Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία

Τα αίτια, η πορεία, και η κατάληξη όπως κρίνονται 20 χρόνια μετά

Η σύγκρουση του αλβανικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού με τις δυνάμεις ασφαλείας την άνοιξη-καλοκαίρι του 2001 αποτέλεσε τη σημαντικότερη κρίση που αντιμετώπισε η Βόρεια Μακεδονία [1] από την κήρυξη της ανεξαρτησίας της, τον Σεπτέμβριο του 1991, μέχρι και σήμερα. Μια σύρραξη που ανέδειξε τις σοβαρές κρατικές αδυναμίες της Βόρειας Μακεδονίας, τις παθογένειες του πολιτικού της συστήματος και η οποία κινδύνευσε να εξελιχθεί σε μια πλήρη σύγκρουση των δύο σημαντικότερων εθνοτήτων της χώρας, των Σλαβομακεδόνων και των Αλβανών. Η σύγκρουση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία αποτελούσε κομμάτι της ευρύτερης «αναδιάταξης» του αλβανικού παράγοντα στην πρώην Γιουγκοσλαβία, με επίκεντρο τις εξελίξεις στο Κόσοβο το 1999, αλλά και την κρίση που δοκίμασε την Σερβία στα τέλη του 2000 στην κοιλάδα του Πρέσεβο [2].

ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ – Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’90

Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, η ανεξαρτητοποίηση της Βόρειας Μακεδονίας από την Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (στο εξής ΣΟΔΓ), το δεύτερο εξάμηνο του 1991, κάθε άλλο παρά «εύκολη υπόθεση» ήταν, καθώς συνοδεύτηκε από πλειάδα προβλημάτων, διπλωματικών (όπως για παράδειγμα η διαφορά του ονόματος με την Ελλάδα), αλλά και εσωτερικών που σχετίζονταν με την δύσκολη διαδικασία της μετα-γιουγκοσλαβικής μετάβασης. Ένα από τα κεντρικά εσωτερικά ζητήματα, «κομμάτι της γιουγκοσλαβικής κληρονομιάς», ήταν και οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο κυριότερες εθνοτικές ομάδες, τους Σλαβομακεδόνες και τους Αλβανούς, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από σοβαρές διαφωνίες και εντάσεις, που προϋπήρχαν της κήρυξης ανεξαρτησίας.

16052021-1.jpg

Νεαρός Αλβανός φωνάζει συνθήματα υπέρ του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου σε διαδήλωση στο Τέτοβο, στις 14 Μαρτίου 2001. Διαδήλωσαν πάνω από 3.000 Αλβανοί απαιτώντας περισσότερα δικαιώματα για τους Αλβανούς που ζουν στην Βόρεια Μακεδονία. Alexei Dityakin/REUTERS
----------------------------------------------------------------

Η συγκρότηση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (στο εξής ΣΔΜ) στο πλαίσιο της ΣΟΔΓ, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδιαίτερα της «μακεδονικής εθνικής ταυτότητας», μέσα από το ιδεολόγημα του Μακεδονισμού το οποίο εφάρμοσε η νέα κομμουνιστική ελίτ της Δημοκρατίας, δεν συμπεριέλαβε τον αλβανικό πληθυσμό. Επιπλέον οι Αλβανοί [3] όπως και άλλες μη-σλαβικές μειονότητες -στη μεγάλη πλειονότητά τους αγρότες, αυτο-προσδιοριζόμενοι ως Σουνίτες Μουσουλμάνοι, με γεωγραφική συγκέντρωση στα βόρεια και κυρίως δυτικά της Δημοκρατίας- αντιμετωπίστηκαν από τη νέα κομμουνιστική εξουσία με καχυποψία, θεωρούμενες ως «αντικομουνιστικές» (Andrejevic 23 April 1991: 26). Η συμμετοχή των Αλβανών της ΣΔΜ στα θεσμικά όργανα του κομμουνιστικού κόμματος (της Ένωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας) όπως και στον κρατικό μηχανισμό ήταν περιορισμένη. Ενώ οι επίσης περιορισμένες κοινωνικές σχέσεις των Σλαβομακεδόνων με τους Αλβανούς υπογράμμιζαν και την κοινωνική αποστασιοποίηση ανάμεσα στις δύο σημαντικότερες πληθυσμιακά εθνοτικές ομάδες της Δημοκρατίας [4].

Ο αλβανικός πληθυσμός στην ΣΔΜ αυξήθηκε σημαντικά από την δεκαετία του ‘60 και έπειτα, τόσο ως αποτέλεσμα της δημογραφικής δυναμικής του - που χαρακτήριζε συνολικά τον αλβανικό πληθυσμό στην ΣΟΔΓ- αλλά και της εισροής Αλβανών εργατών από την αυτόνομη επαρχία του Κοσόβου. Σύμφωνα με την απογραφή του 1981, σ’ ένα συνολικό πληθυσμό 1.912.000 στην ΣΔΜ, οι 1.282.000 δήλωσαν Σλαβομακεδόνες (Μακεντόντσι) και 378.000 Αλβανοί (Andrejevic 23 April 1991: 27). Οι δεσμοί των Αλβανών της ΣΔΜ με τους Αλβανούς του Κοσόβου ήταν στενοί μεταπολεμικά, ενισχύθηκαν ωστόσο ακόμη περισσότερο με την συνταγματική αναβάθμιση της θέσης του Κοσόβου, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και ιδιαίτερα με το γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα του 1974, όταν και η Πρίστινα «έγινε ελκυστική» για τους Αλβανούς της ΣΔΜ, καθώς «τους τραβούσε το επίπεδο των δικαιωμάτων που είχαν πετύχει (εκεί οι Αλβανοί)…» (Γκλιγκόροφ 2001: 382).

Η εισαγωγή του πολυκομματισμού στην ΣΔΜ το 1990, οδήγησε στην ίδρυση αλβανικών πολιτικών κομμάτων, με δεδομένη την απουσία συνταγματικών ή άλλων νομικών διατάξεων που να απαγορεύουν τη σύσταση πολιτικών κομμάτων σε εθνοτική βάση [5]. Το Κόμμα της Δημοκρατικής Ευημερίας (στο εξής ΚΔΕ) με ηγέτη τον Νεβζάτ Χαλίλι (Nevzat Halili), συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1990 και έπαιξε κυρίαρχο πολιτικό ρόλο στον αλβανικό πληθυσμό μέχρι και τις εκλογές του 1998, έχοντας ως έδρα του το Τέτοβο, πόλη που θα αποτελέσει και την βάση του αλβανικού πολιτικού ακτιβισμού τη δεκαετία του ’90 [6]. Για τον σλαβομακεδονικό εθνικισμό, ο πολιτικός ακτιβισμός των Αλβανών αποτελούσε τον κυριότερο «εσωτερικό εχθρό». Ο κύριος πολιτικός φορέας του σλαβομακεδονικού εθνικισμού, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση – Δημοκρατικό Κόμμα της Μακεδονικής Εθνικής Ενότητας (στο εξής ΕΜΕΟ-ΔΚΜΕΕ), από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της (τον Ιούνιο του 1990) υιοθέτησε μια εχθρική στάση αντιμετωπίζοντας τον αλβανικό πληθυσμό, τα αιτήματά του όπως και τον δημογραφικό δυναμισμό του, ως μια «υπαρξιακή απειλή» για την ΣΔΜ. Στις 4 Νοεμβρίου 1990, κατά την διάρκεια προεκλογικής ομιλίας στην πόλη Γκόστιβαρ, ηγετικά στελέχη του Κόμματος διακήρυξαν χαρακτηριστικά ότι η «Μακεδονία θα πρέπει να αντισταθεί στην Κοσοβοποίηση της Δυτικής Μακεδονίας και τις αυξανόμενες ενέργειες του αλβανικού σεπαρατισμού» (Andrejevich 30 November 1990: 29).

Η απόφαση για την διοργάνωση δημοψηφίσματος ανεξαρτησίας, τον Σεπτέμβριο του 1991, βρήκε τον αλβανικό πληθυσμό αποστασιοποιημένο. Εκφράζοντας τους προβληματισμούς της κοινότητάς του, ο Αλβανός βουλευτής Αμπτουραχμάν Χαλίτι (Abdurahman Haliti) δήλωσε κατά την διάρκεια της συζήτησης στο κοινοβούλιο, στις 6 Αυγούστου 1991, αναφορικά με την διοργάνωση ή όχι δημοψηφίσματος: «Θα πω δημοσίως ενώπιον του Κοινοβουλίου ότι για μια άλλη Μακεδονία, για μια Μακεδονία στην οποία θα υπάρχουν διακρίσεις, δεν έχουμε κανένα λόγο να ψηφίσουμε... αν όμως γίνεται λόγος για έναν καθαρό προσδιορισμό της Μακεδονίας ως αυτόνομου, ανεξάρτητου και δημοκρατικού κράτους, ως μιας δημοκρατικής ένωσης ισότιμων πολιτών, τότε όλοι ψηφίζουμε υπέρ μιας τέτοιας Μακεδονίας» (Γκλιγκόροφ 2001: 122). Η μαζική αποχή των Αλβανών από το δημοψήφισμα για την ανεξαρτητοποίηση, τον Σεπτέμβριο του 1991 -αν και οι Αλβανοί ήταν σαφώς κατά της παραμονής σε μια συρρικνωμένη Γιουγκοσλαβία, με δεδομένη την αντίθεσή τους στο καθεστώς Μιλόσεβιτς (Perry 1997: 252)- υπογράμμιζε με εμφατικό τρόπο την δυσαρέσκεια των Αλβανών για την θέση τους, αποτελώντας ένα σοβαρό πρόβλημα για ένα κράτος που μόλις είχε κηρύξει την ανεξαρτησία του.

Με βάση το νέο Σύνταγμα που υιοθετήθηκε τον Νοέμβριο του 1991, ενώ αναγνωριζόταν «η πλήρης ισότητα» των εθνοτήτων που ζούσαν στο έδαφος της Βόρειας Μακεδονίας -κάτι που στην πράξη σήμαινε ότι οι Αλβανοί συνέχιζαν να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα, τα οποία είχαν ως εθνική μειονότητα και στο πλαίσιο της ομοσπονδιακού γιουγκοσλαβικού κράτους, όπως το δικαίωμα στην δική τους ξεχωριστή μειονοτική εκπαίδευση για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση- η Βόρεια Μακεδονία συνέχισε να ορίζεται ως «το εθνικό κράτος του μακεδονικού λαού, στο οποίο εξασφαλίζεται η πλήρης ισότητα και η διαρκής συγκατοίκηση του μακεδονικού λαού με τους Αλβανούς, Τούρκους, Ρομά και τις άλλες εθνότητες που ζουν στη Δημοκρατία της Μακεδονίας» (Constitution 1995: 3). Για τους Αλβανούς η συγκεκριμένη διατύπωση, επιβεβαίωνε την κυρίαρχη θέση των Σλαβομακεδόνων, «νομιμοποιώντας» ουσιαστικά ένα καθεστώς διακρίσεων εναντίον τους.

