Ένας κόσμος ασφαλής για την απολυταρχία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ένας κόσμος ασφαλής για την απολυταρχία;

Η άνοδος της Κίνας και το μέλλον της παγκόσμιας πολιτικής*

Το 2011, το Πεκίνο εξέπληξε πολλούς διεθνείς παρατηρητές, ψηφίζοντας κυρώσεις κατά της Λιβύης και υπέρ της παραπομπής του Λίβυου δικτάτορα Muammar al-Qaddafi στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Η Κίνα επέλεξε τότε να μην εμποδίσει το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που εξουσιοδότησε την στρατιωτική παρέμβαση στην Λιβύη, η οποία οδήγησε στην βίαιη ανατροπή του Καντάφι. Έχοντας μάθει από αυτήν την εμπειρία, κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Συρία η Κίνα κράτησε το βέτο της για τα ψηφίσματα που πιστεύει ότι επαπειλούν βίαιη αλλαγή καθεστώτος. Η γενική προσέγγιση της Κίνας προς τον ΟΗΕ αντικατοπτρίζει μια συντηρητική θέση σχετικά με την ισορροπία μεταξύ κυριαρχίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μετριαζόμενη από μια επιθυμία να αποφύγει το πολιτικό κόστος της λήψης αντιλαϊκών θέσεων.

Οι επικριτές συχνά κατηγορούν το Πεκίνο ότι υποστηρίζει αυταρχικές χώρες παρέχοντάς τους άνευ όρων δάνεια και βοήθεια. Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτόν τον ισχυρισμό, αλλά η εικόνα είναι πιο περίπλοκη από ό, τι συνήθως προτείνουν οι επικριτές. Η επίσημη αναπτυξιακή βοήθεια της Κίνας τείνει να ακολουθεί τα πολιτικά συμφέροντά της παρά να στοχεύει συγκεκριμένους τύπους κυβερνήσεων ανάλογα με το επίπεδο της δημοκρατίας τους ή της διαφθοράς τους. Η Κίνα παρέχει επίσης μια ελκυστική εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης σε κυβερνήσεις ανίκανες ή απρόθυμες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις άλλων διεθνών δανειστών. Πράγματι, σε σύγκριση με άλλες διεθνείς πηγές χρηματοδότησης, τα κινεζικά δάνεια μπορούν στην πραγματικότητα να λειτουργούν αποτελεσματικότερα σε άσχημα κυβερνημένα μέρη, καθώς συνδέονται συχνά με συγκεκριμένα έργα υποδομής [7], όπως νέοι δρόμοι, σχολεία, σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής ή συστήματα αποχέτευσης. Οι καταγγελίες ότι τα δάνεια του Πεκίνου στηρίζουν δικτάτορες μπορούν επίσης να ακουστούν κούφιες, δεδομένης της μεγάλης ιστορίας της αμερικανικής κυβέρνησης, των διεθνών τραπεζών, και των πολυεθνικών εταιρειών πετρελαίου και εξόρυξης που υποστηρίζουν στρατηγικά σημαντικές ή πλούσιες σε πόρους δικτατορίες.

Επίσης, η Κίνα έχει αρχίσει να εισάγει προϋποθέσεις για τις κινεζικές εταιρείες που αποσκοπούν στη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων των επενδύσεων στις τοπικές κοινότητες και στον περιορισμό έργων ματαιοδοξίας, παρόλο που τα διπλωματικά και στρατηγικά συμφέροντα του Πεκίνου μπορούν παρά ταύτα να υπερισχύσουν αυτών των ανησυχιών. Κάτω από διεθνείς πιέσεις, η υπό κινεζική ηγεσία Τράπεζα Επενδύσεων Ασιατικών Υποδομών (Asian Infrastructure Investment Bank, ΑΙΙΒ) έχει υιοθετήσει κανόνες σχετικά με τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες των πολιτικών, της παρόμοιους με εκείνους στις ανεπτυγμένες χώρες. Τον Απρίλιο του 2019, η Christine Lagarde, η [πρώην] διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου [και νυν επικεφαλής της ΕΚΤ], χειροκρότησε την ανακοίνωση του Πεκίνου για ένα πλαίσιο βιωσιμότητας χρέους ως απάντηση στις διεθνείς επικρίσεις για την Πρωτοβουλία Belt and Road του Σι. Η κινεζική βοήθεια και χρηματοδότηση ίσως να μην βελτιώνει την διακυβέρνηση στον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά επίσης δεν είναι ξεκάθαρο ότι την επιδεινώνει.

Ακόμη, η Κίνα προκαλεί την οργή των Δυτικών παρατηρητών για την εξαγωγή τεχνολογιών επιτήρησης και λογοκρισίας. Οι βαριές επενδύσεις της Κίνας σε αυτές τις τεχνολογίες την κατέστησαν φθηνότερη για άλλα αυταρχικά, και δυνητικά αυταρχικά καθεστώτα για να παρακολουθούν τους πολίτες τους. Οι κινεζικές εταιρείες έχουν πουλήσει συστήματα παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένης της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου με τεχνολογία A.I. (τεχνητής νοημοσύνης), σε πολλές χώρες, όπως ο Ισημερινός, το Ιράν, η Κένυα, η Βενεζουέλα και η Ζιμπάμπουε. Ορισμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι σε όλο τον κόσμο εξετάζουν το παράδειγμα της Κίνας όταν πρόκειται για την διαχείριση του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Όπως σημείωσε ο αναπληρωτής Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών της Τανζανίας το 2017, «οι Κινέζοι φίλοι μας κατάφεραν να μπλοκάρουν τα μέσα ενημέρωσης [Facebook, Twitter και Instagram] στην χώρα τους και να τα αντικαταστήσουν με εγχώριους ιστότοπους που είναι ασφαλείς, εποικοδομητικοί και δημοφιλείς. Δεν είμαστε ακόμα εκεί, αλλά ενώ εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε αυτές τις πλατφόρμες, πρέπει να προφυλαχθούμε από την κακή χρήση τους».

Ωστόσο, όπως και με την κινεζική δανειοδότηση, η ιστορία της κινεζικής τεχνολογίας είναι πιο περίπλοκη από ό, τι φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Η διάχυση του ψηφιακού αυταρχισμού δεν είναι το ίδιο με μια σκόπιμη προσπάθεια να αναδιαμορφωθούν άλλες κυβερνήσεις κατ’ εικόνα της Κίνας. Και η καταστολή δεν είναι η μόνη χρήση για πολλές από τις τεχνολογίες που εξάγει η Κίνα. Η κινεζική εταιρεία τηλεπικοινωνιών ZTE, για παράδειγμα, έχει επικριθεί επειδή βοήθησε στην ανάπτυξη του νέου συστήματος εθνικών ταυτοτήτων της Βενεζουέλας, το οποίο οι Αρχές της Βενεζουέλας συνειδητοποίησαν, μετά από μια επίσκεψη στην Σενζέν το 2008, ότι θα τους επιτρέψει να παρακολουθούν την συμπεριφορά των πολιτών. Αλλά η Κίνα δεν είναι ο μοναδικός εξαγωγέας συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης. Ένα πρόσφατο άρθρο που δημοσίευσε το Council on Foreign Relations, για παράδειγμα, επαίνεσε τις βρετανικές ηλεκτρονικές ταυτότητες που θα «επέτρεπαν στους πολίτες της Ρουάντας να έχουν αποτελεσματική πρόσβαση στις κυβερνητικές υπηρεσίες». Όταν το αμερικανικό Υπουργείο Εμπορίου μελέτησε να απαγορεύσει την εξαγωγή τεχνολογίας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για επιτήρηση, πολλές εταιρείες τεχνολογίας των ΗΠΑ επεσήμαναν ότι η τεχνολογία αυτή προστατεύει επίσης τα ψηφιακά δίκτυα από εισβολείς.