Η ενεργειακή φτώχεια | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ενεργειακή φτώχεια

Ο ρόλος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου*

Την ώρα που οι κυβερνήσεις των κρατών, οι Κεντρικές Τράπεζες, το ΔΝΤ και η ΕΕ αναζητούν τρόπους βιώσιμης ανάκαμψης και ενώ η ΕΕ προωθεί την υλοποίηση ενός φιλόδοξου Green Deal, μια νέα απειλή υποσκάπτει το μέλλον της μετάβασης σε μια πράσινη οικονομία.

Η ενεργειακή φτώχεια, αν και έχει αναγνωριστεί, έχει αντιμετωπιστεί αποσπασματικά, με αποτέλεσμα να εκλείπει από τα διεθνή φόρα ακόμη και ένας κοινώς αποδεκτός ορισμός ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τις παραμέτρους και τους τρόπους μέτρησης του φαινομένου.

07032021-1.jpg

Μια σημαία κυματίζει ανάμεσα σε καλώδια παράνομων συνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας σε μια φτωχική γειτονιά στο Καράτσι, στο Πακιστάν, στις 12 Αυγούστου 2017. REUTERS/Akhtar Soomro
-----------------------------------------------------------

Η έλλειψη ευρωπαϊκής και διεθνούς εμπειρίας στην υιοθέτηση συγκεκριμένων προτύπων και μοντέλων δημιουργεί φραγμούς στην συστηματική αντιμετώπιση του ζητήματος σε μια περίοδο μάλιστα όπου επιχειρείται μετάβαση σε καθαρότερες μορφές ενέργειας και τα κράτη καλούνται να αποφασίσουν ποια μορφή ενέργειας θα κρατήσουν και ποια θα… «πετάξουν».

Μήπως, όμως οι σημερινές συνθήκες, ιδιαίτερα οι οικονομικές, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τον COVID-19 απαιτούν ευελιξία και μερική αναθεώρηση της στρατηγικής; Μήπως το φυσικό αέριο και ακόμη και το πετρέλαιο, δεν έχουν πει την τελευταία τους λέξη όσον αφορά στην ενεργειακή μετάβαση και μπορούν να διαδραματίσουν τον δικό τους ρόλο στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας και στην τόνωση της οικονομίας;

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

Σε μια απλουστευτική προσέγγιση, ως «ενεργειακή φτώχεια» ορίζεται διεθνώς η αδυναμία πρόσβασης σε βασικές ενεργειακές υπηρεσίες, όπως είναι ο ηλεκτρισμός, το φυσικό αέριο, η θέρμανση, η ψύξη κ.ά. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (International Energy Agency), υπολογίζεται ότι περί τα 2,6 δισ. του παγκόσμιου πληθυσμού διαβιούν σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας με πολλαπλές συνέπειες, κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές.

Ένας άλλος ορισμός έχει επιχειρηθεί να δοθεί στο πλαίσιο του Citizen Energy Forum 2016, όπου η ενεργειακή φτώχεια νοείται ως «μια κατάσταση στην οποία ένα νοικοκυριό ή ένα άτομο δεν έχει την οικονομική δυνατότητα πρόσβασης σε βασικές ενεργειακές υπηρεσίες (θέρμανση, ψύξη, φωτισμό, μετακίνηση και ηλεκτροδότηση), ώστε να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, λόγω ενός συνδυασμού χαμηλού εισοδήματος, υψηλών ενεργειακών δαπανών και χαμηλής ενεργειακής απόδοσης του σπιτιού του».

Περνώντας στα επιμέρους εθνικά πλαίσια θα μπορούσε να αναφερθεί ότι αρκετές χώρες όπως η Γαλλία, η Κύπρος, η Ιρλανδία, η Σκωτία, η Ουαλία, η Σλοβακία έχουν υιοθετήσει πλέον έναν επίσημο ορισμό για την ενεργειακή φτώχεια. Έναν άτυπο ορισμό της ενεργειακής φτώχειας έχουν υιοθετήσει και η Αυστρία και το Βέλγιο.

Το θέμα της ενεργειακής φτώχειας και των ευάλωτων καταναλωτών επισημαίνεται σε αρκετές ευρωπαϊκές οδηγίες (πχ. Οδηγία 2009/72/ΕΚ και Οδηγία 2009/73/ΕΚ), ενώ ειδική μνεία υπάρχει στην Οδηγία 2012/27/ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση.

Στο πλαίσιο της προσπάθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αντιμετώπιση της ενεργειακής πενίας στις χώρες της ΕΕ, το 2018, δημιουργήθηκε το Παρατηρητήριο Ενεργειακής Πενίας (EPOV) της ΕΕ. Το EPOV έχει ως στόχο την βελτίωση της μέτρησης και της παρακολούθησης της ενεργειακής πενίας, καθώς και την ανταλλαγή γνώσεων και βέλτιστων πρακτικών σχετικά με το θέμα.

Αντίστοιχος φορέας έχει δημιουργηθεί και στην Ελλάδα. Το Παρατηρητήριο Ενεργειακής Φτώχειας αναπτύχθηκε από το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας (ΚΑΠΕ) και, σε πρώτη φάση, είχε σκοπό την ενημέρωση του κοινού και των φορέων άσκησης πολιτικής σχετικά με τα επίπεδα της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα. Μάλιστα, σύμφωνα με πηγή του ΚΑΠΕ, εκπονείται ήδη σχέδιο δράσης για την ενεργειακή φτώχεια στο οποίο θα περιλαμβάνονται δείκτες, ορισμοί, μηχανισμοί ποσοτικοποίησης, ενώ θα λαμβάνονται υπ’ όψιν οι επιπτώσεις του φαινομένου σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Ιδιαίτερη βαρύτητα θα δοθεί στις περιοχές που πλήττονται περισσότερο ενώ θα παρουσιάζονται συγκεκριμένα μέτρα όπως είναι επιδόματα, ενεργειακοί έλεγχοι, ευνοϊκότερα τιμολόγια, ενημερωτικές δράσεις, προγράμματα επιδοτήσεων για την ανακούφιση των νοικοκυριών.

ΠΟΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, περίπου το 11% του πληθυσμού, δηλαδή 54 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πλήττονται από ενεργειακή φτώχεια. Ως βασική αδυναμία στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζεται το γεγονός ότι δεν έχουν καθοριστεί οι παράμετροι με τις οποίες θα προσδιορίζονται οι ευπαθείς ομάδες καταναλωτών, ούτε υπάρχουν στοχευμένα μέτρα για την αντιμετώπισή της.

Σύμφωνα με τα αριθμητικά στοιχεία, στην Ευρώπη:
-57 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν την δυνατότητα θέρμανσης των σπιτιών τους τον χειμώνα
-104 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν την δυνατότητα χρήσης κλιματισμού στα σπίτια τους το καλοκαίρι
-52 εκατομμύρια άνθρωποι καθυστερούν στην εξόφληση των λογαριασμών ενέργειας
-10 εκατομμύρια άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να περπατούν περισσότερα από 30 λεπτά για να έχουν πρόσβαση σε εγκαταστάσεις δημόσιων μέσων μεταφοράς

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η ποιότητα ζωής αλλά και η οικονομική ευημερία των Ελλήνων (νοικοκυριά, επιχειρήσεις, βιομηχανία) επηρεάζεται άμεσα όχι μόνο από το βαθμό πρόσβασης στην ενέργεια αλλά και από το είδος της ενέργειας που χρησιμοποιούν οι Έλληνες καταναλωτές.

Σύμφωνα με ένα γνωμικό, όταν ένα πρόβλημα είναι σωστά προσδιορισμένο, τότε έχει λυθεί κατά 50%. Στην Ελλάδα δεν έχει υιοθετηθεί ακόμη ένας κοινώς αποδεκτός ορισμός για την ενεργειακή φτώχεια και αυτός είναι ίσως και ο πρωταρχικός λόγος που μέχρι στιγμής οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν έχουν καταφέρει να την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Δεδομένου ότι αυτή την στιγμή (και μέχρι να ολοκληρώσει τις μελέτες του ο αρμόδιος ελληνικός φορέας) δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι και επικαιροποιημένοι δείκτες παρακολούθησης του φαινομένου, χρησιμοποιούνται πιο αδρομερείς προσεγγίσεις. Έτσι, ενεργειακά φτωχό θεωρείται το νοικοκυριό το οποίο δαπανά πάνω από το 10% του εισοδήματός του για να καλύψει τις ενεργειακές του ανάγκες.

Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην λογική που είχαν υιοθετήσει δύο Βρετανοί επιστήμονες, οι Isherwood και Hancock, το 1979. Τότε είχαν επιχειρήσει να δώσουν έναν πρώτο ορισμό για την ενεργειακή φτώχεια καθώς και έναν δείκτη παρακολούθησης αυτής, ο οποίος ορίζεται ως το ποσοστό δαπανών του νοικοκυριού για τις ενεργειακές ανάγκες του σε σχέση με το συνολικό εισόδημά του. Έτσι, αναγνωριζόταν πως «ένα νοικοκυριό βιώνει ενεργειακή φτώχεια όταν δαπανά πάνω από το 10% του εισοδήματός του για να καλύψει τις ανάγκες του σε ενέργεια».
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος με τίτλο «Άνιση έκθεση και άνισες συνέπειες: κοινωνική τρωτότητα και ατμοσφαιρική ρύπανση, θόρυβος και ακραίες θερμοκρασίες στην Ευρώπη», η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη θνησιμότητα τον χειμώνα.

Συγκεκριμένα, συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων από έκθεση σε διοξείδιο του άνθρακα, του αζώτου και του όζοντος. Όπως αναφέρουν τα στοιχεία, κατά την διάρκεια του χειμώνα, στην Ελλάδα σημειώνονται περισσότεροι θάνατοι, όπως και στην Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, σε σχέση με άλλες χώρες όπως είναι η Γερμανία, η Ολλανδία και η Φινλανδία.

Αυτό οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στο διαθέσιμο εισόδημα. Αναλυτικότερα, όσον αφορά στην Ελλάδα, από τα νοικοκυριά τα οποία βρίσκονται κάτω από το 60% του μέσου εισοδήματος της χώρας, τα μισά αδυνατούν να κρατήσουν ζεστά τα σπίτια τους. Το 35% των μονογονεϊκών οικογενειών βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, το ίδιο και το 40% των νοικοκυριών με έναν ηλικιωμένο.

Η δυσχέρεια πρόσβασης των ελληνικών νοικοκυριών σε επαρκή ενέργεια επιβεβαιώνεται και από πρόσφατα στοιχεία της Eurostat (2019) όπου φαίνεται πως το 25,7% των ελληνικών νοικοκυριών δυσκολεύεται να έχει άνετη πρόσβαση στην θέρμανση τους χειμερινούς μήνες.
Η Ελλάδα με βάση αυτά τα στοιχεία βρίσκεται στην τρίτη υψηλότερη θέση της ΕΕ με την Βουλγαρία να βρίσκεται στην κορυφή των «28» καθώς περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά αντιμετωπίζει προβλήματα με την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης.

Φυσικά, η ενεργειακή φτώχεια δεν αποτελεί έννοια που συνδέεται μόνο με τα νοικοκυριά.
Πρόσφατη εκτενής έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) (2019) αποτύπωσε για πρώτη φορά την έκταση της ενεργειακής φτώχειας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν και την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.

Όπως προκύπτει, το ενεργειακό κόστος έχει εξελιχθεί σε μια σοβαρότατη παράμετρο του συνολικού κόστους λειτουργίας, που ενίοτε υπερβαίνει ακόμη και το εργατικό, και σε κάθε περίπτωση έχει οδηγήσει στην άνοδο της ενεργειακής φτώχειας.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας, η ενεργειακή φτώχεια αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες επιδείνωσης της θέσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Αιτία της εμφάνισης και της επιδείνωσης της ενεργειακής φτώχειας είναι η άνοδος των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος (κατά 28% για τις μεσαίου μεγέθους βιομηχανίες και 177% για τα νοικοκυριά από το 2006 ως το 2017) και η πτώση των εσόδων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ). Αυτό είχε ως συνέπεια, το 15% των ΜμΕ να έχουν καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας (ΔΕΗ, φυσικό αέριο, κ.α.). Παρότι είναι αδύνατο να εξαχθούν αξιόπιστοι μέσοι όροι, εξαιτίας των μεγάλων αποκλίσεων που προέρχονται από τα διαφορετικά μεγέθη και τις διαφορετικές δραστηριότητες, πολλές ΜμΕ καταβάλλουν ακόμη και το 66% του κέρδους τους για ενεργειακό κόστος.

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΩΣ «ΑΝΤΙΔΟΤΟ» ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΦΤΩΧΕΙΑ

Αδιαμφισβήτητα, η πρόσβαση στην ενέργεια δημιουργεί ευκαιρίες για κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Αυτή η διαπίστωση έχει αναφερθεί σε μεγάλο αριθμό μελετών αποδεικνύοντας ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ πρόσβασης σε ενέργεια και του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (HDI) καθώς και του Κατά Κεφαλήν Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).