Ταυτόχρονα οι εξελίξεις ευρύτερα στην πρώην Γιουγκοσλαβία επηρέαζαν την στάση των Αλβανών. Ιδιαίτερα ο πολιτικός ακτιβισμός των Αλβανών στην επαρχία του Κοσόβου αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση, ενισχύοντας την αποφασιστικότητά τους όχι μόνο να διεκδικήσουν ισότιμη θέση, αλλά ακόμη και να υιοθετήσουν αιτήματα εδαφικής και πολιτικής αυτονομίας. Υπενθυμίζεται ότι μετά την διακήρυξη ανεξαρτησίας της Κροατίας και της Σλοβενίας, η Δημοκρατική Λίγκα του Κοσόβου (στο εξής ΔΛΚ) με ηγέτη τον Ιμπραήμ Ρουγκόβα (Ibrahim Rugova) διεκδίκησε την ανεξαρτητοποίηση της επαρχίας του Κοσόβου, επικαλούμενη το «δικαίωμα αυτοδιάθεσης του αλβανικού λαού». Τον Οκτώβριο του 1991 η ΔΛΚ οργάνωσε δημοψήφισμα ανεξαρτησίας, ενώ στην συνέχεια συγκρότησε «σκιώδη κυβέρνηση», όπως και παράλληλες κρατικές δομές (Χρηστίδης 2017: 25-27). Σε διακήρυξη του ΚΔΕ που απεστάλη σε ευρωπαϊκούς θεσμούς, τον ΟΗΕ, καθώς και τον Πρόεδρο της Αλβανίας και της εξόριστης «κυβέρνησης του Κοσόβου», στις 24 Δεκεμβρίου 1991, υποστηριζόταν ότι: «Οι Αλβανοί της Μακεδονίας αποτελούν το 40% του πληθυσμού. Είναι ένας ομογενής πληθυσμός και δεν έχει τίποτα από κοινού με το σλαβικό στοιχείο. Ζητάμε την ικανοποίηση του αιτήματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την τροποποίηση του Συντάγματος, η οποία και θα εξασφαλίσει την συνταγματική ισότητα των Αλβανών. Η τροποποίηση θα πρέπει να γίνει πριν από τις 15 Ιανουαρίου (1992)... Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα πρέπει να εγγυηθεί την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος στο οποίο οι Αλβανοί θα εκφράσουν την πολιτική τους θέληση, και θα αποκτήσουν ειδικό καθεστώς... πολιτική και εδαφική αυτονομία. Το νέο Σύνταγμα, το οποίο κανένας Αλβανός βουλευτής δεν ψήφισε, οδηγεί στην γκετοποίηση των Αλβανών…» (Radio Belgrade 24 December 1991, αναφέρεται σε BBC SWB 4 January 1992).

Τα αλβανικά πολιτικά κόμματα υποστήριξαν την αποχή από το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1991, ενώ στις 31 Δεκεμβρίου 1991 το ΚΔΕ ανακοίνωσε και την διεξαγωγή δημοψηφίσματος (στις 11 και 12 Ιανουαρίου 1992) αναφορικά με την «εδαφική και πολιτική αυτονομία» των Αλβανών. Στις 15 Ιανουαρίου οι διοργανωτές του δημοψηφίσματος ανακοίνωσαν τα αποτελέσματά του: σε σύνολο 383.539 «εγγεγραμμένων ψηφοφόρων», η συμμετοχή έφτασε το 92%, με 360.228 να ψηφίζουν υπέρ, και μόλις 57 κατά (Radio Belgrade 15 January 1992, αναφέρεται σε BBC SWB, 17 January 1992). Έναν μήνα αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1992, κατά την διάρκεια του πρώτου συνεδρίου του ΚΔΕ, υιοθετήθηκε ψήφισμα που καλούσε την κυβέρνηση «να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Κοσόβου και την αυτονομία της αλβανικής Δυτικής Μακεδονίας» (Bugajski 1995: 142). Στις 4 Απριλίου 1992 η αυτο-αποκαλούμενη «Συνέλευση για την Πολιτική-Εδαφική Αυτονομία των Αλβανών στη Μακεδονία» με έδρα το Τέτοβο ανακήρυξε την «Αυτόνομη Δημοκρατία της Ιλλυρίας» (Radio Belgrade 5 April 1992, αναφέρεται σε BBC SWB, 6 April 1992).

Από την άνοιξη του 1992 και έπειτα οι βίαιες συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία επεκτάθηκαν στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Το ΚΔΕ αναγνώρισε τους κίνδυνους επέκτασης των πολεμικών συγκρούσεων: σε ανακοίνωση της κεντρικής συνέλευσης του ΚΔΕ, στις 10 Μαΐου 1992, υπογραμμιζόταν ότι «ο κίνδυνος εξάπλωσης των ένοπλων συγκρούσεων από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη στη Μακεδονία είναι πιθανός... Το άνοιγμα του αποκαλουμένου νότιου μετώπου δεν είναι προς το συμφέρον των Αλβανών που ζουν στη Μακεδονία. Ένας πόλεμος σε αυτά τα εδάφη θα ήταν καταστροφικός για όλους τους πολίτες της Μακεδονίας» (Tanjug 10 May 1992, αναφέρεται σε BBC SWB, 15 May 1992). Το ερώτημα που προκύπτει είναι με ποιό τρόπο επηρέασε αυτός ο κίνδυνος την πολιτική στάση και την ατζέντα των Αλβανών στην Βόρεια Μακεδονία. Ο Βρετανός αναλυτής της περιοχής, Misha Glenny, έχει σημειώσει χαρακτηριστικά ότι οι συγκρούσεις στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη «συνέφεραν όλους τους εθνικιστές στην Δημοκρατία της Μακεδονίας» (Glenny, 16 November 1995: 27). Σίγουρα ούτε ριζοσπαστικές τάσεις ούτε και ριζοσπαστικά αιτήματα έπαψαν να υφίστανται στους κόλπους της αλβανικής κοινότητας μετά την άνοιξη του 1992. Ωστόσο, το ίδιο το ΚΔΕ, αν και επισήμως δεν εγκατάλειψε την επιθυμία «πολιτικής και εδαφικής αυτονόμησης» των Αλβανών στην Βόρεια Μακεδονία, ουσιαστικά έπαψε να την επιδιώκει μετά την άνοιξη του 1992.

Ο πολιτικός ακτιβισμός των Αλβανών επικεντρώθηκε στην διεκδίκηση βασικών αιτημάτων γύρω από την ικανοποίηση του βασικού στόχου τερματισμού των διακρίσεων και ισότιμης αντιμετώπισής τους. Πέρα από την αναδιατύπωση του προοιμίου του Συντάγματος, η οποία θα αναγνώριζε ίση συνταγματικά θέση με τους Σλαβομακεδόνες, ένα άλλο αίτημα αφορούσε την αναγνώριση της αλβανικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Κάτι που θα άνοιγε τον δρόμο για την χρήση της αλβανικής γλώσσας στις δημόσιες υπηρεσίες (ως γλώσσα επικοινωνίας και έκδοσης εγγράφων), όπως και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου κάτι τέτοιο δεν επιτρεπόταν (με εξαίρεση τις παιδαγωγικές ακαδημίες). Πάγιο ήταν και το αίτημα για μεγαλύτερη συμμετοχή στον κρατικό τομέα, αναλογικά του ποσοστού των Αλβανών στον πληθυσμό.

Οι Αλβανοί υποεκπροσωπούνταν, ιδιαίτερα στις δυνάμεις ασφαλείας: το 1992 το ποσοστό των Αλβανών που εργαζόταν για το Υπουργείο Εσωτερικών (όπου υπαγόταν η αστυνομία) αποτελούσε το 1,7%, και τον Ιούνιο του 1995 είχε φτάσει το 4,12% (Κοππά 1997: 81). Τον Ιούνιο του 1993 σε επιστολή του στην εφημερίδα Nova Makedonja, ο πρόεδρος του ΚΔΕ, Νεβζέτ Χαλίλι, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι στη χώρα «δεν υπάρχει ένα δικαστήριο στο οποίο να προεδρεύει Αλβανός, δεν υπάρχουν Αλβανοί στο Γενικό Επιτελείο Στρατού ή στα υπουργεία Εσωτερικών και Εξωτερικών, και δεν υπήρχε καμία περιοχή με εθνοτική πλειονότητα Αλβανών με οδούς στην αλβανική», προσθέτοντας ότι είχε συλλέξει 150.000 υπογραφές ζητώντας την αναθεώρηση του Συντάγματος για την αναβάθμιση του καθεστώτος των Αλβανών (Poulton 1995: 186).

Ένα άλλο ζήτημα τριβής αποτελούσε ο ακριβής αριθμός των Αλβανών στην χώρα. Σύμφωνα με την τελευταία γιουγκοσλαβική απογραφή του 1991, οι Αλβανοί στη ΣΔΜ αποτελούσαν το 21,72%, κάτι το οποίο ωστόσο αμφισβητείτο από τους ίδιους, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ξεπερνούσαν το 30% του πληθυσμού (Perry 1997: 252). Ένα ιδιαίτερα ακανθώδες ζήτημα ήταν η παρουσία χιλιάδων Αλβανών από το Κόσοβο, οι οποίοι μετά την κήρυξη ανεξαρτησίας βρέθηκαν στην χώρα: υπολογίζονταν έως και 150.000 (Perry 1997: 254). Μια νέα απογραφή πληθυσμού που διεξήχθη το 1994, με επίβλεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατέγραψε το ποσοστό του αλβανικού πληθυσμού στο 22,9% (Perry 1997: 252).

Την προβληματική κατάσταση που χαρακτήριζε τη σχέση του αλβανικού πληθυσμού με τις Αρχές και γενικότερα τους κρατικούς θεσμούς της Βόρειας Μακεδονίας, υπογράμμιζαν και οι σοβαρές εντάσεις και περιστατικά που περιοδικά σημειώνονταν. Στις 7 Νοεμβρίου 1992, κατά την διάρκεια διαδήλωσης διαμαρτυρίας κατά της αστυνομικής βίας στα Σκόπια, σημειώθηκαν σοβαρές συγκρούσεις ανάμεσα στην αστυνομία και 3.000 Αλβανούς διαδηλωτές, με αποτέλεσμα 3 άτομα να χάσουν την ζωή τους (Tanjug 9 November 1992, αναφέρεται σε BBC SWB 9 November 1992∙ επίσης Bugajski 1995: 143). Έναν χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1993, σε επιχείρηση του Υπουργείου Εσωτερικών στην πρωτεύουσα, το Τέτοβο και το Γκόστιβαρ, κατασχέθηκαν 300 ημιαυτόματα τουφέκια και πυρομαχικά. Οι αρχές ανακοίνωσαν την εύρεση μιας λίστας με έξι «συνωμότες», όλοι τους Αλβανοί, στους οποίους μάλιστα συμπεριλαμβάνονταν και οι Υφυπουργοί Υγείας και Άμυνας. Σε αλβανικούς κύκλους υπήρχε ο φόβος «ότι η υποτιθέμενη εύρεση λίστας συνωμοτών θα χρησιμοποιηθεί από την αστυνομία για να ανακρίνει όποιον Αλβανό επιθυμεί για τις πολιτικές του δραστηριότητες», προσθέτοντας ότι «το Υπουργείο Εσωτερικών είχε πρόσφατα αποκτήσει ένα νέο λογισμικό σύστημα, το οποίο σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει για να εφαρμόσει ένα είδος απαρτχάιντ» (The Economist 20 November 1993: 42-43).

