Η πολιτική οικονομία των ρωσοτουρκικών σχέσεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πολιτική οικονομία των ρωσοτουρκικών σχέσεων

Πολυεπίπεδη και διαρκώς εξελισσόμενη συνεργασία, αλλά με όρια*

ΔΙΜΕΡΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Οι δύο χώρες, καίτοι αμφότερες μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO) [8], έχουν επιλέξει να ενσωματωθούν σε διαφορετικά σχήματα περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης: η μεν γείτων μετέχει στην Τελωνειακή Ένωση της ΕΕ από 31/12/1995, η δε Ρωσία αποτελεί τον πρωτεργάτη της μικρότερης Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης (2015), μετεξέλιξη της αντίστοιχης Ευρασιατικής Τελωνειακής Ένωσης (2010). Ο πολύ «χαλαρός» Οργανισμός Συνεργασίας του Εύξεινου Πόντου, στον οποίο αμφότερες μετέχουν από συστάσεώς του, το 1992, δεν προσφέρει, κατά γενική ομολογία, καμία ουσιαστική οικονομική ολοκλήρωση. Αυτή, λοιπόν, η απουσία μεταξύ των δύο ενός προνομιακού εμπορικού καθεστώτος εκτρέπει μοιραία το τουρκικό εμπόριο -πλην αγροτικών προϊόντων- προς την Δύση, μια εξαγωγική αγορά υψίστης σημασίας για την Άγκυρα: αθροιστικά, η ΕΕ απορροφά περί τα 70 δισ. δολάρια τουρκικών εξαγωγών ετησίως ή 20 φορές τον όγκο των εξαγωγών της γείτονος προς Ρωσία! Ειδικά, δε, η «τριπλέτα» Γερμανίας (13,8 δισ. δολάρια), Ηνωμένου Βασιλείου (9,7 δισ. δολάρια) και Ιταλίας (8,3 δισ. δολάρια) αποτελούσαν τις μείζονες αγορές των τουρκικών προϊόντων το 2019, που δεν μπορούν να υποκατασταθούν από ισοδύναμες.

Φυσικά, η ύπαρξη ή μη οικονομικής ολοκλήρωσης δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επηρεάζει το διεθνές εμπόριο. Ένας δομικός και, επομένως, πάρα πολύ σημαντικός δείκτης ονομάζεται «συμπληρωματικότητα» μεταξύ των αγαθών εκείνων που εξάγει η μια χώρα και εκείνων τα οποία εισάγει η άλλη (trade complementarity index, TCI). Όταν ο δείκτης αυτός είναι 0, το διμερές εμπόριο είναι αδύνατο, ενώ στη μέγιστη δυνατή τιμή του, το 1, οι συνθήκες είναι ιδανικές. Μια κλασική μελέτη του 2017, που εξετάζει την περίοδο από το 1992 έως και το 2014, συμπεραίνει ότι, στην διάρκεια αυτών των 23 ετών, ο TCI των τουρκικών εξαγωγών προς τις εισαγωγές της Ρωσίας ανήλθε από το 0,38 στο 0,52, ενώ το 2013 είχε φτάσει και στο 0,54. Ομοίως, ο TCI των ρωσικών εξαγωγών προς τις εισαγωγές της γείτονος πήγε από το 0,39 στο 0,53 [9].

Στατιστικά, οι διμερείς εμπορικές σχέσεις Μόσχας και Άγκυρας είναι αξιοσημείωτες, αλλά εξακολουθούν να υπολείπονται του ιστορικού υψηλού στο οποίο είχαν ανέλθει το 2008: με βάση τουρκικά στατιστικά στοιχεία, το 2019 ο όγκος του διμερούς εμπορίου Τουρκίας-Ρωσίας, δηλ. το σύνολο εξαγωγών και εισαγωγών, ανήλθε σε 23,5 δισ. δολάρια, υπολειπόμενος -από την τουρκική οπτική γωνία- μονάχα του όγκου εμπορίου με την Γερμανία (σχεδόν 30 δισ. δολάρια). Είναι αλήθεια πως το 2008 είχε φτάσει στο ιστορικό υψηλό των 37,8 δισ. δολάρια, 60% πάνω από το επίπεδο του 2019. Εντούτοις, η δυσθεώρητη επίδοση του 2008 είναι μάλλον παραπλανητική, καθώς οφείλεται εν πολλοίς στο ιστορικό υψηλό που κατέγραψαν τότε οι υδρογονάνθρακες, βασική εξαγωγική κατηγορία της Ρωσίας προς Τουρκία. Στην συνέχεια, ο όγκος εμπορίου φυσιολογικά κατέρρευσε, λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά την τριετία από 2012 μέχρι και 2014 [10] κυμάνθηκε επίσης σε λίαν ικανοποιητικά επίπεδα: ο μέσος όρος της περιόδου εκείνης ήταν 32,2 δισ. δολάρια ετησίως, 37% πάνω από το 2019. Σε κάθε περίπτωση, έχει συντελεστεί μεγάλη πρόοδος, εάν αναλογιστούμε ότι το 2000, που η Ρωσία βρισκόταν σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, ο όγκος εμπορίου ανερχόταν σε μόλις 4,5 δισ. δολάρια. Η διαφορά του 2019 με το 2000 είναι πενταπλάσια.

