίες έχουν ενεργήσει ως ζωτική προστασία όσον αφορά την διαφθορά.

Το καλύτερο στοίχημα του Τσισεκέντι τώρα είναι να δημιουργήσει μια πραγματική συνεργασία με το κοινοβούλιο, μια συνεργασία που θα του έδινε ελευθερία δράσης για να παραδώσει σύμφωνα με την ατζέντα του. Όμως, όποιον δρόμο προς τα εμπρός κι αν διαλέξει ο πρόεδρος, θα είναι δικός του. Χωρίς να έχει κανέναν άλλον να κατηγορήσει, ο Τσισεκέντι θα αναδυθεί ή θα πέσει ανάλογα με την αξία της ηγεσίας του. Είναι μόνος του στο τιμόνι.

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/democratic-republic-congo/2021-0...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition