Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία

Τα αίτια, η πορεία, και η κατάληξη όπως κρίνονται 20 χρόνια μετά

Το σύνολο της σλαβομακεδονικής ελίτ - συμπεριλαμβανόμενων των 2 μεγάλων κομμάτων της Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης της Μακεδονίας (στο εξής ΣΔΕΜ) και της ΕΜΕΟ-ΔΚΜΕΕ - αντιμετώπιζε με αρνητικό τρόπο τα βασικά αιτήματα του αλβανικού πληθυσμού, όπως το αίτημα για την ίδρυση αλβανόφωνου Πανεπιστημίου, το οποίο αναδείχθηκε ως ένα κεντρικό αλβανικό αίτημα την περίοδο 1994-1995. Για την σλαβομακεδονική ελίτ το αίτημα για την ίδρυση αλβανόφωνου πανεπιστημίου στο Τέτοβο «αποτελούσε μια προσπάθεια δημιουργίας παράλληλων δομών» αντίστοιχων μ’ αυτές του Κοσόβου, αποβλέποντας «σε μια de facto ομοσπονδοποίηση του κράτους», ενώ το βασικό αλβανικό αντεπιχείρημα ήταν ότι «η κυβέρνηση… τους στερεί το δικαίωμα να σπουδάσουν στα αλβανικά», κάτι που στο πλαίσιο της ΣΔΟΓ μπορούσαν να το κάνουν στο πανεπιστήμιο της Πρίστινας (Κοππά 1997: 84-85). Η επιδίωξη ίδρυσης αλβανόφωνου πανεπιστημίου στο Τέτοβο, χωρίς την συναίνεση των Αρχών, προκάλεσε μεγάλες εντάσεις, τροφοδοτώντας τόσο τον ριζοσπαστισμό των Αλβανών (και δρομολογώντας πολιτικές εξελίξεις στους κόλπους τους) όσο και ένα γενικότερο κλίμα «εθνοτικής αντιπαράθεσης». Αστυνομική επέμβαση τον Φεβρουάριο του 1995 στο κτίριο διοίκησης του «πανεπιστημίου» κατέληξε σε εκτεταμένες συγκρούσεις στις οποίες ένας Αλβανός έχασε την ζωή του, ενώ συνελήφθη και ο ηγέτης του ΛΔΚ, με αποτέλεσμα να υπάρξουν νέες αλβανικές διαμαρτυρίες (Κοππά 1997: 84∙ επίσης Perry 1997: 259). Η κρίση που σημειώθηκε τον Φεβρουάριο 1995 και η οποία κατέληξε σε σοβαρά επεισόδια και απώλεια ανθρώπινης ζωής υπογράμμιζε με δραματικό τρόπο τις επιπτώσεις απουσίας πολιτικών επίλυσης ζητημάτων τα οποία είχαν και έναν «εθνοτικό χαρακτήρα»: η αρνητική στάση της σλαβομακεδονικής ελίτ, υπέσκαπτε ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη των Αλβανών στην ικανότητα των πολιτικών θεσμών της χώρας να δώσει λύσεις στα προβλήματά τους.

Το 1995 η πιο ριζοσπαστική ομάδα του ΚΔΕ, με επικεφαλής τον Αρμπέν Τζαφέρι (Arben Xhaferi) και τον Μέντουχ Θάτσι (Menduh Thaci), εγκατέλειψε το κόμμα, ιδρύοντας το Κόμμα Δημοκρατικής Ευημερίας – Αλβανών, εντάσσοντας στην πορεία και 4 ανεξάρτητους Αλβανούς βουλευτές που είχαν εκλεγεί τον Οκτώβριο του 1994 (Κοππά 1997: 154). Ο Τζαφέρι προειδοποίησε ότι «η βία ανάμεσα στις εθνότητες στη Μακεδονία αποτελεί ένα πιθανό ενδεχόμενο, αν η κυβέρνηση δεν προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, με τον αντιπρόεδρο του κόμματος, Μέντουχ Θάτσι, να προσθέτει ότι «αν οι Μακεδόνες συνεχίζουν να αρνούνται τα αιτήματα των Αλβανών, θα έχουμε εδώ αιματοχυσία... Μόνο η Αλβανία και οι Αλβανοί κρατούν το κλειδί της σταθερότητας σ’ αυτή την χώρα...» (Perry 1997: 240). Το ΚΔΕ – Αλβανών ήταν αυτό που κατέλαβε πολιτικά την θέση του ΚΔΕ. Το 1997 ιδρύθηκε το Δημοκρατικό Κόμμα των Αλβανών (στο εξής ΔΚΑ), μέσα από την συγχώνευση του ΚΔΕ – Αλβανών με το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση σε αλβανικές ψήφους στις εκλογές του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 1998.

Το εκλογικό σύστημα στην Βόρεια Μακεδονία –εκδοχή της απλής αναλογικής– καθώς και η μόνιμη αντιπαράθεση της ΣΔΕΜ με την ΕΜΕΟ-ΔΚΜΕΕ έκαναν τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνασπισμού ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής, ανοίγοντας τον δρόμο για τη συμμετοχή αλβανικών πολιτικών κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας -τον ρόλο αυτό μέχρι και τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1998 τον έπαιξε το ΚΔΕ. Ωστόσο, η συμμετοχή Αλβανών στην διακυβέρνηση της χώρας δεν παρήγαγε λύσεις στα μεγάλα ζητήματα του αλβανικού πληθυσμού και κατά συνέπεια δεν μείωσε την έλλειψη εμπιστοσύνης των Αλβανών τόσο απέναντι στην σλαβομακεδονική ελίτ όσο και στους θεσμούς του κράτους. Το 1995 ο Σάμι Ιμπραχίμι σχολιάζοντας το γεγονός της συμμετοχής του ΚΔΕ στην κυβέρνηση με 5 υπουργούς δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «ο συνασπισμός είναι πλασματικός και υπάρχει μόνο για την αποφυγή μιας κυβερνητικής κρίσης», προσθέτοντας ότι το ΚΔΕ θα προτιμούσε «5 από τα μέλη του να έχουν καταλάβει την θέση διευθυντών σε μεγάλες επιχειρήσεις, όπως το εργοστάσιο Teteks έξω από την πόλη του Τετόβου, παρά υπουργικές θέσεις» (Poulton 1995: 186-187). Για πολλούς Αλβανούς «η παρουσία των υπουργών δεν σήμαινε πραγματική εξουσία, υπογραμμίζοντας την ύπαρξη ενός συγκεντρωτικού συστήματος όπου, ακόμα και αν το ΚΔΕ έλεγχε την τοπική αυτοδιοίκηση στο Τέτοβο, αυτό στην πραγματικότητα δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο από την εξουσία να καθαρίζεις τους δρόμους, ενώ η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα Σκόπια» (Poulton 1995: 187).

Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’90, λοιπόν, αλβανικά πολιτικά κόμματα συμμετείχαν στην διακυβέρνηση της χώρας, ωστόσο βασικά αιτήματα (συνταγματικά και άλλα) του αλβανικού πληθυσμού παρέμειναν ανικανοποίητα, λόγω της αντίθεσης της σλαβομακεδονικής ελίτ και κοινής γνώμης, που τα αντιμετώπιζε ως «εθνικιστικά» με στόχο την «υπονόμευση της κρατικής ενότητας». Συνολικά, οι σχέσεις ανάμεσα στους Σλαβομακεδόνες και τους Αλβανούς συνέχισαν να επηρεάζονται από ευρύτατα διαδεδομένα στερεότυπα: «Πολλοί Αλβανοί θεωρούν ότι οι Μακεδόνες στερούνται πρωτοβουλίας και είναι απρόθυμοι να εργαστούν, έχοντας εθιστεί σε δουλειές του δημοσίου και σε δίκτυα πατρωνίας. Πολλοί Μακεδόνες βλέπουν τους Αλβανούς ως καθυστερημένους και με τάσεις προς το έγκλημα. Ο νέος πλούτος των Αλβανών γειτόνων τους αντιμετωπίζεται όχι ως ένα πιθανό επενδυτικό κεφάλαιο ή το αποτέλεσμα εργασίας στο εξωτερικό, αλλά ως το αποτέλεσμα παράνομης δραστηριότητας» (Gerald, Bender, Cox 2004: 109).