Η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί βασική προϋπόθεση για την υπέρβαση της φτώχειας. Καμία χώρα δεν έχει επιτύχει σταθερή οικονομική ανάπτυξη χωρίς να βελτιώσει την πρόσβαση σε καθαρότερες και πιο σύγχρονες μορφές ενέργειας. Οι ενεργειακές υπηρεσίες για την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης και οι ενεργειακές πολιτικές για την καταπολέμηση της ανισότητας στην ανθρώπινη ευημερία είναι συνεπώς και αμφότερες εξαιρετικά σημαντικές.

Από την άλλη, οι άφθονες, φθηνές αλλά πολύ ρυπογόνες λύσεις όπως είναι η βιομάζα και ο άνθρακας (προτού καταστεί ακριβός λόγω των δικαιωμάτων εκπομπών) θα μπορούσαν να συντελέσουν στην οικονομική ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα αλλά θα επέφεραν παράπλευρες συνέπειες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

Για τις βιομηχανικές χώρες, αυτή η πρόκληση οδηγεί σε μεγάλο βαθμό στο να στραφούν σε καθαρότερα ενεργειακά συστήματα, στην ενεργειακή απόδοση και στην προσπάθεια διαφοροποίησης του μίγματος ενεργειακού εφοδιασμού ώστε να συμπεριληφθούν περισσότερες ανανεώσιμες πηγές για την αντιμετώπιση των ανησυχιών για την κλιματική αλλαγή και τις αυξανόμενες ή ασταθείς παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου.

07032021-2.jpg

Πρόβατα δίπλα σε φωτοβολταϊκό σταθμό στο Allonnes κοντά στο Le Mans, στην Γαλλία, στις 8 Ιανουαρίου 2018. REUTERS/Stephane Mahe
--------------------------------------------------------

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ενώ υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για τον ορισμό της φτώχειας, υπάρχει μια θετική παγκόσμια συσχέτιση μεταξύ των ενεργειακών υπηρεσιών και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (περίπου μέσο ατομικό εισόδημα) καθώς και σε σχέση με την ανθρώπινη ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, παρατηρείται συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου ευεξίας (που φαίνεται από τον δείκτη Human Development Index, HDI) και της πρόσβασης σε σύγχρονες μορφές ενέργειας (υποδεικνύεται από την κατά κεφαλήν κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας). Καθώς η κατά κεφαλήν κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται, ο δείκτης HDI αυξάνεται, ενώ η αύξηση του εισοδήματος και της πρόσβασης στην ηλεκτρική ενέργεια έχει άμεση σχέση με την αύξηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

Ο εγγενής δεσμός και η θετική σχέση μεταξύ της ενέργειας και της αντιμετώπισης της φτώχειας -είτε της φτώχειας που καθορίζεται από το εισόδημα είτε της φτώχειας που συνδέεται με την άνιση κατανομή του εισοδήματος μεταξύ διαφορετικών χωρών- είναι πολύ ισχυρή στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό αποδεικνύεται σαφώς από το γεγονός ότι οι φτωχοί άνθρωποι αποτελούν μια μεγάλη ομάδα η οποία αριθμεί περίπου 3 δισεκατομμύρια άτομα που βασίζονται κυρίως σε στερεά καύσιμα (άνθρακας και παραδοσιακή βιομάζα), εκ των οποίων 2,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι μαγειρεύουν και θερμαίνουν τα σπίτια τους με παραδοσιακά καύσιμα και σόμπες χαμηλής απόδοσης (UNDP και ΠΟΥ, 2009).

O ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου καλείται πλέον να αποσαφηνίσει τον ρόλο της στην ενεργειακή μετάβαση και να υποδείξει τα επιχειρηματικά μοντέλα που θα υιοθετηθούν προκειμένου να συμβάλει στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (GHG) και στην επίτευξη των στόχων της συμφωνίας του Παρισιού (ΙΕΑ,2019).

Οι αυξανόμενες κοινωνικές και περιβαλλοντικές πιέσεις σε πολλές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου εγείρουν πολύπλοκα ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο αυτών των καυσίμων σε μια μεταβαλλόμενη ενεργειακή οικονομία, και οι επιχειρήσεις του κλάδου καλούνται να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους στις κοινωνίες στις οποίες λειτουργούν.

