Η ενεργειακή φτώχεια | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ενεργειακή φτώχεια

Ο ρόλος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου*

Σύμφωνα με ένα γνωμικό, όταν ένα πρόβλημα είναι σωστά προσδιορισμένο, τότε έχει λυθεί κατά 50%. Στην Ελλάδα δεν έχει υιοθετηθεί ακόμη ένας κοινώς αποδεκτός ορισμός για την ενεργειακή φτώχεια και αυτός είναι ίσως και ο πρωταρχικός λόγος που μέχρι στιγμής οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν έχουν καταφέρει να την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Δεδομένου ότι αυτή την στιγμή (και μέχρι να ολοκληρώσει τις μελέτες του ο αρμόδιος ελληνικός φορέας) δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι και επικαιροποιημένοι δείκτες παρακολούθησης του φαινομένου, χρησιμοποιούνται πιο αδρομερείς προσεγγίσεις. Έτσι, ενεργειακά φτωχό θεωρείται το νοικοκυριό το οποίο δαπανά πάνω από το 10% του εισοδήματός του για να καλύψει τις ενεργειακές του ανάγκες.

Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην λογική που είχαν υιοθετήσει δύο Βρετανοί επιστήμονες, οι Isherwood και Hancock, το 1979. Τότε είχαν επιχειρήσει να δώσουν έναν πρώτο ορισμό για την ενεργειακή φτώχεια καθώς και έναν δείκτη παρακολούθησης αυτής, ο οποίος ορίζεται ως το ποσοστό δαπανών του νοικοκυριού για τις ενεργειακές ανάγκες του σε σχέση με το συνολικό εισόδημά του. Έτσι, αναγνωριζόταν πως «ένα νοικοκυριό βιώνει ενεργειακή φτώχεια όταν δαπανά πάνω από το 10% του εισοδήματός του για να καλύψει τις ανάγκες του σε ενέργεια».
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος με τίτλο «Άνιση έκθεση και άνισες συνέπειες: κοινωνική τρωτότητα και ατμοσφαιρική ρύπανση, θόρυβος και ακραίες θερμοκρασίες στην Ευρώπη», η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη θνησιμότητα τον χειμώνα.

Συγκεκριμένα, συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων από έκθεση σε διοξείδιο του άνθρακα, του αζώτου και του όζοντος. Όπως αναφέρουν τα στοιχεία, κατά την διάρκεια του χειμώνα, στην Ελλάδα σημειώνονται περισσότεροι θάνατοι, όπως και στην Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, σε σχέση με άλλες χώρες όπως είναι η Γερμανία, η Ολλανδία και η Φινλανδία.

Αυτό οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στο διαθέσιμο εισόδημα. Αναλυτικότερα, όσον αφορά στην Ελλάδα, από τα νοικοκυριά τα οποία βρίσκονται κάτω από το 60% του μέσου εισοδήματος της χώρας, τα μισά αδυνατούν να κρατήσουν ζεστά τα σπίτια τους. Το 35% των μονογονεϊκών οικογενειών βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, το ίδιο και το 40% των νοικοκυριών με έναν ηλικιωμένο.

Η δυσχέρεια πρόσβασης των ελληνικών νοικοκυριών σε επαρκή ενέργεια επιβεβαιώνεται και από πρόσφατα στοιχεία της Eurostat (2019) όπου φαίνεται πως το 25,7% των ελληνικών νοικοκυριών δυσκολεύεται να έχει άνετη πρόσβαση στην θέρμανση τους χειμερινούς μήνες.
Η Ελλάδα με βάση αυτά τα στοιχεία βρίσκεται στην τρίτη υψηλότερη θέση της ΕΕ με την Βουλγαρία να βρίσκεται στην κορυφή των «28» καθώς περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά αντιμετωπίζει προβλήματα με την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης.

Φυσικά, η ενεργειακή φτώχεια δεν αποτελεί έννοια που συνδέεται μόνο με τα νοικοκυριά.
Πρόσφατη εκτενής έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) (2019) αποτύπωσε για πρώτη φορά την έκταση της ενεργειακής φτώχειας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν και την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.

Όπως προκύπτει, το ενεργειακό κόστος έχει εξελιχθεί σε μια σοβαρότατη παράμετρο του συνολικού κόστους λειτουργίας, που ενίοτε υπερβαίνει ακόμη και το εργατικό, και σε κάθε περίπτωση έχει οδηγήσει στην άνοδο της ενεργειακής φτώχειας.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας, η ενεργειακή φτώχεια αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες επιδείνωσης της θέσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Αιτία της εμφάνισης και της επιδείνωσης της ενεργειακής φτώχειας είναι η άνοδος των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος (κατά 28% για τις μεσαίου μεγέθους βιομηχανίες και 177% για τα νοικοκυριά από το 2006 ως το 2017) και η πτώση των εσόδων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ). Αυτό είχε ως συνέπεια, το 15% των ΜμΕ να έχουν καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας (ΔΕΗ, φυσικό αέριο, κ.α.). Παρότι είναι αδύνατο να εξαχθούν αξιόπιστοι μέσοι όροι, εξαιτίας των μεγάλων αποκλίσεων που προέρχονται από τα διαφορετικά μεγέθη και τις διαφορετικές δραστηριότητες, πολλές ΜμΕ καταβάλλουν ακόμη και το 66% του κέρδους τους για ενεργειακό κόστος.

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΩΣ «ΑΝΤΙΔΟΤΟ» ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΦΤΩΧΕΙΑ

Αδιαμφισβήτητα, η πρόσβαση στην ενέργεια δημιουργεί ευκαιρίες για κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Αυτή η διαπίστωση έχει αναφερθεί σε μεγάλο αριθμό μελετών αποδεικνύοντας ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ πρόσβασης σε ενέργεια και του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (HDI) καθώς και του Κατά Κεφαλήν Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).

Η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί βασική προϋπόθεση για την υπέρβαση της φτώχειας. Καμία χώρα δεν έχει επιτύχει σταθερή οικονομική ανάπτυξη χωρίς να βελτιώσει την πρόσβαση σε καθαρότερες και πιο σύγχρονες μορφές ενέργειας. Οι ενεργειακές υπηρεσίες για την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης και οι ενεργειακές πολιτικές για την καταπολέμηση της ανισότητας στην ανθρώπινη ευημερία είναι συνεπώς και αμφότερες εξαιρετικά σημαντικές.

Από την άλλη, οι άφθονες, φθηνές αλλά πολύ ρυπογόνες λύσεις όπως είναι η βιομάζα και ο άνθρακας (προτού καταστεί ακριβός λόγω των δικαιωμάτων εκπομπών) θα μπορούσαν να συντελέσουν στην οικονομική ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα αλλά θα επέφεραν παράπλευρες συνέπειες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

Για τις βιομηχανικές χώρες, αυτή η πρόκληση οδηγεί σε μεγάλο βαθμό στο να στραφούν σε καθαρότερα ενεργειακά συστήματα, στην ενεργειακή απόδοση και στην προσπάθεια διαφοροποίησης του μίγματος ενεργειακού εφοδιασμού ώστε να συμπεριληφθούν περισσότερες ανανεώσιμες πηγές για την αντιμετώπιση των ανησυχιών για την κλιματική αλλαγή και τις αυξανόμενες ή ασταθείς παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου.