Το όνειρο του Ερντογάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το όνειρο του Ερντογάν

Η αναβίωση του Χαλιφάτου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας*

Μπορεί το Καστελόριζο και η Μεγίστη να είναι μικρές έναντι του όγκου της Τουρκίας, αν όμως θεωρήσουμε ότι είναι το ακρότατο σημείο της Ευρώπης και ότι το Αιγαίο με την πέριξ θάλασσα αποτελεί αρχιπέλαγος, ασφαλώς έχει υφαλοκρηπίδα ικανή να ενωθεί με την υφαλοκρηπίδα της Κύπρου.

Ένα δεύτερο καινοφανές θέμα το οποίο ανασύρθηκε προσφάτως είναι ότι την αποστρατικοποίηση των νήσων ενδέχεται να ζητήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες ως συμβαλλόμενο κράτος στην Συνθήκη των Παρισίων 1947. Επειδή η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενη δεν νομιμοποιείται να το απαιτήσει. Ακόμη μια απόδειξη του πόσο ασμένως φροντίζουν να στηρίξουν την Τουρκία οι Σύμμαχοι και ο λόγος είναι επειδή γνωρίζουν ότι ο χρόνος τελειώνει και η Τουρκία χάνει το παιγνίδι.

Και ένα τελευταίο: Λέγεται ότι δεν θα επιτραπεί στην Ελλάδα να χρησιμοποιήσει νατοϊκό /αμερικανικό οπλισμό κατά κράτους–μέλους του ΝΑΤΟ, κάτι που ανελλιπώς χρησιμοποιεί η Τουρκία στην Κύπρο από το 1980.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, εάν είναι σώφρων, ιδιότητα η οποία του αναγνωρίζεται, δεν θα αναλάβει το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας ρυθμίσεως, ούτε και θα πρέπει να προτείνει παραπομπή σε Διεθνές Δικαστήριο για να αποφανθεί επί της διαφοράς ή των διαφορών. Μια τυχόν απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου έστω και μερικώς δυσμενής, π.χ. περιορισμός της εκτάσεως της υφαλοκρηπίδος μας, θα ενδυθεί τον μανδύα της διεθνούς νομιμότητος και η Ελλάδα θα αναγκαστεί να την αποδεχθεί, σεβόμενη την διεθνή έννομη τάξη.

Αποδοχή πλαισίου διαπραγματεύσεων που θα προσδιορίσει η ελληνική κυβέρνηση δεν θα γίνει αποδεκτή από την Τουρκία η οποία θα επιμείνει να περιληφθούν και οι άλλες «διαφορές» που, κατά τους Τούρκους, μας χωρίζουν: αποστρατικοποίηση των νήσων, περιορισμός των χωρικών υδάτων και των εναερίων συνόρων μας, γκρίζες ζώνες, και άλλα θέματα ων ουκ έστιν αριθμός. Ο τελικός δε στόχος είναι η φιλανδοποίηση της Ελλάδος, όσον αφορά δε την Κύπρο είναι η τουρκοποίησή της και η de facto ενσωμάτωσή της ούτως ώστε μέσω της Κύπρου να έχει λόγο και veto στα δρώμενα της Ευρώπης.

Νοουμένου ότι η ροή των γεγονότων θα ακολουθήσει την σειρά που αναλύσαμε, η έναρξη διαλόγου δίνει την ευκαιρία στην Άνγκελα Μέρκελ να προχωρήσει σε επαναπροσδιορισμό των σχέσεων Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ενώσεως, να απομακρυνθεί το θέμα των κυρώσεων, έστω και προσωρινώς και να ανακοπεί η ορμή της αντιπαραθέσεως του Γάλλου προέδρου Μακρόν με την Άγκυρα.

Βέβαια, υπεισέρχεται στην εξίσωση και η Κύπρος. Εκεί ο Ερντογάν έχει κατάφωρα παραβιάσει, και δεδηλωμένα συνεχίζει να το πράττει, την εδαφική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα της νήσου. Ορθώς η Κύπρος έθεσε veto στις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας επειδή δεν επιβλήθηκαν κυρώσεις και κατά της Τουρκίας.