Ωστόσο, με φόντο τις αυξανόμενες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, προκύπτει ένα βασικό ερώτημα: οι εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου πρέπει να θεωρούνται μέρος του προβλήματος ή μπορούν να διαδραματίσουν εξίσου κρίσιμο ρόλο στην επίλυσή του;
Σε αυτό το ερώτημα επιχείρησε πρόσφατα να απαντήσει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) με μια έκθεση η οποία βασίζεται σε ένα πολυετές πρόγραμμα ανάλυσης για το μέλλον του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στην σειρά IEA World Energy Outlook (WEO).

Με βάση τα νέα δεδομένα, ο ρόλος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου καθορίζεται από τρεις παραμέτρους:
-Την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και την αύξηση της ζήτησης στις αναδυόμενες οικονομίες
-Την ανάγκη δημιουργίας υποδομών οι οποίες θα διευκολύνουν την προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου καθώς αυτά εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ενεργειακό και οικονομικό ρόλο στις σύγχρονες κοινωνίες
-Την επιτακτική ανάγκη μείωσης των εκπομπών που σχετίζονται με την ενέργεια σύμφωνα με τους διεθνείς κλιματικούς στόχους.

ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ Η ΚΑΘΑΡΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Δεδομένου ότι το βιομηχανικό τοπίο στην ενέργεια παρουσιάζει μεγάλη διαφοροποίηση, δεν υπάρχει καμία στρατηγική η οποία να είναι κοινή για όλους. Η προσοχή επικεντρώνεται συχνά στους λεγόμενους Majors, τις επτά μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου που έχουν μεγάλη επίδραση στις βιομηχανικές πρακτικές και κατευθύνσεις. Αλλά ο κλάδος είναι πολύ μεγαλύτερος: οι μεγάλες εταιρείες αντιπροσωπεύουν το 12% των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, το 15% της παραγωγής και το 10% των εκτιμώμενων εκπομπών από τη βιομηχανία.

Σήμερα, το 15% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προέρχονται από την διαδικασία εξόρυξης υδρογονανθράκων και μεταφοράς τους στους τελικούς καταναλωτές.
Η μείωση των διαρροών μεθανίου στην ατμόσφαιρα είναι ο μοναδικός πιο σημαντικός και οικονομικός τρόπος προκειμένου η βιομηχανία να μειώσει αυτές τις εκπομπές. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να αναφερθεί ότι υπάρχουν άφθονες, οικονομικά αποδοτικές λύσεις για τη μείωση της έντασης των εκπομπών του παραδοθέντος πετρελαίου και φυσικού αερίου, ελαχιστοποιώντας τις εκπομπές CO2, αντιμετωπίζοντας τις εκπομπές μεθανίου, και ενσωματώνοντας ακόμη και την χρήση ΑΠΕ και ηλεκτρισμού που παράγεται από καθαρή ενέργεια στις πρακτικές παραγωγής φυσικού αερίου και LNG. Σε αυτές περιλαμβάνονται η ανάπτυξη αποθήκευσης, χρήσης και δέσμευσης άνθρακα (CCUS), η ανάπτυξη τεχνολογιών υδρογόνου, βιοκαυσίμων και η συνδυαστική αξιοποίηση των υπεράκτιων αιολικών.

Η κλιμάκωση αυτών των τεχνολογιών και η μείωση του κόστους τους θα μπορούσαν να βασίζονται στις δυνατότητες μηχανικής και διαχείρισης έργων μεγάλης κλίμακας, πλεονεκτήματα τα οποία ταιριάζουν με εκείνα των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Για την αποθήκευση και δέσμευση άνθρακα, αξίζει να σημειωθεί ότι τα τρία τέταρτα του CO2 που δεσμεύονται σήμερα σε εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας προέρχονται από εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, και η βιομηχανία αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ένα τρίτο των συνολικών δαπανών για έργα CCUS. Εάν ο κλάδος καταφέρει να συνεργαστεί με κυβερνήσεις και άλλους ενδιαφερόμενους για την δημιουργία βιώσιμων επιχειρηματικών μοντέλων για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, αυτό θα μπορούσε να δώσει σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι κάθετες λύσεις ίσως να μην είναι οι πιο ιδανικές όταν μιλάμε για σύνθετα ζητήματα, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο μετασχηματισμός του ενεργειακού τομέα μπορεί να συμβεί χωρίς την βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά αυτό θα ήταν πιο δύσκολο και σίγουρα πιο ακριβό.

* Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 65 (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2020) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition