Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία

Τα αίτια, η πορεία, και η κατάληξη όπως κρίνονται 20 χρόνια μετά

Από την άνοιξη του 1992 και έπειτα οι βίαιες συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία επεκτάθηκαν στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Το ΚΔΕ αναγνώρισε τους κίνδυνους επέκτασης των πολεμικών συγκρούσεων: σε ανακοίνωση της κεντρικής συνέλευσης του ΚΔΕ, στις 10 Μαΐου 1992, υπογραμμιζόταν ότι «ο κίνδυνος εξάπλωσης των ένοπλων συγκρούσεων από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη στη Μακεδονία είναι πιθανός... Το άνοιγμα του αποκαλουμένου νότιου μετώπου δεν είναι προς το συμφέρον των Αλβανών που ζουν στη Μακεδονία. Ένας πόλεμος σε αυτά τα εδάφη θα ήταν καταστροφικός για όλους τους πολίτες της Μακεδονίας» (Tanjug 10 May 1992, αναφέρεται σε BBC SWB, 15 May 1992). Το ερώτημα που προκύπτει είναι με ποιό τρόπο επηρέασε αυτός ο κίνδυνος την πολιτική στάση και την ατζέντα των Αλβανών στην Βόρεια Μακεδονία. Ο Βρετανός αναλυτής της περιοχής, Misha Glenny, έχει σημειώσει χαρακτηριστικά ότι οι συγκρούσεις στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη «συνέφεραν όλους τους εθνικιστές στην Δημοκρατία της Μακεδονίας» (Glenny, 16 November 1995: 27). Σίγουρα ούτε ριζοσπαστικές τάσεις ούτε και ριζοσπαστικά αιτήματα έπαψαν να υφίστανται στους κόλπους της αλβανικής κοινότητας μετά την άνοιξη του 1992. Ωστόσο, το ίδιο το ΚΔΕ, αν και επισήμως δεν εγκατάλειψε την επιθυμία «πολιτικής και εδαφικής αυτονόμησης» των Αλβανών στην Βόρεια Μακεδονία, ουσιαστικά έπαψε να την επιδιώκει μετά την άνοιξη του 1992.

Ο πολιτικός ακτιβισμός των Αλβανών επικεντρώθηκε στην διεκδίκηση βασικών αιτημάτων γύρω από την ικανοποίηση του βασικού στόχου τερματισμού των διακρίσεων και ισότιμης αντιμετώπισής τους. Πέρα από την αναδιατύπωση του προοιμίου του Συντάγματος, η οποία θα αναγνώριζε ίση συνταγματικά θέση με τους Σλαβομακεδόνες, ένα άλλο αίτημα αφορούσε την αναγνώριση της αλβανικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Κάτι που θα άνοιγε τον δρόμο για την χρήση της αλβανικής γλώσσας στις δημόσιες υπηρεσίες (ως γλώσσα επικοινωνίας και έκδοσης εγγράφων), όπως και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου κάτι τέτοιο δεν επιτρεπόταν (με εξαίρεση τις παιδαγωγικές ακαδημίες). Πάγιο ήταν και το αίτημα για μεγαλύτερη συμμετοχή στον κρατικό τομέα, αναλογικά του ποσοστού των Αλβανών στον πληθυσμό.

Οι Αλβανοί υποεκπροσωπούνταν, ιδιαίτερα στις δυνάμεις ασφαλείας: το 1992 το ποσοστό των Αλβανών που εργαζόταν για το Υπουργείο Εσωτερικών (όπου υπαγόταν η αστυνομία) αποτελούσε το 1,7%, και τον Ιούνιο του 1995 είχε φτάσει το 4,12% (Κοππά 1997: 81). Τον Ιούνιο του 1993 σε επιστολή του στην εφημερίδα Nova Makedonja, ο πρόεδρος του ΚΔΕ, Νεβζέτ Χαλίλι, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι στη χώρα «δεν υπάρχει ένα δικαστήριο στο οποίο να προεδρεύει Αλβανός, δεν υπάρχουν Αλβανοί στο Γενικό Επιτελείο Στρατού ή στα υπουργεία Εσωτερικών και Εξωτερικών, και δεν υπήρχε καμία περιοχή με εθνοτική πλειονότητα Αλβανών με οδούς στην αλβανική», προσθέτοντας ότι είχε συλλέξει 150.000 υπογραφές ζητώντας την αναθεώρηση του Συντάγματος για την αναβάθμιση του καθεστώτος των Αλβανών (Poulton 1995: 186).

Ένα άλλο ζήτημα τριβής αποτελούσε ο ακριβής αριθμός των Αλβανών στην χώρα. Σύμφωνα με την τελευταία γιουγκοσλαβική απογραφή του 1991, οι Αλβανοί στη ΣΔΜ αποτελούσαν το 21,72%, κάτι το οποίο ωστόσο αμφισβητείτο από τους ίδιους, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ξεπερνούσαν το 30% του πληθυσμού (Perry 1997: 252). Ένα ιδιαίτερα ακανθώδες ζήτημα ήταν η παρουσία χιλιάδων Αλβανών από το Κόσοβο, οι οποίοι μετά την κήρυξη ανεξαρτησίας βρέθηκαν στην χώρα: υπολογίζονταν έως και 150.000 (Perry 1997: 254). Μια νέα απογραφή πληθυσμού που διεξήχθη το 1994, με επίβλεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατέγραψε το ποσοστό του αλβανικού πληθυσμού στο 22,9% (Perry 1997: 252).

Την προβληματική κατάσταση που χαρακτήριζε τη σχέση του αλβανικού πληθυσμού με τις Αρχές και γενικότερα τους κρατικούς θεσμούς της Βόρειας Μακεδονίας, υπογράμμιζαν και οι σοβαρές εντάσεις και περιστατικά που περιοδικά σημειώνονταν. Στις 7 Νοεμβρίου 1992, κατά την διάρκεια διαδήλωσης διαμαρτυρίας κατά της αστυνομικής βίας στα Σκόπια, σημειώθηκαν σοβαρές συγκρούσεις ανάμεσα στην αστυνομία και 3.000 Αλβανούς διαδηλωτές, με αποτέλεσμα 3 άτομα να χάσουν την ζωή τους (Tanjug 9 November 1992, αναφέρεται σε BBC SWB 9 November 1992∙ επίσης Bugajski 1995: 143). Έναν χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1993, σε επιχείρηση του Υπουργείου Εσωτερικών στην πρωτεύουσα, το Τέτοβο και το Γκόστιβαρ, κατασχέθηκαν 300 ημιαυτόματα τουφέκια και πυρομαχικά. Οι αρχές ανακοίνωσαν την εύρεση μιας λίστας με έξι «συνωμότες», όλοι τους Αλβανοί, στους οποίους μάλιστα συμπεριλαμβάνονταν και οι Υφυπουργοί Υγείας και Άμυνας. Σε αλβανικούς κύκλους υπήρχε ο φόβος «ότι η υποτιθέμενη εύρεση λίστας συνωμοτών θα χρησιμοποιηθεί από την αστυνομία για να ανακρίνει όποιον Αλβανό επιθυμεί για τις πολιτικές του δραστηριότητες», προσθέτοντας ότι «το Υπουργείο Εσωτερικών είχε πρόσφατα αποκτήσει ένα νέο λογισμικό σύστημα, το οποίο σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει για να εφαρμόσει ένα είδος απαρτχάιντ» (The Economist 20 November 1993: 42-43).