Το σύνολο της σλαβομακεδονικής ελίτ - συμπεριλαμβανόμενων των 2 μεγάλων κομμάτων της Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης της Μακεδονίας (στο εξής ΣΔΕΜ) και της ΕΜΕΟ-ΔΚΜΕΕ - αντιμετώπιζε με αρνητικό τρόπο τα βασικά αιτήματα του αλβανικού πληθυσμού, όπως το αίτημα για την ίδρυση αλβανόφωνου Πανεπιστημίου, το οποίο αναδείχθηκε ως ένα κεντρικό αλβανικό αίτημα την περίοδο 1994-1995. Για την σλαβομακεδονική ελίτ το αίτημα για την ίδρυση αλβανόφωνου πανεπιστημίου στο Τέτοβο «αποτελούσε μια προσπάθεια δημιουργίας παράλληλων δομών» αντίστοιχων μ’ αυτές του Κοσόβου, αποβλέποντας «σε μια de facto ομοσπονδοποίηση του κράτους», ενώ το βασικό αλβανικό αντεπιχείρημα ήταν ότι «η κυβέρνηση… τους στερεί το δικαίωμα να σπουδάσουν στα αλβανικά», κάτι που στο πλαίσιο της ΣΔΟΓ μπορούσαν να το κάνουν στο πανεπιστήμιο της Πρίστινας (Κοππά 1997: 84-85). Η επιδίωξη ίδρυσης αλβανόφωνου πανεπιστημίου στο Τέτοβο, χωρίς την συναίνεση των Αρχών, προκάλεσε μεγάλες εντάσεις, τροφοδοτώντας τόσο τον ριζοσπαστισμό των Αλβανών (και δρομολογώντας πολιτικές εξελίξεις στους κόλπους τους) όσο και ένα γενικότερο κλίμα «εθνοτικής αντιπαράθεσης». Αστυνομική επέμβαση τον Φεβρουάριο του 1995 στο κτίριο διοίκησης του «πανεπιστημίου» κατέληξε σε εκτεταμένες συγκρούσεις στις οποίες ένας Αλβανός έχασε την ζωή του, ενώ συνελήφθη και ο ηγέτης του ΛΔΚ, με αποτέλεσμα να υπάρξουν νέες αλβανικές διαμαρτυρίες (Κοππά 1997: 84∙ επίσης Perry 1997: 259). Η κρίση που σημειώθηκε τον Φεβρουάριο 1995 και η οποία κατέληξε σε σοβαρά επεισόδια και απώλεια ανθρώπινης ζωής υπογράμμιζε με δραματικό τρόπο τις επιπτώσεις απουσίας πολιτικών επίλυσης ζητημάτων τα οποία είχαν και έναν «εθνοτικό χαρακτήρα»: η αρνητική στάση της σλαβομακεδονικής ελίτ, υπέσκαπτε ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη των Αλβανών στην ικανότητα των πολιτικών θεσμών της χώρας να δώσει λύσεις στα προβλήματά τους.

Το 1995 η πιο ριζοσπαστική ομάδα του ΚΔΕ, με επικεφαλής τον Αρμπέν Τζαφέρι (Arben Xhaferi) και τον Μέντουχ Θάτσι (Menduh Thaci), εγκατέλειψε το κόμμα, ιδρύοντας το Κόμμα Δημοκρατικής Ευημερίας – Αλβανών, εντάσσοντας στην πορεία και 4 ανεξάρτητους Αλβανούς βουλευτές που είχαν εκλεγεί τον Οκτώβριο του 1994 (Κοππά 1997: 154). Ο Τζαφέρι προειδοποίησε ότι «η βία ανάμεσα στις εθνότητες στη Μακεδονία αποτελεί ένα πιθανό ενδεχόμενο, αν η κυβέρνηση δεν προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, με τον αντιπρόεδρο του κόμματος, Μέντουχ Θάτσι, να προσθέτει ότι «αν οι Μακεδόνες συνεχίζουν να αρνούνται τα αιτήματα των Αλβανών, θα έχουμε εδώ αιματοχυσία... Μόνο η Αλβανία και οι Αλβανοί κρατούν το κλειδί της σταθερότητας σ’ αυτή την χώρα...» (Perry 1997: 240). Το ΚΔΕ – Αλβανών ήταν αυτό που κατέλαβε πολιτικά την θέση του ΚΔΕ. Το 1997 ιδρύθηκε το Δημοκρατικό Κόμμα των Αλβανών (στο εξής ΔΚΑ), μέσα από την συγχώνευση του ΚΔΕ – Αλβανών με το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση σε αλβανικές ψήφους στις εκλογές του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 1998.

Το εκλογικό σύστημα στην Βόρεια Μακεδονία –εκδοχή της απλής αναλογικής– καθώς και η μόνιμη αντιπαράθεση της ΣΔΕΜ με την ΕΜΕΟ-ΔΚΜΕΕ έκαναν τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνασπισμού ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής, ανοίγοντας τον δρόμο για τη συμμετοχή αλβανικών πολιτικών κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας -τον ρόλο αυτό μέχρι και τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1998 τον έπαιξε το ΚΔΕ. Ωστόσο, η συμμετοχή Αλβανών στην διακυβέρνηση της χώρας δεν παρήγαγε λύσεις στα μεγάλα ζητήματα του αλβανικού πληθυσμού και κατά συνέπεια δεν μείωσε την έλλειψη εμπιστοσύνης των Αλβανών τόσο απέναντι στην σλαβομακεδονική ελίτ όσο και στους θεσμούς του κράτους. Το 1995 ο Σάμι Ιμπραχίμι σχολιάζοντας το γεγονός της συμμετοχής του ΚΔΕ στην κυβέρνηση με 5 υπουργούς δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «ο συνασπισμός είναι πλασματικός και υπάρχει μόνο για την αποφυγή μιας κυβερνητικής κρίσης», προσθέτοντας ότι το ΚΔΕ θα προτιμούσε «5 από τα μέλη του να έχουν καταλάβει την θέση διευθυντών σε μεγάλες επιχειρήσεις, όπως το εργοστάσιο Teteks έξω από την πόλη του Τετόβου, παρά υπουργικές θέσεις» (Poulton 1995: 186-187). Για πολλούς Αλβανούς «η παρουσία των υπουργών δεν σήμαινε πραγματική εξουσία, υπογραμμίζοντας την ύπαρξη ενός συγκεντρωτικού συστήματος όπου, ακόμα και αν το ΚΔΕ έλεγχε την τοπική αυτοδιοίκηση στο Τέτοβο, αυτό στην πραγματικότητα δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο από την εξουσία να καθαρίζεις τους δρόμους, ενώ η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα Σκόπια» (Poulton 1995: 187).

Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’90, λοιπόν, αλβανικά πολιτικά κόμματα συμμετείχαν στην διακυβέρνηση της χώρας, ωστόσο βασικά αιτήματα (συνταγματικά και άλλα) του αλβανικού πληθυσμού παρέμειναν ανικανοποίητα, λόγω της αντίθεσης της σλαβομακεδονικής ελίτ και κοινής γνώμης, που τα αντιμετώπιζε ως «εθνικιστικά» με στόχο την «υπονόμευση της κρατικής ενότητας». Συνολικά, οι σχέσεις ανάμεσα στους Σλαβομακεδόνες και τους Αλβανούς συνέχισαν να επηρεάζονται από ευρύτατα διαδεδομένα στερεότυπα: «Πολλοί Αλβανοί θεωρούν ότι οι Μακεδόνες στερούνται πρωτοβουλίας και είναι απρόθυμοι να εργαστούν, έχοντας εθιστεί σε δουλειές του δημοσίου και σε δίκτυα πατρωνίας. Πολλοί Μακεδόνες βλέπουν τους Αλβανούς ως καθυστερημένους και με τάσεις προς το έγκλημα. Ο νέος πλούτος των Αλβανών γειτόνων τους αντιμετωπίζεται όχι ως ένα πιθανό επενδυτικό κεφάλαιο ή το αποτέλεσμα εργασίας στο εξωτερικό, αλλά ως το αποτέλεσμα παράνομης δραστηριότητας» (Gerald, Bender, Cox 2004: 109).

Οι εξελίξεις στην σερβική επαρχία του Κοσόβου από το 1998 και έπειτα άσκησαν καθοριστική επιρροή. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρούσε τον Ιανουάριο του 1999 ο Βρετανός αναλυτής James Pettifer εδώ και «δύο χρόνια στις δυτικές, αλβανοκρατούμενες περιοχές σημειώνονται βομβιστικές επιθέσεις, κατασχέσεις όπλων (από τις Αρχές) και θάνατοι. Ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου έχει αρχίσει να αποκτά μια παρουσία εδώ, χρησιμοποιώντας τη Μακεδονία ως βάση ανεφοδιασμού» (Pettifer January 1999: 15). Το ίδιο σκηνικό χαρακτήρισε το 2000: στις 11 Ιανουαρίου, τρεις αστυνομικοί έχασαν την ζωή τους στο χωριό Αρατσίνοβο, βορείως της πόλης των Σκοπίων, το οποίο αποτελούσε και κέντρο λαθρεμπορίου με το γειτονικό Κόσοβο˙ στις 2 Φεβρουαρίου βόμβα εξερράγη στην πόλη του Κουμάνοβο. Καθ’ όλη την διάρκεια του 2000 σημειώθηκαν πολυάριθμα επεισόδια με ανταλλαγή πυρών στα σύνορα Κοσόβου-Βόρειας Μακεδονίας (Krause 2000: 5). Ήταν περισσότερο από σαφές ότι το Κόσοβο και η Βόρεια Μακεδονία λειτουργούσαν ως «συγκοινωνούντα δοχεία».

Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 2001

Η νατοϊκή επέμβαση την άνοιξη του 1999 στο Κόσοβο είχε μια καταλυτική επίδραση στον αλβανικό πληθυσμό της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς αλβανικοί κύκλοι την ερμήνευσαν ως «νομιμοποίηση» και «επιβράβευση» της χρήσης ένοπλης βίας για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Στα τέλη Ιανουαρίου 2001 ο λεγόμενος Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΑΣ), ο οποίος έγινε γνωστός και ως «Macedonian UÇK», έκανε την «επίσημη εμφάνισή» του, πραγματοποιώντας μια ένοπλη επίθεση σε αστυνομικό τμήμα κοντά στην πόλη του Τετόβου (Διαμαντής 29/01/2001). Σε ανακοίνωση του ο ΕΑΣ διακήρυσσε ότι σχηματίστηκε: «μετά την αποτυχία του μακεδονικού κράτους να μεταρρυθμισθεί με νόμιμα μέσα» και ως «απάντηση στην βία που ασκούσαν οι Αρχές... Έως και σήμερα εμείς οι Αλβανοί στη Μακεδονία έχουμε αναζητήσει τα δικαιώματά μας μέσω διαλόγου, μ’ έναν συνταγματικό και ειρηνικό τρόπο. Τα αιτήματά μας έχουν αγνοηθεί. Η Μακεδονική κυβέρνηση έχει απαντήσει... με ένα καθεστώς τρόμου, όπως μπορεί να δει κανείς στα Σκόπια, το Τέτοβο, το Γκόστιβαρ και το Κίτσεβο… Η αντι-αλβανική πολιτική, την οποία έχει ακολουθήσει έως σήμερα η μακεδονική κυβέρνηση, κατέστησε τον παρόντα μακεδονο-αλβανικό διάλογο χωρίς νόημα... (ανακοινωθέν της οργάνωσης που στάλθηκε στην γερμανική Deutsche Welle αναφέρεται σε Rusi 2004: 1).

Σε μια μεταγενέστερη επιστολή του ο ΕΑΣ, αφού καταρχάς δεσμευόταν «στην διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Μακεδονίας», έθετε μια σειρά από αιτήματα, όπως: την συμμετοχή διεθνών μεσολαβητών στον διάλογο, την απόκτηση υπηκοότητας από όλους τους Αλβανούς που ζούσαν στη χώρα και την αλλαγή του Συντάγματος με ικανοποίηση μιας σειράς αιτημάτων (τον χαρακτηρισμό της Βόρειας Μακεδονίας ως κράτος δύο λαών, «Μακεδονικό-Αλβανικό ή Αλβανικό-Μακεδονικό», την αναγνώριση της αλβανικής ως επίσημης γλώσσας, την ελεύθερη χρήση από κάθε κοινότητα των δικών της εθνικών συμβόλων, τον τερματισμό των διακρίσεων στην οικονομία και την κρατική διοίκηση, τον τερματισμό των διακρίσεων στο πολιτικό σύστημα, στην διαδικασία λήψης αποφάσεων και των «μαγειρεμάτων» στις εκλογές και την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων) (Rusi 2004: 2-3).

