Η στρατιωτική εικόνα της αντιπαλότητας Ελλάδας-Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η στρατιωτική εικόνα της αντιπαλότητας Ελλάδας-Τουρκίας

Τα πλεονεκτήματα και οι αδυναμίες της κάθε πλευράς*

Το 2019, οι εφημερίδες που είναι πιστές στον κ. Ερντογάν, με προεξάρχουσα την Yeni Safak, επεξεργάστηκαν σενάρια πολέμου, με ποιο όπλο θα επιτεθούν στην Ελλάδα. Προκρίθηκαν οι πύραυλοι τουρκικής προέλευσης (J600T, SOM Cruise και Bora) εγκατεστημένοι στην δυτική ακτή της χώρας, με εμβέλεια έως 280 χλμ., που θα μπορούσαν να χτυπήσουν όχι μόνο τα ελληνικά νησιά, αλλά και την πρωτεύουσά τους, την Αθήνα. Αλλά, οι σύγχρονες συρράξεις δεν θυμίζουν και δεν μοιάζουν με τους πολέμους του προηγούμενου αιώνα. Σήμερα, ο συμβατικός πόλεμος είναι πλέον πιο εξελιγμένος, ηλεκτρο-μαγνητικός, και σαφώς ταχύτερος.

Κύριος δείκτης ισορροπίας ισχύος είναι και ο αριθμός των κατοίκων. Περίπου, 70 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στην Τουρκία και 11 εκατομμύρια στην Ελλάδα. Χάρη σε αυτό το αποθεματικό, οι Τούρκοι μπορούν να καλέσουν περισσότερους ανθρώπους ως εφεδρεία. Άρα το πλεονέκτημα της Τουρκίας έγκειται στο τεράστιο ανθρώπινο δυναμικό και τα αποθέματα, αλλά αυτό θα πάρει χρόνο για να κινητοποιηθεί. Το πιο πιθανό είναι να μην μπορέσει χρονικά να τα αξιοποιήσει και το πλεονέκτημα θα χαθεί σε έναν γρήγορο πόλεμο ή εάν οι μεγάλες δυνάμεις, κυρίως οι ΗΠΑ, παρέμβουν δυναμικά για να τον σταματήσουν, πριν η σύγκρουση γίνει πολύ καταστροφική.

Οι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.), πολύ νωρίς στην καριέρα τους, μαθαίνουν ότι η στρατιωτική ισορροπία με τον αντίπαλο στηρίζεται, κυρίως, σε δύο βασικά χαρακτηριστικά: στην ποιότητα (τεχνολογία και εκπαίδευση), αλλά και στους αριθμούς. Στην δεύτερη περίπτωση, το μέγεθος των Ε.Δ. μιας χώρας αναγκαστικά καθορίζει τις επιλογές της. Την ποιότητα της ισορροπίας με τον αντίπαλο καθορίζει η τεχνολογία των εξοπλισμών και το προσωπικό (εκπαίδευση). Και αν οι επιτελείς των Ε.Δ. μπορούν να είναι πραγματικά υπερήφανοι για την ποιότητα των στελεχών τους, το ζήτημα της τεχνολογίας των εξοπλισμών δημιουργεί σε όλους σκεπτικισμό και ανησυχία για το μέλλον.

Τα μνημόνια και η προηγούμενη χρονική περίοδος ανεξέλεγκτων δαπανών («πάρτι» εξοπλισμών) ήταν καταστροφικά για την Ελλάδα και την άμυνα της χώρας, τόσο σε υλικό όσο και σε στελέχη, αλλά και σε βάθος χρόνου η κατάσταση θα χειροτερέψει λόγω της δημογραφικής κατάρρευσης που παρατηρείται μετά το 2010 και η οποία θα αρχίσει να γίνεται εμφανής την δεκαετία που μας έρχεται.

Αντίθετα με την Ελλάδα, η Τουρκία ξεκίνησε μαζικούς εξοπλισμούς ενώ στην χώρα μας η κρατική αμυντική βιομηχανία με τον «τοξικό» συνδικαλισμό της και με διαχρονική ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών (στήριξη της τοξικότητας προς επίτευξη επίπλαστης –επικοινωνιακής- ειρήνης) ξέπεσε σε γενική ανυποληψία.

Ο κύριος λόγος γι’ αυτό δεν είναι μόνο η άρνηση των κυβερνήσεων να επενδύσουν στην άμυνα και η δημοσιονομική αδυναμία της Ελλάδας που πρακτικά έχουν καθηλώσει πλέον της εικοσαετίας τις αμυντικές δαπάνες, αλλά και η στρατηγική επένδυση της Τουρκίας στην δημιουργία μιας στιβαρής αμυντικής βιομηχανίας.

