Η παρακμή της ινδικής δημοκρατίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παρακμή της ινδικής δημοκρατίας

Γιατί η Ινδία δεν κατατάσσεται πλέον μεταξύ των φιλελεύθερων χωρών
Περίληψη: 

Οι ανησυχητικές πολιτικές εξελίξεις στην χώρα είναι πολλές: παγίωση μιας πολιτικής ινδουιστικού πλειοψηφισμού, υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας, και καταστολή της πολιτικής διαφωνίας και των μέσων ενημέρωσης. Μεγάλο μέρος αυτής της αλλαγής συνδέεται με την προσωπικότητα του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι.

Ο MILAN VAISHNAV είναι ανώτερος συνεργάτης και διευθυντής του Προγράμματος της Νότιας Ασίας στο Carnegie Endowment for International Peace στην Ουάσινγκτον.

Δύο πρόσφατες εκθέσεις σχετικά με την υγεία της παγκόσμιας δημοκρατίας κάνουν μια θλιβερή ανάγνωση σχετικά με την πολιτική πορεία της Ινδίας. Για πρώτη φορά από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το φιλοδημοκρατικό μη κερδοσκοπικό Freedom House υποβάθμισε το καθεστώς της Ινδίας [1] από «Ελεύθερο» σε «Εν Μέρει Ελεύθερο», λόγω της εξασθενημένης προστασίας των πολιτικών ελευθεριών της χώρας. Μια δεύτερη έκθεση του Varieties of Democracy Institute [2] ανέφερε ότι η Ινδία δεν θεωρείται πλέον ως «Εκλογική Δημοκρατία», κατατάσσοντάς την στις τάξεις των «Εκλογικών Απολυταρχιών» -μια ομαδοποίηση που περιλαμβάνει σημαντικούς οπισθοδρομούντες όπως η Ουγγαρία και η Τουρκία.

22032021-1.jpg

Ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Narendra Modi, στο Δελχί, στην Ινδία, τον Αύγουστο του 2015. Adnan Abidi / Reuters
-----------------------------------------------------------

Η πτώση της Ινδίας στους πίνακες της ομάδας των δημοκρατιών δεν έχει τόση σχέση με την φύση των εκλογών της -οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό ελεύθερες και δίκαιες- όση με τον συρρικνούμενο δημοκρατικό χώρο μεταξύ τους. Αυτές οι δυσοίωνες εκτιμήσεις δείχνουν πολλές ανησυχητικές πολιτικές εξελίξεις στην χώρα: την παγίωση μιας πολιτικής ινδουιστικού πλειοψηφισμού (Hindu-majoritarian), την υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας, και την καταστολή της πολιτικής διαφωνίας και των μέσων ενημέρωσης. Μεγάλο μέρος αυτής της αλλαγής συνδέεται με την προσωπικότητα του πρωθυπουργού, του οποίου η εκλογική ελκυστικότητα βασίζεται στην δεδηλωμένη φιλοδοξία του να δημιουργήσει μια ρήξη με την «πολιτική ως συνήθως». Αλλά, παρά τις πολυάριθμες αντιπαραθέσεις, ο πρωθυπουργός Narendra Modi παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής. Η επιρροή του στην δημόσια φαντασία δεν έχει εξασθενίσει -και για την ινδική δημοκρατία, οι επιπτώσεις είναι σοβαρές.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΑΒΡΩΣΗ

Πολλά άλλα μετα-αποικιακά κράτη που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους στον εικοστό αιώνα περιέπεσαν σε δικτατορία ή σε στρατιωτική κυριαρχία, αλλά η Ινδία έχει από καιρό διαλαλήσει τις αρετές του μοντέλου της πλουραλιστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτό το μοντέλο, το οποίο επιδιώκει να βρει ενότητα με το να εναγκαλίζεται την άνευ προηγουμένου θρησκευτική, γλωσσική και εθνοτική ποικιλομορφία της Ινδίας, βρίσκεται υπό πίεση σε διάφορα μέτωπα. Ενθαρρυμένος από μια δεύτερη διαδοχική κοινοβουλευτική πλειοψηφία το 2019, ο Modi και το ινδουιστικό εθνικιστικό Κόμμα Bharatiya Janata (BJP) έχουν κινηθεί προς μια φανερά πλειοψηφιακή κατεύθυνση. Το καλοκαίρι του 2019, η κυβέρνηση ακύρωσε μονομερώς την συνταγματική ημιαυτονομία του μουσουλμανικής πλειοψηφίας κρατιδίου Τζαμού και Κασμίρ [3] (μια κίνηση που περιλάμβανε την διακοπή του Διαδικτύου και την σύλληψη ηγετών της αντιπολίτευσης στο Κασμίρ). Πέρασε έναν νόμο που προσφέρει μια ταχεία πορεία προς την ιθαγένεια για μετανάστες από γειτονικά κρατίδια, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ακολουθούν το Ισλάμ, υποδηλώνοντας ότι η ιθαγένεια και το ανήκειν στην υποτιθέμενα κοσμική Ινδία μπορεί να ενεργοποιήσει την θρησκευτική ταυτότητα. Και σε αμέτρητες περιπτώσεις, οι Μουσουλμάνοι έχουν γίνει τα θύματα σε κοινοτικές ταραχές ή μαζικούς αγώνες. Ο σταθερός ρυθμός της ρητορικής κατά των μειονοτήτων από το κυβερνών κόμμα και τους συμμάχους του -και η απουσία κατηγορηματικής καταδίκης από τις Αρχές- πυροδότησε την πεποίθηση ότι μια τέτοια έκνομη βία συγχωρείται σιωπηρώς.

Παράλληλα με την προτίμησή της για τις πλειοψηφιακές πολιτικές (majoritarian politics), η κυβέρνηση έχει επίσης συγκεντρώσει την εξουσία σε βαθμό που δεν είχε ξαναφανεί στην Ινδία από την θητεία της πρωθυπουργού Indira Gandhi, περισσότερες από τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Αυτός ο συγκεντρωτισμός έχει πολλές διαστάσεις. Μέσα στην κεντρική κυβέρνηση, η εξουσία συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στο γραφείο του πρωθυπουργού σε βάρος των υπουργείων. Η εκτελεστική εξουσία έχει επίσης κυριαρχήσει στο Κοινοβούλιο, ενώ το δικαστικό σώμα έχει παρακάμψει προσεκτικά τις πολιτικά δυσάρεστες υποθέσεις. Έξω από το Νέο Δελχί, η κεντρική κυβέρνηση ενεπλάκη με μεγαλύτερη θεληματικότητα σε τομείς που συνταγματικά βρίσκονται υπό την δικαιοδοσία των κρατιδίων της Ινδίας. Οι θεσμοί που αποσκοπούν στη διασφάλιση της λογοδοσίας δεν έχουν ανταποκριθεί στην ευθύνη τους να ελέγχουν την κυβέρνηση. Το BJP έφτασε στην εξουσία το 2014 λόγω των διαδεδομένων διαμαρτυριών κατά της διαφθοράς [4] σε ολόκληρη την Ινδία το 2012 και το 2013. Ωστόσο, μόλις ανέλαβε την εξουσία, το BJP εργάστηκε για να περιθωριοποιήσει έναν νέο επίτροπο (ombudsman) κατά της διαφθοράς και να αδρανοποιήσει μια επιτροπή πληροφοριών που εποπτεύει το εκτεταμένο δικαίωμα της Ινδίας στην ενημέρωση. Ο κορυφαίος ελεγκτής της χώρας εκδίδει λιγότερες εκθέσεις που εξετάζουν τις δραστηριότητες της κεντρικής κυβέρνησης. Ακόμη και η ιερή Εκλογική Επιτροπή της Ινδίας -μια από τις πιο σεβαστές εκλογικές υπηρεσίες του κόσμου- αντιμετώπισε αξιόπιστες κατηγορίες για υποταγή στις ιδιοτροπίες της κυβέρνησης.