Για την σλαβομακεδονική πολιτική ελίτ ο ΕΑΣ ήταν «εισαγόμενος» από το Κόσοβο –αποδίδοντας ευθύνη στην Kosovo Protection Force για την «πλημμελή φύλαξη» των συνόρων– χαρακτηρίζοντάς τον ως μια «εξτρεμιστική-τρομοκρατική οργάνωση», η οποία δεν είχε υποστήριξη ανάμεσα στον αλβανικό πληθυσμό. Η εμφάνιση του ΕΑΣ την συγκεκριμένη χρονική συγκυρία αποδιδόταν στις προσπάθειες πάταξης του εκτεταμένου λαθρεμπορίου μεταξύ Βόρειας Μακεδονίας και Κοσόβου και τις αντιδράσεις των εμπλεκόμενων λαθρέμπορων: «Μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς τον Οκτώβριο 2000 και την υπογραφή της συμφωνίας οριοθέτησης των συνόρων μεταξύ Βελιγραδίου και Σκοπίων τον Φεβρουάριο του 2001, οι μακεδονικές δυνάμεις ασφαλείας ξεκίνησαν να περιπολούν το σύνορο και να αστυνομεύουν την ροή προϊόντων και ανθρώπων. Ένα σταθερό και σαφές σύνορο ανάμεσα στη Μακεδονία και το Κόσοβο απειλούσε τα συμφέροντα των «αφεντικών» του εγκλήματος στο Κόσοβο κάνοντας την σύγκρουση σχεδόν αναπόφευκτη» (Ordanoski 2004: 20).

Μέχρι και τις αρχές Μαρτίου οι συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΑΣ και τις δυνάμεις ασφαλείας επικεντρώνονταν στην συνοριακή περιοχή ανάμεσα στην Βόρεια Μακεδονία και το Κόσοβο. Από τις 14 Μαρτίου οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και στην περιοχή του Τετόβου, ενώ μια ημέρα αργότερα οργανώθηκε και διαδήλωση υποστήριξης προς τον ΕΑΣ στην πόλη του Τετόβου, όπου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, «περίπου 5.000 άτομα… κραύγαζαν συνθήματα υπέρ του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού και κατά της κρατικής τρομοκρατίας, του Συντάγματος της χώρας αλλά και των αλβανικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο, αποκαλώντας τους ηγέτες τους προδότες» (Διαμαντής 15/3/2001), μια εξέλιξη που αμφισβητούσε άμεσα την θέση της κυβέρνησης και του προέδρου για «εισαγόμενη κρίση, χωρίς εσωτερική υποστήριξη». Ξένοι παρατηρητές διαπίστωναν την αυξανόμενη δημοτικότητα του ΕΑΣ, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου: «Το σημαντικότερο νέο στοιχείο είναι η πολιτική και ψυχολογική απομάκρυνση που συντελείται αυτές τις ημέρες, των δύο εθνοτικών κοινοτήτων, των Σλάβων και των Αλβανών. Η ως τώρα ήπια συνύπαρξή τους διακυβεύεται καθώς η φημολογία ανάμεσα στον τοπικό πληθυσμό δρα πολλαπλασιαστικά για την έκταση, την ένταση και την σημασία των ένοπλων συγκρούσεων… Η κοινή γνώμη της αλβανικής κοινότητας μοιάζει να ριζοσπαστικοποιείται με ταχείς ρυθμούς και να ωθεί στο περιθώριο εκείνα τα κόμματα και τις πολιτικές-κοινωνικές δυνάμεις που πρεσβεύουν και υλοποιούν την συνεργασία με τους Σλάβους…» (Μαράκης 18/3/2001).

Για τα δύο κοινοβουλευτικά αλβανικά κόμματα, το ΚΔΕ και το ΔΚΑ, το οποίο συμμετείχε στην κυβέρνηση, η εμφάνιση του ΕΑΣ προκάλεσε έντονη αμηχανία, με την αρχική τους αντίδραση να είναι από επιφυλακτική έως και αρνητική. Έπειτα από τις πρώτες συγκρούσεις στο χωριό Τανουσέφτσι, τον Φεβρουάριο του 2001, ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής και μέλος του ΔΚΑ, Μπεντρεντίν Ιμπραΐμι (Bedredin Ibraimi), όπως και ο Αντιπρόεδρος του ΔΚΑ, Μέντου Θάτσι, με δηλώσεις τους χαρακτήρισαν τον ΕΑΣ ως «προδότη για την αλβανική υπόθεση», προσθέτοντας ότι η «κάθε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να ασκεί την εξουσία της σε όλο το έδαφος που κυβερνά» (Rusi 2004: 7). Σε ανακοίνωσή τους, στις 20 Μαρτίου, τα δύο κόμματα κάλεσαν «τις ομάδες των ενόπλων να καταθέσουν τα όπλα ώστε να αρχίσει ο διάλογος αλλά και την κυβέρνηση να αρχίσει τις μεταρρυθμίσεις και τον διάλογο για τα προβλήματα των Αλβανών» (Διαμαντής 21/3/2001).

Ξεκάθαρα η ηγεσία και των δύο κομμάτων αισθανόταν «στριμωγμένη», μέσω της αυξανόμενης κριτικής από το εσωτερικό αλβανικό ακροατήριο, αλλά και της πίεσης από τον διεθνή παράγοντα που ζητούσε αποκήρυξη του ΕΑΣ και των μεθόδων του. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές και για τον Αρμπέν Τζαφέρι, τον ηγέτη του ΔΚΑ, ο οποίος κατά το παρελθόν -πριν την συμμετοχή του κόμματός του στην κυβέρνηση συνασπισμού του Γκεοργκίεφσκι- είχε ασκήσει επανειλημμένα έντονη κριτική στην σλαβομακεδονική ελίτ για την στάση της απέναντι στα προβλήματα της αλβανικής κοινότητας. Έτσι, την ίδια ημέρα που το κόμμα του, μαζί με το ΚΔΕ, κάλεσαν τον ΕΑΣ να «καταθέσει τα όπλα του», ο Τζαφέρι δήλωσε ότι «όλα πλέον εξαρτώνται από την κυβέρνηση, προσθέτοντας ότι το κόμμα του δεν υποστηρίζει την χρήση βίας, αλλά ούτε και την ανάλογη επίδειξη δύναμης από το κράτος, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι «πρέπει να αποφευχθεί ο γιουγκοσλαβικός τρόπος επίλυσης των προβλημάτων» ζητώντας τον εκδημοκρατισμό της κρίσης (αναφέρεται σε Διαμαντής 21/3/2001).

Αλλά και ο ηγέτης του ΚΔΕ, Ιμέρ Ιμέρι, επιχείρησε να κρατήσει αποστάσεις τόσο από τον ΕΑΣ όσο και από την κυβέρνηση. Λίγες ώρες μετά την έναρξη μιας νέας «εκκαθαριστικής επιχείρησης» από τις δυνάμεις ασφαλείας, στις 25 Μαρτίου, εναντίον θέσεων του ΕΑΣ γύρω από την πόλη του Τετόβου, ο Ιμέρι σε συνέντευξη Τύπου στο Τέτοβο, ζήτησε από τον πρόεδρο Τραϊκόφσκι «να σταματήσει αμέσως την επίθεση κατά των ανταρτών και των απλών πολιτών» αλλά και από τους ενόπλους του ΕΑΣ «να αφήσουν τα όπλα τους και να επιστρέψουν αμέσως στα σπίτια τους». Ο Ιμέρι κάλεσε την διεθνή κοινότητα να αντιληφθεί την σοβαρότητα της κατάστασης που διαμορφωνόταν: «ο αριθμός των μαχητών στα βουνά αυξάνεται δραματικά και αν τα αιτήματά μας δεν εισακουστούν, μια μεγάλη επίθεση θα γίνει την άνοιξη με τον αλβανικό πληθυσμό να παίρνει επίσης τα όπλα» (Διαμαντής 26/3/2001). Ο Ιμέρι ζήτησε από την διεθνή κοινότητα να «πιέσει την κυβέρνηση να διαπραγματευτεί με τους αντάρτες… Αλλιώς η Δύση θα πληρώσει ακριβά που δεν ακούει τα επιχειρήματά μας» (δήλωση Ιμέρι στο περιοδικό Spiegel, αναφέρεται σε Διαμαντής 26/3/2001).

Στις 19 Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να εμπλακεί άμεσα στις διπλωματικές προσπάθειες επίλυσης της κρίσης στη Βόρεια Μακεδονία. Κατά την διάρκεια συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών υιοθετήθηκε διακήρυξη καταδίκης της «προσπάθειας αποσταθεροποίησης της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», αποφασίστηκε η υπογραφή Συμφωνίας Σύνδεσης μαζί της και ταυτόχρονα, αποφασίστηκε να μεταβούν στα Σκόπια ο αρμόδιος επίτροπος για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, Χαβιέρ Σολάνα (Javier Solana) και ο επίτροπος για τις Εξωτερικές Σχέσεις Κρις Πάτεν (Chris Patten) «για να συζητήσουν με τα νόμιμα κόμματα… για την επίτευξη εκεχειρίας στην περιοχή» (Μοσχονάς 20/3/2001). Κατά την διάρκεια της ίδιας συνόδου, ο ΓΓ του ΝΑΤΟ, Τζορτζ Ρόμπερτσον (George Robertson), ανακοίνωσε την ανάπτυξη νατοϊκών δυνάμεων της KFOR κατά μήκος των συνόρων Κοσόβου και Βόρειας Μακεδονίας, ικανοποιώντας ουσιαστικά το αίτημα της κυβέρνησης για καλύτερη φύλαξη των συνόρων (Μοσχονάς 20/3/2001).

16052021-2.jpg

Ο πρωθυπουργός της πΓΔΜ και πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος VMRO-DPMNE Λιούμπσκο Γκεοργκιέφσκι (αριστερά) και ο προεδρικός υποψήφιος του κόμματος Μπόρις Τραϊκόφσκι χειροκροτούν την στιγμή που το εκλιγικό κέντρο του VMRO ανακοίνωσε τα πρώτα ανεπίσημα αποτελέσματά του στις προεδρικές εκλογές στα Σκόπια στα τέλη 14 Νοεμβρίου. Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Τραϊκόφσκι, υποψήφιος της κεντροδεξιάς κυβέρνησης, κέρδισε τις προεδρικές εκλογές της πΓΔΜ στα εκλογές τις οποίες η πρώην κομμουνιστική αντιπολίτευση χαρακτήρισε νοθευμένες. Ο Τραϊκόφσκι, 43 ετών, ξεπέρασε τον νικητή του πρώτου γύρου, Τίτο Πετκόφσκι, της Σοσιαλδημοκρατικής Συμμαχίας, με μαζική υποστήριξη της τελευταίας στιγμής από Αλβανούς. STR OLD/REUTERS
----------------------------------------------------------------------

Στα τέλη Μαρτίου, ο ΕΑΣ, και ενώ συνεχίζονταν οι συγκρούσεις στην περιοχή του Τετόβου, άνοιξε ένα νέο μέτωπο: βορειοανατολικά των Σκοπίων, σε ομάδα χωριών κοντά στην πόλη του Κουμάνοβο (Διαμαντής 29/3/2001). Παράλληλα συνεχιζόταν η έξοδος άμαχου πληθυσμού από τις εστίες του: μέχρι τα τέλη Μαρτίου υπολογιζόταν ότι περισσότερα από 40.000 άτομα, τόσο Αλβανοί όσο και Σλαβομακεδόνες, είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους (Ελευθεροτυπία 30/3/2001). Οι δύο αυτές εξελίξεις –οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις με δυνάμεις του ΕΑΣ και ένα εντεινόμενο προσφυγικό ρεύμα– υπογράμμιζαν τόσο στο εσωτερικό όσο και σε κύκλους της ΕΕ αλλά και της Ουάσιγκτον την ανάγκη αναζήτησης μιας πολιτικής λύσης, εντείνοντας τις πιέσεις στην κυβέρνηση Γκεοργκίεφσκι για την έναρξη του διαλόγου ανάμεσα στα σλαβομακεδονικά και αλβανικά πολιτικά κόμματα. Μάλιστα, υπήρχαν έντονες προσδοκίες ότι ο διάλογος αυτός θα ξεκινούσε επισήμως στις 9 Απριλίου, με αφορμή και την υπογραφή της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης με την ΕΕ. Ο Ευρωπαίος Επίτροπος, Χαβιέρ Σολάνα, σε μια περαιτέρω κίνηση ενθάρρυνσης του διαλόγου, έκανε λόγο για «προοπτική μελλοντικής ένταξης στην ΕΕ», η οποία ωστόσο, «δεν θα μπορέσει να υλοποιηθεί παρά μόνο αν όλα τα μέρη απόσχουν από την βία και δεσμευτούν να επιλύσουν τα πολιτικά τους προβλήματα μέσω του διαλόγου» (Ελευθεροτυπία 29/3/2001). Στις 13 Απριλίου 2001 ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Κόλιν Πάουελ (Colin Powell), επισκέφτηκε τα Σκόπια, «συντασσόμενος απόλυτα» με τις θέσεις της ΕΕ για την αντιμετώπιση της κρίσης (Διαμαντής 17/4/2001).