Η Ελλάδα εισάγει σχεδόν το σύνολο των οπλικών συστημάτων της, την στιγμή που η Τουρκία κατασκευάζει με δική της τεχνογνωσία πάνω από το 65% των εξοπλισμών της, μάλιστα με μια αρκετά μεγάλη και εξαγώγιμη λίστα προϊόντων, η οποία περιλαμβάνει και εγχώριας κατασκευής μη επανδρωμένα αεροχήματα (UAV), καθώς και πυραύλους μικρού και μεγάλου βεληνεκούς.

Η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία (Türk Hava Kuvvetleri, THK), όπου η εκπαίδευση των πιλότων είναι μακροχρόνια, έχει αναγκαστεί να φέρει πιλότους από την πολιτική αεροπορία αλλά και να ρίξει στον «ψυχρό πόλεμο» του Αιγαίου πιλότους χωρίς πείρα ή αλλοδαπούς (Πακιστάν), κάτι που όπως πολλοί αναλυτές σχολίασαν είναι επικίνδυνο να προκαλέσει ατύχημα. Στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.) τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα, καθώς τα στελέχη της θεωρούνται από τα κορυφαία σε όλη την συμμαχία του ΝΑΤΟ, ωστόσο δεν έμεινε αλώβητη. Η κρίση μείωσε τις ώρες πτήσης, με αποτέλεσμα πολλοί δυσαρεστημένοι πιλότοι να παραιτηθούν, ακόμη και πληρώνοντας την πρόωρη αποχώρησή τους, ώστε να εργαστούν στο εξωτερικό όπου είναι περιζήτητοι λόγω του υψηλότατου επιπέδου τους, βρίσκοντας εργασία ακόμη κι ως εκπαιδευτές σε ξένες πολεμικές αεροπορίες σε χώρες του Κόλπου.

Η Τουρκική Αεροπορία, μετά το 2016, έχασε τουλάχιστον 265 από τους 400 πιλότους της με αποτέλεσμα ο λόγος πιλότου προς αεροσκάφος να πέσει από το 2 στο 0,8. Και οι πιλότοι δεν είναι εύκολο να εκπαιδευτούν.

Μετά την διακοπή παραδόσεως των F-35 στην Τουρκία από τις ΗΠΑ, η THK παραμένει αριθμητικά μεγαλύτερη από την Π.Α. σε αριθμούς, αλλά από την άποψη του τεχνικού εξοπλισμού είναι σχεδόν πανομοιότυπες, καθώς και οι δύο χώρες χρησιμοποιούν τα αεροσκάφη F-16. Η Ελλάδα, όμως, διαθέτει και τα γαλλικά Mirage-2000 με τους στρατηγικούς πυραύλους SCALP-EG που προσδίδουν επιχειρησιακό πλεονέκτημα (εμβέλεια 300 Κm), ενώ με την πρόσκτηση των γαλλικών αεροσκαφών Rafale (εν αναμονή) αποκτάται η αεροπορική υπεροχή κυρίως λόγω του πυραύλων αέρος-αέρος μεγάλου βεληνεκούς.

Πραγματική απειλή για τους Τούρκους είναι τα αντιαεροπορικά συστήματα PATRIOT τα οποία και τα φοβούνται και δεν τα γνωρίζουν καλά, αλλά και το σύστημα S-300 της Κρήτης. Για την Ελλάδα η μεγάλη απειλή είναι το νεοπαραληφθέν σύστημα S-400 (απαιτεί χρόνο για επιχειρησιακή ένταξη), αλλά η Π.Α. έχει μακροχρόνια επιχειρησιακή εμπειρία από την ελληνική συστοιχία S-300 και έχει εκπαιδευτεί σε τρόπους αντιμετώπισης που μειώνουν την αποτελεσματικότητά τους. Είναι βέβαιο ότι στην THK έχουν αναγνωρίσει τις θέσεις αναπτύξεως των S-400 απέναντι από τον Έβρο και τα νησιά μας σε Αιγαίο και Δωδεκάνησα με προβάδισμα την ευρύτερη περιοχή Κρήτης-Ρόδου-Καστελορίζου-Κύπρου. Επίσης, απειλή αποτελούν τα μεταγωγικά αεροσκάφη Α-400 (μεταφορά προσωπικού-υλικού), σε περίπτωση που η Τουρκική Αεροπορία αποκτήσει την αεροπορική υπεροχή με την βοήθεια των ιπτάμενων tanker ΚC-135.