Η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει αντιληφθεί ότι η πολιτική του κατευνασμού απέναντι στον Ερντογάν δεν έχει αποτέλεσμα. Ιστορικά, ποτέ δεν έχει αποτραπεί με υποχωρητικότητα και χρήματα ένας αποφασισμένος αυταρχικός ηγέτης από την επεκτατική του πορεία. Η Γερμανία έπρεπε να έχει μάθει το μάθημά της. Αν δεν πρόκειται να υπάρξουν ούτε καν οικονομικές κυρώσεις, τότε πώς θα έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση δυνατότητα επιρροής, ώστε να αποτρέψει τον Τούρκο πρόεδρο από την επιθετική γραμμή του στο Αιγαίο και στην Κύπρο;

Το επαναλαμβανόμενο σλόγκαν από πολιτικούς όλων των αποχρώσεων ότι οι πολιτικές διενέξεις ουδέποτε επιλύονται με στρατιωτικά μέσα δεν είναι μόνο λανθασμένο, αλλά και ανιστόρητο.

Το αρχαίο ρωμαϊκό ρητό «si vis pacem, para bellum» (Αν θέλεις ειρήνη, ετοίμαζε πόλεμο) ηχεί πολεμοχαρές και εκτός εποχής, στην ουσία όμως ισχύει και σήμερα: απέναντι σε αδιάφορους και υπερεξοπλισμένους επιτιθέμενους, ο αδύνατος κα μη θαρραλέος δεν επιβιώνει με διασκέψεις και συνομιλίες. Πρέπει να μπορεί να αντιπαραθέσει μια αξιόπιστη αντίσταση.

Η Ευρώπη χρειάζεται μια σοβαρή εξωτερική πολιτική που να μην φοβάται να αντιπαρατεθεί αποφασιστικά μαζί με την Γαλλία και άλλους απέναντι στους «ψευτοπαλληκαράδες» αυτού του κόσμου.

Αυτά περίπου γράφει ο πρόεδρος του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (DGAP). Το σχετικό άρθρο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου στις 02/09/2020.

Γιατί υποστηρίζεται η άποψη των «μη συνομιλιών»; Κατ’ αρχάς, νομοτελειακά δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει η Ευρώπη, κυρίως η Γερμανία, να υποστηρίζει στα συμβούλια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως απροκάλυπτα την Τουρκία, όταν η Τουρκία την άγει και την φέρει και την ρεζιλεύει σε όλη την Ευρώπη. Όσο και να βασίζεται στις στενότατες εμπορικές σχέσεις και στους Τούρκους ψηφοφόρους, ας μη ξεχνούμε ότι σύμμαχοι της Μέρκελ όπως ο Markus Söder, Πρωθυπουργός της Βαυαρίας, είναι κατά των Τούρκων, το δεξιό κόμμα AfD είναι εναντίον της λόγω της σύμπλευσής της με τους Τούρκους, το δε Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, το μεγαλύτερο κόμμα της Ευρωβουλής συντάσσεται ανοικτά υπέρ της Ελλάδος. Ακόμη και ο εκ των υποψηφίων διαδόχων της, ειδικός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, Νόρμπερτ Ρέτγκεν, τάσσεται υπέρ της οριστικής διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Προσφάτως η ευρωπαϊκή βουλή συζήτησε την «επικίνδυνη» κλιμάκωση και τον ρόλο της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις 17 Σεπτεμβρίου 2020, με απόφασή της [2020/2774(RSP)] καταδίκασε τις παράνομες δραστηριότητες στις υφαλοκρηπίδες/ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου. Βεβαίως, οι αποφάσεις του ευρωκοινοβουλίου δεν είναι δεσμευτικές ακόμη, αλλά σύντομα, όχι στο απώτερο μέλλον, πρέπει να καταστούν δεσμευτικές για να γίνει η Ευρώπη πιο αντιπροσωπευτική και λιγότερο γραφειοκρατική. Η αρχηγός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Ursula von der Leyen, είναι αποφασισμένη να μετατρέψει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε συγκεντρωτική οικονομική Ένωση. Απόδειξη είναι το πακέτο στήριξης των κρατών–μελών από τις επιπτώσεις του κορωνοϊού. Επίσης, τον περασμένο Μάρτιο ονόμασε ανοικτά την Ελλάδα ως την «ασπίδα» των συνόρων της Ευρώπης.