Οι συζητήσεις για την συγκρότηση μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» παρατάθηκαν πέραν του Απριλίου, χωρίς να καταλήγουν σε κάποια συμφωνία, στην βάση προφάσεων – όπως το ζήτημα της διεξαγωγής πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών [7]. Ο ουσιαστικός ωστόσο λόγος, όπως διαπίστωσε και ο ίδιος ο Σολάνα κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στα Σκόπια, ήταν ότι η κυβέρνηση Γκεοργκίεφσκι παρέμενε «επιφυλακτική» και στο ζήτημα της ανάγκης πραγματοποίησης συνταγματικών μεταρρυθμίσεων λόγω του φόβου αντιδράσεων στη σλαβομακεδονική κοινότητα. Τόσο ο Γκεοργκίεφσκι, όσο ο Πρόεδρος Τραϊκόφσκι έδειχναν να συμφωνούν ότι οποιαδήποτε «απαιτούμενα μέτρα μπορούν να προωθηθούν μέσω νομοθετικών μεταρρυθμίσεων και όχι μέσω συνταγματικών αλλαγών, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι προβλεπόμενες αντιδράσεις» (Πουλίδου 28-29/4/2001). Στις αρχές Μαΐου -και ενώ οι συζητήσεις για τον σχηματισμό μιας νέας διευρυμένης κυβέρνησης συνεχίζονταν– σημειώθηκε μια επικίνδυνη κλιμάκωση της βίας. Έπειτα από επίθεση του ΕΑΣ σε μικτή περίπολο του στρατού και της αστυνομίας, η οποία κατέληξε στον θάνατο οκτώ στρατιωτών και αστυνομικών, εκδηλώθηκε ένα «μίνι πογκρόμ» σε βάρος των Αλβανών στην πόλη του Μοναστηρίου (Μπίτολα). Συγκεκριμένα, μετά την κηδεία των 3 στρατιωτών με καταγωγή από την πόλη του Μοναστηρίου, στις 30 Απριλίου, σημειώθηκαν αψιμαχίες ανάμεσα σε νεαρούς Σλαβομακεδόνες και Αλβανούς και γύρω στα μεσάνυχτα «εκατοντάδες νεαροί Σλάβοι άρχισαν να τριγυρίζουν στην πόλη και να καταστρέφουν καταστήματα Αλβανών, σε πολλά από τα οποία έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν» (Διαμαντής 2/5/2001).

Βίαιες αντιδράσεις εκδηλώθηκαν και στην πόλη των Σκοπίων, όπου την επομένη, 1 Μαΐου, σημειώθηκαν μια σειρά από επιθέσεις εναντίον «αλβανικών στόχων». Τις επιθέσεις αυτές φέρεται να πραγματοποίησαν ομάδες νεαρών που ανήκαν σε ένα νεοσύστατο κίνημα με την επωνυμία «Σωτηρία της Μακεδονίας από τους εξτρεμιστές». Εκπρόσωποι των ομάδων αυτών σε δηλώσεις τους σε δημοσιογράφους «προειδοποίησαν τα αλβανικά κόμματα να αποκηρύξουν τους εξτρεμιστές για να μπορέσει να αρχίσει διάλογος με την κυβέρνηση, ειδάλλως… θα συνεχίσουν τις επιθέσεις» (Διαμαντής 3/5/2001). Ο ηγέτης του ΔΚΑ, Τζαφέρι, χαρακτήρισε τα όσα είχαν σημειωθεί στο Μοναστήρι, ως «νύχτα των κρυστάλλων», κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την «επικίνδυνη αύξηση της εθνικής πόλωσης» (Διαμαντής 3/5/2001). Σε μια περαιτέρω αρνητική εξέλιξη, δυνάμεις του ΕΑΣ ανακήρυξαν, στις 3 Μαΐου, ως «ελεύθερη περιοχή» ένα μεγάλο τμήμα της διοικητικής περιφέρειας του Κουμάνοβο (Διαμαντής 4/5/2001), ενώ στις 6 Μαΐου εκδηλώθηκαν νέες επιθέσεις του ΕΑΣ στην περιοχή του Τετόβου.

Αντιδρώντας στις παραπάνω εξελίξεις, ο Γκεοργκίεφσκι, έπειτα από σύσκεψη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο, μια ιδέα την οποία στήριξε και το γραφείο του προέδρου με ανακοίνωσή του, τονίζοντας «ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια τέτοια ενέργεια» (Διαμαντής 7/5/2001). Παράλληλα ο Γκεοργκίεφσκι κάλεσε τα αλβανικά πολιτικά κόμματα «να ξεκαθαρίσουν αν είναι με την κυβέρνηση ή με τους εξτρεμιστές». Την ιδέα επιβολής στρατιωτικού νόμου ωστόσο απέρριψαν τόσο το ΔΚΑ και το ΚΔΕ, όσο και η ΣΔΕΜ, εκπρόσωπος της οποίας χαρακτήρισε την ιδέα «ανεύθυνη και βεβιασμένη, χωρίς σοβαρά επιχειρήματα» (Διαμαντής 7/5/2001).

Ο κίνδυνος μιας ακόμη μεγαλύτερης κλιμάκωσης της βίας λόγω των χειρισμών της κυβέρνησης Γκεοργκίεφσκι κινητοποίησε άμεσα την Δύση: στις 7 Μαΐου επισκέφθηκαν εκτάκτως τα Σκόπια ο Σολάνα, ο Ρόμπερτσον και ο διοικητής των δυνάμεων της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, Τζέιμς Έλις (James Ellis), σε μια προσπάθεια να πειστεί η πολιτική ηγεσία της χώρας να συγκροτηθεί μια νέα διευρυμένη κυβέρνηση συνασπισμού, και να ακολουθήσει ο διάλογος για τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν – ουσιαστικά μια συζήτηση πάνω στα αιτήματα τα οποία είχε θέσει ο ΕΑΣ (Buechsenschuetz 11/5/2001). Έπειτα από τη συμμετοχή τους σε σύσκεψη με την πολιτική ηγεσία της χώρας -η οποία και κατέληξε σε μια κατ’ αρχάς συμφωνία για τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας»– ο Σολάνα δήλωσε χαρακτηριστικά ότι η χώρα βρίσκεται «στο χείλος του γκρεμού… (και ότι) ολόκληρος ο λαός θα πρέπει να προσπαθήσει για να σώσει την χώρα από την πλήρη καταστροφή… Είμαι εδώ για να σας βοηθήσω να πετύχετε μια ευρεία συναίνεση με στόχο να ξεπεράσετε την κρίση το συντομότερο δυνατό. Ο διάλογος είναι ο μόνος τρόπος για να οικοδομήσετε και να διασφαλίσετε την χώρα» (Διαμαντής 8/5/2001). Η νέα κυβέρνηση στην οποία εκτός της ΕΜΕΟ-ΔΚΜΕΕ και του ΔΚΑ, συμμετείχαν η ΣΔΕΜ, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα και το ΚΔΕ, έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στις 12 Μαΐου.

Ο σχηματισμός της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» γέννησε ελπίδες για αποκλιμάκωση της έντασης, οι οποίες ωστόσο δεν επιβεβαιώθηκαν. Σχεδόν τρεις μήνες μετά την έναρξη των συγκρούσεων με τις δυνάμεις ασφαλείας, ο ΕΑΣ όχι μόνο δεν είχε ηττηθεί, αλλά κατάφερε να διευρύνει την δράση του, προχωρώντας σε νέες στρατιωτικές αλλά και πολιτικές κινήσεις. Στις 16 Μαΐου οι δυνάμεις του ΕΑΣ πραγματοποίησαν συντονισμένες επιθέσεις εναντίον θέσεων του στρατού στην περιοχή του Κουμάνοβο και του Τετόβου, παραβιάζοντας τη μονομερή 48ωρη κατάπαυση του πυρός που είχε κηρύξει η νέα κυβέρνηση στις 15 Μαΐου, επιθέσεις οι οποίες θεωρήθηκαν ως μια προσπάθεια «να εμποδιστεί η διαδικασία διαλόγου… όσο δεν γίνεται δεκτή και η δική τους συμμετοχή σ’ αυτή» (Διαμαντής 17/5/2001).

Επιπλέον, στις 22 Μαΐου 2001, επιτεύχθηκε επίσημη προσέγγιση ανάμεσα στα δύο αλβανικά κόμματα και τον ΕΑΣ με την λεγόμενη διακήρυξη του Πρίζρεν –με τον επίσημο τίτλο «Διακήρυξη των Αλβανών Ηγετών από τη Μακεδονία Αναφορικά με την Ειρήνη και την Διαδικασία Μεταρρύθμισης στη Δημοκρατία της Μακεδονίας» -την οποία υπέγραψαν ο Αλί Αχμέτι (Ali Ahmeti), ως πολιτικός εκπρόσωπος του ΕΑΣ, ο ηγέτης του ΚΔΕ, Ιμέρ Ιμερί, και ο ηγέτης του ΔΚΑ, Αρμπέν Τζαφέρι, με τη μεσολάβηση ενός Αμερικανού διπλωμάτη, του Ρόμπερτ Φρόουικ (Robert Frowick) [8]. Η Διακήρυξη περιελάμβανε μια σειρά από βασικές αρχές –όπως την υποστήριξη για την εδαφική ακεραιότητα και πολυ-εθνοτικό χαρακτήρα της Βόρειας Μακεδονίας, την απόρριψη «εθνο-εδαφικών» λύσεων και την εμπλοκή των ΗΠΑ και της ΕΕ ως μεσολαβητές για την επίλυση των εσωτερικών προβλημάτων– και την συμφωνία των 3 μερών «να εργαστούν για την υλοποίηση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων», συμπεριλαμβανομένου του Συντάγματος, της «απεριόριστης χρήσης της αλβανικής» ως μιας από τις επίσημες γλώσσες της χώρας, της αναλογικής εθνοτικής εκπροσώπησης στους κρατικούς θεσμούς, την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης, την «πλήρη εκκοσμίκευση του Συντάγματος» και την εισαγωγή ενός μηχανισμού συναινετικής επίλυσης ζητημάτων εθνικού συμφέροντος που αφορούσαν εθνοτικά δικαιώματα (Rusi 2004: 8). Η Διακήρυξη του Πρίζρεν «συνέδεσε την πραγματική ισχύ και επιρροή του ΕΑΣ με την τυπική νομιμότητα του ΔΚΑ και του ΚΔΕ... Ουσιαστικά, η διακήρυξη αποτελούσε μια εντολή από τον ΕΑΣ στα (δύο) πολιτικά κόμματα να εκπροσωπήσουν τους Αλβανούς της Μακεδονίας σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις οργάνωνε η διεθνής κοινότητα» (Rusi 2004: 9).

Η Διακήρυξη του Πρίζρεν προκάλεσε αναμενόμενα έντονο προβληματισμό και νευρικότητα στην σλαβομακεδονική πλευρά. H εφημερίδα Nova Makedonija κυκλοφόρησε με χαρακτηριστικό πρωτοσέλιδο «Ο Τζαφέρι και ο Ιμέρι υπογράφουν μια συμφωνία προδίδοντας τη Μακεδονία», με τον Γκεοργκίεφσκι να χαρακτηρίζει τη συμφωνία «μια διακήρυξη πολέμου από τους Αλβανούς εναντίον του Μακεδονικού έθνους». Στις ηγεσίες των δύο αλβανικών κομμάτων ασκήθηκαν πιέσεις να αποκηρύξουν την συμφωνία, ενώ ζητήθηκε από τον Αμερικανό διπλωμάτη Ρόμπερτ Φρόουικ, ο οποίος είχε μεσολαβήσει για την υπογραφή της διακήρυξης, να εγκαταλείψει την χώρα (Rusi 2004: 9). Η υπογραφή της διακήρυξης έδωσε μάλιστα ώθηση και στην εμφάνιση διαφόρων ακραίων σεναρίων. Την 1 Ιουνίου 2001 η εφημερίδα Nova Makedonija σε πρωτοσέλιδο άρθρο της, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το Μακεδονικό θα επιλυθεί μαζί με το Αλβανικό Ζήτημα», ανέφερε «ανώνυμες διπλωματικές πηγές» σύμφωνα με τις οποίες «η διεθνής κοινότητα σχεδιάζει την επαναχάραξη των συνόρων του Μακεδονικού κράτους… εκτός από την ανταλλαγή εδαφών ανάμεσα στην Αλβανία και τη Μακεδονία… η χώρα θα κερδίσει εδάφη από την Ελλάδα, όπως και την Βουλγαρία…» (Buechsenschuetz 5/6/2001).

Η Διακήρυξη του Πρίζρεν επέφερε την αναστολή στην έναρξη του επίσημου πολιτικού διαλόγου ανάμεσα στους εταίρους της κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Οι συνεχιζόμενες δε συγκρούσεις και απώλειες ανθρώπινων ζωών υποδαύλιζαν ακόμη μεγαλύτερη ένταση, υπογραμμίζοντας τους κινδύνους από μια παρατεταμένη στρατιωτική σύγκρουση η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια πλήρη διεθνοτική σύγκρουση. Ο θάνατος πέντε στρατιωτών και ο τραυματισμός άλλων δέκα στην περιοχή του Τετόβου, στις 6 Ιουνίου, προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις στην σλαβομακεδονική κοινότητα: στο Μοναστήρι ομάδα 3.000 «αγανακτισμένων» προχώρησε στον εμπρησμό 50 καταστημάτων και 20 σπιτιών Αλβανών και άλλων Μουσουλμάνων στην πόλη. Επεισόδια σημειώθηκαν και στην πόλη Ρέσεν όπου «αγανακτισμένοι νεαροί» έκαψαν πέντε καταστήματα, ενώ στην πόλη του Στιπ επιχείρησαν να πυρπολήσουν το τοπικό τζαμί (Διαμαντής 8/6/2001).

Στο Κουμάνοβο, το τρίτο σε μέγεθος αστικό κέντρο με πληθυσμό που ξεπερνούσε τους 100.000 κατοίκους, διακόπηκε η τροφοδοσία νερού, καθώς η τεχνική λίμνη και το φράγμα του Λίπκοβο βρισκόταν υπό τον έλεγχο ενόπλων του ΕΑΣ που δεν επέτρεπαν την προσέγγιση σε τεχνικούς για να ρυθμίσουν το πρόβλημα που είχε προκύψει (Διαμαντής, 7/6/2001). Η επιλογή του Γκεοργκίεφσκι στην κλιμακούμενη βία ήταν να επαναφέρει την πρότασή του για κήρυξη της χώρας σε «κατάσταση πολέμου». Σε ανακοίνωση του κυβερνητικού εκπροσώπου, Αντόνιο Μιλόσοσκι (Antonio Milososki) τονιζόταν ότι η κήρυξη κατάστασης πολέμου είναι «η μοναδική απάντηση στην σοβαρή απειλή κατά της κυριαρχίας, της ακεραιότητας και της ασφάλειας της χώρας», καλώντας τα αλβανικά κόμματα «να ξεκαθαρίσουν αν είναι με το μέρος αυτών που εισέβαλαν σε τμήμα της χώρας με το πρόσχημα της υποστήριξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και προειδοποιώντας ότι «έπειτα από τέτοιες βιαιότητες είναι πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι είναι δυνατό να υπάρξει ειρηνική συνύπαρξη των Αλβανών και των μη Αλβανών, ενώ είναι βέβαιο ότι υπό τέτοιες συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει οποιοσδήποτε πολιτικός διάλογος» (Διαμαντής, 7/6/2001). Η πρόταση του Γκεοργκίεφσκι δεν έγινε, ωστόσο, αποδεκτή: εκτός από τα δύο αλβανικά κόμματα και την απέρριψε η ΣΔΕΜ. Σε δήλωσή του ο υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και μέλος της ΣΔΕΜ, Βλάντο Μπούτσκοφσκι (Vlado Bučkovski), υπογράμμισε ότι «χρειάζεται μια συντονισμένη στρατιωτική και πολιτική δράση για την αντιμετώπιση της κατάστασης… (και πάντως η μάχη δεν πρόκειται να κερδηθεί με την κήρυξη κατάστασης πολέμου» (Διαμαντής 7/6/2001).

Στις 10 Ιουνίου ο ΕΑΣ, σε μια περαιτέρω κίνηση κλιμάκωσης της κρίσης, εξέδωσε τελεσίγραφο δίνοντας διορία 24 ωρών για τον τερματισμό των επιχειρήσεων από τις δυνάμεις ασφαλείας, ειδάλλως απειλούσε να πλήξει στόχους μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα, τα Σκόπια, το αεροδρόμιο Πέτροβατς καθώς και το διυλιστήριο της κρατικής εταιρίας ΟΚΤΑ, 15 χιλιόμετρα από το κέντρο των Σκοπίων, μια εξέλιξη που προέκυψε αφότου οι δυνάμεις του ΕΑΣ κατάφεραν να ελέγξουν, δύο ημέρες νωρίτερα, την περιοχή του Αρατσίνοβο κοντά στην πρωτεύουσα (Διαμαντής 11/6/2001), θέτοντας εκ νέου ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητά των δυνάμεων ασφαλείας. Την ίδια στιγμή που οι συγκρούσεις κλιμακώνονταν και οι διαφωνίες στους κόλπους της κυβέρνησης παρεμπόδιζαν την έναρξη του πολιτικού διαλόγου, ο πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών της Βόρειας Μακεδονίας παρουσίασε μια δέσμη ιδεών για την «επίλυση της κρίσης» στην βάση της ανταλλαγής πληθυσμών και εδαφών ανάμεσα στη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία. Σύμφωνα με τις ιδέες αυτές «όλοι οι Αλβανοί που ζουν στις μεγάλες πόλεις στο κέντρο και στα ανατολικά της χώρας θα μπορούσαν να μετακινηθούν στις δυτικές περιοχές και οι Σλαβομακεδόνες της Αλβανίας να μετακινηθούν στις περιοχές που θα γίνονταν μελλοντικά τμήμα της ΠΓΔΜ. Αντίστοιχα (η ΠΓΔΜ)… θα έδινε στην Αλβανία τμήματα των δυτικών περιοχών της, που κατοικούνται κατά πλειοψηφία από Αλβανούς» (Βουλέλης 10/6/2001). Τις ιδέες αυτές απέρριψε η ΣΔΕΜ, χαρακτηρίζοντάς τες ως «πρόταση για εμφύλιο πόλεμο» (Βουλέλης 10/6/2001)

Η έναρξη του πολιτικού διαλόγου ανάμεσα στα 4 πολιτικά κόμματα –την ΕΜΕΟ-ΔΚΜΕΕ, τη Σοσιαλδημοκρατική Ένωση, το ΔΚΑ και τη ΚΔΕ- υπό την αιγίδα του προέδρου Μπόρις Τραϊκόφσκι, ξεκίνησε τελικά στις 15 Ιουνίου 2001. Οι πρώτες συζητήσεις ανέδειξαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα σλαβομακεδονικά και τα αλβανικά κόμματα με τα δεύτερα να ζητούν την τροποποίηση 18 άρθρων του Συντάγματος, την αναγνώριση των Αλβανών ως συστατικού έθνους και την αναγραφή της Βόρειας Μακεδονίας στο προοίμιο του Συντάγματος ως το κράτος «των Μακεδόνων και των Αλβανών», την αναγνώριση της αλβανικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας του κράτους, την κατοχή της θέσης του Αντιπροέδρου της χώρας από Αλβανό και το δικαίωμα βέτο στις κυβερνητικές αποφάσεις. Αυτές οι θέσεις ερμηνεύτηκαν από την σλαβομακεδονική πλευρά ως προσπάθεια «ομοσπονδοποίησης της χώρας» (Διαμαντής 18/6/2001, επίσης Ελευθεροτυπία 19/6/2001), προκαλώντας έντονες αντιδράσεις: στις 19 Ιουνίου ο Υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης και στέλεχος της ΕΜΕΟ-ΔΚΜΕΕ, Λιούμπε Μπόσκοφσκι (Ljube Boskovski), καταφέρθηκε εναντίον των «πολιτικών διευθετήσεων», δηλώνοντας ότι προτιμά «να αποκατασταθεί η ειρήνη με τις δικές μας δυνάμεις και χωρίς την βοήθεια της διεθνούς κοινότητας» (Ελευθεροτυπία 20/6/2001).

Μια ημέρα αργότερα, στις 20 Ιουνίου, ο πρόεδρος Τραϊκόφσκι ανακοίνωσε ότι ο διάλογος είχε φτάσει σε αδιέξοδο, ασκώντας κριτική στους ηγέτες του ΔΚΑ και του ΚΔΕ «οι οποίοι επιμένουν σε θέσεις που οδηγούν στην δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους δύο εθνοτήτων», τονίζοντας ότι ο ίδιος «δεν μπορεί να δεχτεί την κατάργηση του ενιαίου χαρακτήρα του κράτους και να θέσει σε άμεσο κίνδυνο την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητά του» και κατηγορώντας τους ότι με την στάση τους «επιδιώκουν ουσιαστικά να προκαλέσουν την επέμβαση ξένων δυνάμεων στην χώρα, ελπίζοντας ότι αυτό θα ενισχύσει τους εξωπραγματικούς πολιτικούς τους στόχους» (Διαμαντής 21/6/2001). Ο Τραϊκόφσκι πρόσθεσε ότι οι Αλβανοί επιδιώκουν «την δημιουργία ενός συστήματος αναλόγου με εκείνο που εφαρμόστηκε στην Βοσνία» προσθέτοντας ότι «ένα τέτοιο σύστημα θα βαθύνει περισσότερο τις διαφορές και τις συγκρούσεις μεταξύ των εθνοτήτων» (Διαμαντής 21/6/2001). Από την πλευρά τους, ο Ιλιάζ Χαλίλι, ηγετικό στέλεχος του ΔΚΑ, εμμέσως αλλά σαφώς επέρριψε ευθύνες στην σλαβομακεδονική πλευρά για το αδιέξοδο των συνομιλιών, δηλώνοντας ότι απορρίφθηκε το 80% των προτάσεων που κατέθεσε η αλβανική πλευρά, ενώ ο Γραμματέας του ΚΔΕ, Νάσερ Ζιμπέρι (Nasser Ziberi), απέρριψε τις κατηγορίες Τραϊκόφσκι, υποστηρίζοντας ότι τα αλβανικά κόμματα «ποτέ δεν έθεσαν θέμα ομοσπονδίας, ούτε αμφισβήτησαν τον ενιαίο χαρακτήρα του κράτους ή τα σύνορά του», προσθέτοντας ότι «ο πρόεδρος δεν πρέπει να ξεχνά πως συνομιλεί με τους νόμιμους εκπροσώπους των Αλβανών… εκείνος μας ζήτησε από την αρχή να θέσουμε όλα τα προβλήματα που θεωρούσαμε ανοιχτά» (Διαμαντής 21/6/2001).

Η υπογραφή ανακωχής στις 25 Ιουνίου 2001, έπειτα από μεσολαβητικές προσπάθειες των ΕΕ-ΗΠΑ, για τον τερματισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων από τις δυνάμεις ασφαλείας στην περιοχή του Αρατσίνοβο αποτέλεσε σημείο καμπής στην εξέλιξη της κρίσης. Στο ξεκίνημα των στρατιωτικών επιχειρήσεων για την ανακατάληψή του, στις 22 Ιουνίου, ο Υπουργός Εσωτερικών και μέλος της ΕΜΕΟ-ΔΚΜΕΕ, Λιούμπε Μπόσκοφσκι, δήλωνε καυχολογώντας ότι «μέσα σε 24 ώρες θα έπινε τον καφέ του στο κέντρο του χωριού» (Ordanoski 2004: 17). Η συνέχεια ωστόσο ήταν τελείως διαφορετική: «Στρατιωτικά το Αρατσίνοβο έδειξε ότι ακόμη και όταν υποστηριζόταν από ελικόπτερα και πυροβολικό, η μακεδονική αστυνομία και οι ειδικές δυνάμεις του στρατού στερούνταν των διοικητικών ικανοτήτων και ικανοτήτων σχεδιασμού για να εκτελέσουν πετυχημένα μια σύνθετη επιχείρηση, η οποία απαιτούσε συντονισμό και αποτελεσματικό προσδιορισμό στόχων, όπως και δύναμη πυρός... η αποτυχία της επιχείρησης στο Αρατσίνοβο άφησε τη μακεδονική στρατιωτικο-πολιτική ελίτ πληγωμένη και βαθύτατα τραυματισμένη… Η φανερή ανικανότητα του κράτους να επικρατήσει του ΕΑΣ με άμεσα στρατιωτικά μέσα λειτούργησε ως χαρακτηριστική προειδοποίηση ότι ο ΕΑΣ ήταν πολύ πιο ισχυρός απ’ ότι αρχικά νόμιζαν...» (Ordanoski 2004: 18-19)

Η διαφυγή των δυνάμεων του ΕΑΣ από το Αρατσίνοβο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Το βράδυ της 25ης Ιουνίου «περίπου 3.000 οργισμένοι διαδηλωτές επικουρούμενοι από πλήρως οπλισμένους άνδρες των ειδικών δυνάμεων, εισέβαλαν και κατέλαβαν το κτίριο του κοινοβουλίου…» διαμαρτυρόμενοι κατά της «ταπεινωτικής υποχώρησης» της κυβέρνησης (Τα Νέα 26/6/2001, επίσης Buechsenschuetz 27/6/2001). Την επομένη, σε διάγγελμά του, ο Τραϊκόφσκι κατηγόρησε «εσωτερικές δυνάμεις που προέρχονται απ’ όλα τα επίπεδα του κράτους και οι οποίες φοβισμένες από την αρχή της επιτυχούς επιχείρησης στο Αρατσίνοβο, προχώρησαν σε εντελώς απαράδεκτα μέτρα και ενέργειες για να εμποδίσουν την εφαρμογή του σχεδίου και να προκαλέσουν εσωτερικές εντάσεις και εμφύλιες συγκρούσεις» (Διαμαντής 27/6/2001).

Ο ίδιος ο Γκεοργκίεφσκι μετά το Αρατσίνοβο αμφισβήτησε ανοιχτά την ίδια την συνύπαρξη Σλαβομακεδόνων και Αλβανών, δηλώνοντας ότι «αισθάνεται εντελώς απαισιόδοξος για μια επίλυση της κρίσης, τονίζοντας ότι η συμβίωση (των δύο κοινοτήτων)… στην καθημερινή ζωή γίνεται όλο και περισσότερο αδύνατη» (αναφέρεται σε Διαμαντής 28/6/2001). Ο Γκεοργκίεφσκι μάλιστα «μετά δυσκολίας έκρυψε την υποστήριξή του από την πρόταση μελών της Μακεδονικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών για μια εθνοτική και εδαφική διαίρεση της χώρας… (και) ανταλλαγή εδαφών ανάμεσα στην Δημοκρατία της Μακεδονίας και την Δημοκρατία της Αλβανίας… Σε κάποιο σημείο (μάλιστα) ο Γκεοργκίεφσκι σταμάτησε ακόμη και να μιλάει σε ξένους διαμεσολαβητές και άλλους διπλωμάτες για οποιαδήποτε άλλο ζήτημα εκτός από την ανάγκη επαναχάραξης των συνόρων στα Βαλκάνια» (Ordanoski 2004: 22)

Τελικά στις 5 Ιουλίου υπογράφηκε μια νέα ανακωχή πυρός, κάνοντας δυνατή την επανέναρξη στις 9 Ιουλίου των συνομιλιών ανάμεσα στα 4 κόμματα -την ΕΜΕΟ-ΔΚΜΕΕ, την ΣΔΕΜ, το ΚΔΕ και το ΔΚΑ– υπό την αιγίδα του προέδρου Τραϊκόφσκι και με την συμμετοχή των δύο ειδικών απεσταλμένων της ΕΕ και των ΗΠΑ, Φρανσουά Λεοτάρ και Τζέιμς Πέρντιου (βλ. Buechsenschuetz 12/7/2001). Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων έγινε σαφές ότι η σλαβομακεδονική πλευρά ήθελε να αποφύγει οποιαδήποτε συμφωνία θα απειλούσε τον ενιαίο χαρακτήρα του κράτους και «δεν θα συμφωνούσαν σε οτιδήποτε παραβίαζε αυτή την γραμμή» (Popetrevski, Latifi, 2004: 32). Το νομικό καθεστώς της αλβανικής γλώσσας και οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην αστυνομία με στόχο γίνει πιο αντιπροσωπευτική, απεδείχθησαν τα δυσκολότερα σημεία. Για το πρώτο ζήτημα, η αλβανική πλευρά ζητούσε την συνταγματική εξίσωση της αλβανικής με τη μακεδονική γλώσσα ως της δεύτερης επίσημης γλώσσας του κράτους. Κάτι που η σλαβομακεδονική πλευρά δεν δεχόταν, υποστηρίζοντας ότι «ήταν περιττό, καθώς η αλβανική μειονότητα είναι συγκεντρωμένη στα βορειοδυτικά της Μακεδονίας... (επιπλέον κάτι τέτοιο) θα συνιστούσε την γλωσσική ομοσπονδοποίηση της χώρας», με τον Μπράνκο Τσερβένκοφσκι να υποστηρίζει ότι η αναγνώριση της αλβανικής ως επίσημης γλώσσας «απειλεί τον ενιαίο χαρακτήρα του κράτους» (Popetrevski, Latifi, 2004: 32).

16052021-3.jpg

Αλβανοί εγκαταλείπουν την ιδιαίτερηπατρίδα τους, το χωριό Μαλίνο, διασχίζουν το χωριό Λίπκοβο, περίπου 40 χλμ. από την πρωτεύουσα Σκόπια, στις 7 Μαρτίου 2001.
Alexei Dityakin/REUTERS
--------------------------------------------------------------------------

Για το ζήτημα των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων στην αστυνομία, προτάθηκαν διάφορες ιδέες όπως η εισαγωγή ενός συστήματος ποσοστώσεων για εθνοτικές ομάδες και η εμπλοκή των δήμων στην στελέχωση των κατά τόπους αστυνομικών δυνάμεων. Η σλαβομακεδονική πλευρά ωστόσο τις απέρριπτε με το επιχείρημα της «κατάλυσης του ενιαίου κράτους» (Βουλέλης 22/7/2001). Οι προτάσεις μάλιστα των διεθνών μεσολαβητών –Λεοτάρ και Πάρντιου– προς την κατεύθυνση ικανοποίησης των αλβανικών αιτημάτων για το ζήτημα της γλώσσας και των μεταρρυθμίσεων της αστυνομίας, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της σλαβομακεδονικής πλευράς, η οποία κατήγγειλε τις προτάσεις αυτές ως «ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά της ΡΜ», «διαιρετικές και ισοδύναμες με την αποδοχή όλων των αιτημάτων» του ΕΑΣ (Βουλέλης 22/7/2001, Μαράκης 22/7/2001). Η αντίληψη ότι οι ΕΕ-ΗΠΑ ευνοούσαν την αλβανική πλευρά εκδηλώθηκε και με επεισόδια στην πόλη των Σκοπίων: διαδήλωση από Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες από χωριά της περιοχής του Τετόβου, στον χώρο του κοινοβουλίου στις 25 Ιουλίου, έλαβε βίαια τροπή, με τους διαδηλωτές να πετροβολούν οχήματα της KFOR, του ΟΑΣΕ, τις αντιπροσωπείες της ΕΕ και του ΟΑΣΕ, καθώς και την βρετανική και την γερμανική πρεσβεία (Διαμαντής 26/7/2001).

Η ένταση που επικρατούσε στην πόλη των Σκοπίων οδήγησε και στην απόφαση, στις 28 Ιουλίου, για μεταφορά των συνομιλιών στην πόλη της Οχρίδας. Οι συνομιλίες σχετικά γρήγορα οδήγησαν σε συμφωνίες στα εναπομείναντα, επίμαχα σημεία. Έτσι για το ζήτημα της γλώσσας επιτεύχθηκε συμφωνία την 1η Αυγούστου, βάσει της οποίας ενώ η σλαβομακεδονική παρέμενε η επίσημη γλώσσα του κράτους, οποιαδήποτε άλλη γλώσσα η οποία ομιλούνταν από τουλάχιστον 20% του πληθυσμού αναγνωριζόταν ως επίσημη γλώσσα και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τα προσωπικά έγγραφα, τα δικαστήρια, την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς και στην επικοινωνία των πολιτών με την κεντρική κυβέρνηση. Και για το ζήτημα των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στην αστυνομία επήλθε συμβιβασμός. Αρχικά τα δύο αλβανικά κόμματα ζητούσαν η συγκρότηση των τοπικών αστυνομικών δυνάμεων να βρίσκεται υπό την ευθύνη και έλεγχο των τοπικών Αρχών, κάτι που δεν έβρισκε σύμφωνα τα δύο σλαβομακεδονικά κόμματα, όπως και τον πρόεδρο Τραϊκόφσκι, καθώς θεωρούσαν ότι μια συγκεντρωτικά διοικούμενη αστυνομική δύναμη αποτελούσε ένα απαραίτητο στοιχείο κρατικής ενότητας, ενώ επιπλέον η αποδοχή του αλβανικού αιτήματος θα οδηγούσε στην συγκρότηση αστυνομικών δυνάμεων υπό τον έλεγχο των τοπικών κομματικών δομών (Popetrevski, Latifi, 2004: 33). Η λύση βρέθηκε στις 5 Αυγούστου όταν και ανακοινώθηκε ότι οι επικεφαλής των αστυνομικών τμημάτων θα επιλέγονταν από τα δημοτικά συμβούλια, από κατάλογο που θα ετοίμαζε το Υπουργείο Εσωτερικών, ενώ η εθνοτική σύσταση των αστυνομικών τμημάτων θα αντανακλούσε την εθνοτική σύσταση συνολικά της χώρας και όχι της κάθε περιοχής (Popetrevski, Latifi, 2004: 34). Στις 8 Αυγούστου ανακοινώθηκε επίσημα και η επίτευξη συμφωνίας η οποία και υπογράφηκε στις 13 Αυγούστου στην πόλη της Οχρίδας.

Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ

Η κρίση του 2001 στη Βόρεια Μακεδονία ανέδειξε με δραματικό τρόπο μια σειρά από βασικά χαρακτηριστικά που αφορούσαν την κρατική ισχύ της χώρας, την κουλτούρα της πολιτικής της ελίτ, όπως και τον αποφασιστικό ρόλο της περιφερειακής συγκυρίας καθώς και του διεθνούς παράγοντα για την επίλυση της κρίσης.