Αξιοσημείωτη ήταν η δήλωση της Τουρκάλας υπουργού Εμπορίου, κας Pekcan, κατά την 16η Σύνοδο της Μικτής Οικονομικής Επιτροπής Συνεργασίας, που έλαβε χώρα στην Αττάλεια τον Ιούλιο του 2019: «Ο όγκος του διμερούς εμπορίου πρέπει να ανέλθει το ταχύτερο δυνατόν στα … 100 δισ. δολάρια», είχε πει η κα Pekcan, απηχώντας δηλώσεις του ίδιου του Ερντογάν τον Απρίλιο του ίδιου έτους στη Μόσχα [11]. Πρόκειται, προφανώς, για ευσεβή πόθο, που πάρα πολύ δύσκολα θα επιτευχθεί στο ορατό μέλλον. Στις τουρκικές εισαγωγές αγαθών ύψους 181 δισ. δολάρια το 2019, η Ρωσία κατέλαβε για άλλη μια φορά την πρώτη θέση παγκοσμίως (δηλαδή ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής της Τουρκίας) με μερίδιο 11%, ήτοι κάτι παραπάνω από 20 δισ. δολάρια, ακολουθούμενη από τις Κίνα και Γερμανία, με περίπου 16 δισ. έκαστη [12]. Αντίθετα, στις τουρκικές εξαγωγές αγαθών, συνολικού ύψους 153,2 δισ. την ίδια χρονιά, η Ρωσία κατέλαβε μόλις την δέκατη θέση με 3,45 δισ. δολάρια, όσο περίπου και η πολύ μικρότερη Ρουμανία. Για την ακρίβεια, οι τουρκικές εξαγωγές αγαθών προς την Ρωσία το 2019 ήταν ακριβώς οι μισές από το ιστορικό υψηλό του έτους 2013 (7 δισ. δολάρια).

Σύμφωνα με λίαν εμπεριστατωμένη μελέτη του Εμπορικού Γραφείου της Πρεσβείας μας στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 2020 [13], τα κύρια τουρκικά προϊόντα που εξήχθησαν στην Ρωσία κατά την διάρκεια του 2019 ήταν αγροτικά προϊόντα (22%), μηχανές-ηλεκτρικές συσκευές και μέρη αυτών (15,5%), κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα (14,8%), υλικά μεταφοράς (14,1%), μέταλλα και τεχνουργήματα (7,2%), και πλαστικά (6,4%). Όλα τα ανωτέρω στοιχεία, όμως, αφορούν τις καταγεγραμμένες ή επίσημες συναλλαγές: μεγάλο πρόβλημα ειδικά στις τουρκικές εξαγωγές προς Ρωσία αποτελεί το άτυπο παρεμπόριο, επονομαζόμενο επίσης «εμπόριο της βαλίτσας»: από την εποχή της Περεστρόικα μέχρι και σήμερα, ένας τεράστιος όγκος τουρκικών προϊόντων διοχετεύεται στην Ρωσία εκτός των θεσμοθετημένων καναλιών διανομής και χωρίς να καταγραφεί στα Τελωνεία. Κύρια είδη τέτοιου εμπορίου είναι ρούχα και ιδίως τα δερμάτινα, υποδήματα, αξεσουάρ, κοσμήματα, υφαντά, χαλιά κλπ. Τούρκοι αναλυτές ανεβάζουν το ύψος του παρεμπορίου από 8 έως και 10 δισ. δολάρια ετησίως στην περίοδο μέχρι το 2014, ακόμη και σήμερα δε περί τα 4,5 δισ. δολάρια, επομένως είναι κατά τι μεγαλύτερο από τις επίσημες τουρκικές εξαγωγές! Συνεπώς, το σύνολο των τουρκικών προϊόντων τα οποία φτάνουν, με οποιοδήποτε μέσο, στην Ρωσία πλησιάζει τα 8 δισ. δολάρια.