Καταρχάς, η κρίση υπογράμμισε την αδυναμία των υφιστάμενων κρατικών θεσμών: δέκα χρόνια μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της η Βόρεια Μακεδονία δεν είχε καταφέρει να οικοδομήσει μηχανισμούς ασφάλειας ικανούς να προστατεύσουν την εδαφική ακεραιότητα της και να ελέγξουν αποτελεσματικά το έδαφός της, μια κλασική περίπτωση κρατικής αδυναμίας (state weakness).

Δεύτερον, η κρίση ανέδειξε τις παθογένειες της κουλτούρας της κυρίαρχης ελιτ των Σλαβομακεδόνων, ως προς την διαχείριση της έννοιας της πολυεθνοτικότητας. Η σλαβομακεδονική πολιτική ελιτ αρνούνταν επί μια δεκαετία την ικανοποίηση βασικών αιτημάτων της δεύτερης σε μέγεθος εθνοτικής ομάδας στην χώρα, η οποία ζητούσε την συνταγματική και ουσιαστική αναβάθμιση της θέσης της, στην βάση της αρχής της ισότητας. Έπρεπε να σημειωθεί μια ένοπλη σύρραξη για να υποχρεωθεί η σλαβομακεδονική πολιτική ελιτ να συζητήσει σοβαρά και να αποδεχθεί αιτήματα που υπήρχαν ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1991. Η εκδήλωση της κρίσης το 2001 δεν ήταν ωστόσο συγκυριακή. Η κατάληξη της κρίσης του Κοσόβου, το 1999 , μέσα από τη νατοϊκή επέμβαση και τον τερματισμό (ουσιαστικά) της σερβικής κυριαρχίας, επιβεβαίωσε στον αλβανικό πληθυσμό, ευρύτερα στην περιοχή, την ορθότητα της επιλογής της ένοπλης βίας για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο που τόσο η κρίση στη Βόρεια Μακεδονία, όσο και στην κοιλάδα του Πρέσεβο στην Σερβία, σημειώθηκαν λίγο μετά το 1999.

Τέλος, ο ρόλος του διεθνούς, Δυτικού παράγοντα, για τον τερματισμό της κρίσης ήταν καθοριστικός. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πίεση από Δυτικούς αξιωματούχους (ΕΕ, ΝΑΤΟ και ΗΠΑ) ήταν αυτή που υποχρέωσε την σλαβομακεδονική ελίτ να συζητήσει και να αποδεχτεί την συνταγματική αναβάθμιση του αλβανικού πληθυσμού. Η κατάληξη των διαπραγματεύσεων, όπως αποτυπώθηκε στην Συμφωνία της Οχρίδας, στις 13 Αυγούστου 2001, τερμάτισε μια στρατιωτική σύγκρουση που απειλούσε να εξελιχθεί σε γενικευμένη σύρραξη Σλαβομακεδόνων-Αλβανών με απρόβλεπτες συνέπειες, αποφεύγοντας ταυτόχρονα εδαφικές ρυθμίσεις τύπου Ντέιτον για την Βόρεια Μακεδονία. Η αρνητική, ωστόσο, στάση μεγάλης μερίδας Σλαβομακεδόνων απέναντι στην Συμφωνία της Οχρίδας και η αντίληψη ότι αυτή είχε «επιβληθεί από την διεθνή κοινότητα» υπονομεύοντας την «ενότητα του κράτους», ενίσχυσε την καλλιέργεια ενός εθνικιστικού κλίματος στις τάξεις των Σλαβομακεδόνων, διευκολύνοντας ουσιαστικά την ανάδειξη στην εξουσία το 2006 του Νίκολα Γκρούεφσκι (Nikola Gruevski).

Παραπομπές:
[1] Συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» μέχρι και την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών τον Φεβρουάριο του 2019. Η Ελλάδα, μέχρι και την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό κοινοβούλιο αναγνώριζε την χώρα ως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
[2] Στα τέλη Νοεμβρίου 2000 έκανε την εμφάνισή του στη νοτιοδυτική Σερβία, σε μια περιοχή ανατολικά του Κοσόβου, γνωστής και ως κοιλάδας του Πρέσεβο, με σημαντικό αριθμό Αλβανών, ο λεγόμενος«Απελευθερωτικός Στρατός του Πρέσεβο, της Μεντβέντζια και του Μπουγιάνοβατς» ή UÇPMB. Ο UÇPMB πραγματοποίησε μια σειρά από επιθέσεις εναντίον σερβικών αστυνομικών σταθμών στην περιοχή, προκαλώντας τη στρατιωτική αντίδραση του Βελιγραδίου, το οποίο ταυτόχρονα ζήτησε την παρέμβαση του ΝΑΤΟ για να σταματήσουν οι επιθέσεις. Η κρίση στην κοιλάδα του Πρέσεβο άρχισε να εξομαλύνεται την άνοιξη του 2001 έπειτα από την εφαρμογή ειρηνευτικού σχεδίου που συμφωνήθηκε ανάμεσα στη σερβική κυβέρνηση και τους αλβανούς ενόπλους. Βλ. Χρηστίδης 2017, σς. 40-41.
[3] Η χρήση του όρου Αλβανός στο κείμενο έχει εθνοτικό περιεχόμενο και δεν αναφέρεται στην κατοχή της αλβανικής ιθαγένειας, δηλαδή αναφέρεται στον εθνοτικά Αλβανικό πληθυσμό, και όχι σε όσους έχουν τη νομική ιδιότητα του πολίτη (την ιθαγένεια δηλαδή) του αλβανικού κράτους (σ.τ.σ.).
[4] Πρόκειται για μια κοινή διαπίστωση όσων έχουν μελετήσει τις διεθνοτικές σχέσεις στη ΣΔΜ. Για παράδειγμα Poulton 1995: 121-133, Perry 1997: 252.
[5] Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την Βουλγαρία, όπου παρά την εισαγωγή του πολυκομματισμού απαγορεύτηκε η συγκρότηση πολιτικών κομμάτων σε εθνοτική ή θρησκευτική βάση. Ακόμη και στην γειτονική Αλβανία, όπου επιτράπηκε η συγκρότηση πολιτικών κομμάτων, με μεταγενέστερο νόμο για τα πολιτικά κόμματα απαγορεύτηκε η συμμετοχή τους σε εκλογές.
[6] Στον χώρο των Αλβανών ιδρύθηκαν την ίδια περίοδο και άλλα πολιτικά κόμματα χωρίς ωστόσο να αποκτήσουν την δυναμική του ΚΔΕ. Κόμματα όπως το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (ΛΔΚ), με ηγέτη τον Ιλιάζ Χαλίμι (Iljaz Halimi) (Perry 1997: 241) και η Αλβανική Δημοκρατική Ένωση – Φιλελεύθερο Κόμμα που ιδρύθηκε στις 10 Μαρτίου 1992 στα Σκόπια, με ηγέτη τον Μπεσίρ Ισενί (Becir Iceni) (Tanjug 10 March 1992, αναφέρεται σε BBC SWB, 12 March 1992).
[7] Ο ηγέτης της ΣΔΕΜ, Μπράνκο Τσερβένκοφσκι (Branko Crvenkovski) ζητούσε την διεξαγωγή πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών, το φθινόπωρο του 2001, κάτι που δεν έδειχνε διατεθειμένος να αποδεχθεί ο Γκεοργκίεφσκι, επιμένοντας για τη διεξαγωγή τους την άνοιξη του 2002 (Διαμαντής 17/4/2001).
[8] Ο οποίος είχε και την ιδιότητα του απεσταλμένου του Ρουμάνου Υπουργού Εξωτερικών που προέδρευε στον ΟΑΣΕ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-Βουλέλης Νικόλας, «Τα σύννεφα πυκνώνουν», Κυριακάτική Ελευθεροτυπία, 10 Ιουνίου 2001• «Το μπαλάκι στους μεσολαβητές», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22 Ιουλίου 2001
-Γκλιγκόροφ Κίρο, Απομνημονεύματα, Κούριερ Εκδοτική, Αθήνα 2001
-Διαμαντής Τάκης, «Επίθεση κατά αμαξοστοιχίας στα Σκόπια…», Ελευθεροτυπία, 29 Ιανουαρίου 2001• «Πυρ υπέρ της διαδήλωσης», Ελευθεροτυπία, 15 Μαρτίου 2001• «24ωρη διορία: Φύγετε ή αφοπλιστείτε», Ελευθεροτυπία, 21 Μαρτίου 2001• «Από το «δόξα τω Θεώ» στο «βοήθα Παναγιά», Ελευθεροτυπία, 26 Μαρτίου 2001• «Συνεχίζονται οι εκκαθαρίσεις», Ελευθεροτυπία, 29 Μαρτίου 2001• «Αναζητείται γλώσσα για διάλογο», Ελευθεροτυπία, 17 Απριλίου 2001• «Εμπρησμοί για αντίποινα», Ελευθεροτυπία, 2 Μαΐου 2001• «Φουντώνουν τις φωτιές», Ελευθεροτυπία, 3 Μαΐου 2001• «Κράτος εν κράτει», Ελευθεροτυπία, 4 Μαΐου 2001• «Στα πρόθυρα πολέμου», Ελευθεροτυπία, 7 Μαΐου 2001• «Δεν έριξαν ούτε σφαίρα μη χαλάσουν την επίσκεψη», Ελευθεροτυπία, 8 Μαΐου 2001• «Κουρελόχαρτο το τελεσίγραφο», Ελευθεροτυπία, 17 Μαΐου 2001• «Σφαίρες κατά του προέδρου», Ελευθεροτυπία, 7 Ιουνίου 2001• «Στο στόχαστρο ο πρωθυπουργός», Ελευθεροτυπία, 8 Ιουνίου 2001• «Απειλούν την πρωτεύουσα», Ελευθεροτυπία, 11 Ιουνίου 2001• «Σε νάρκη ο διάλογος», Ελευθεροτυπία, 21 Ιουνίου 2001• «Ύστατη έκκληση για αποφυγή του εμφυλίου», Ελευθεροτυπία, 27 Ιουνίου 2001• «Ελπίζουν σε διάλογο,ε νώ συνεχίζονται οι συγκρούσεις», Ελευθεροτυπία, 28 Ιουνίου 2001• «Πότε φως και πότε καταχνιά», Ελευθεροτυπία, 26 Ιουλίου 2001
-Κοππά Μαριλένα, Οι μειονότητες στα μετα-κομμουνιστικά Βαλκάνια. Πολιτικές του κέντρου και μειονοτικές απαντήσεις, Νέα Σύνορα -Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1997
-Μαράκης Νίκος, «Τα μυστικά σχέδια του ΝΑΤΟ για τα Βαλκάνια», Το Βήμα, 18 Μαρτίου 2001• «Σκωτσέζικο ντους στην πΓΔΜ», Το Βήμα, 22 Ιουλίου 2001
-Μοσχονάς Κώστας, «Η KFOR αναλαμβάνει την επιτήρηση των συνόρων», Ελευθεροτυπία, 20 Μαρτίου 2001
-Πουλίδου Χριστίνα, «Το… Μετέωρο Βήμα της FYROM», Επενδυτής, 28-29 Απριλίου 2001
-Χρηστίδης Γεώργιος, Η σερβική πολιτική στο Κόσοβο. Ιούνιος 1999-2016, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 2017
«Αν θέλετε ένταξη στην Ε.Ε. κάντε διάλογο», Ελευθεροτυπία, 29 Μαρτίου 2001
«Ζητούν τα ρέστα από τα Σκόπια», Ελευθεροτυπία, 30 Μαρτίου 2001
«Επιμένουν στον αφοπλισμό», Ελευθεροτυπία, 19 Ιουνίου 2001
«Στην πρέσα για συμφωνία», Ελευθεροτυπία, 20 Ιουνίου 2001
«Κατέλαβαν το Κοινοβούλιο», Τα Νέα, 26 Ιουνίου 2001

ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-Andrejevich Milan, “Macedonia on the Eve of Elections”, Radio Free Europe/Report on Eastern Europe, Vol. 1. No. 48, 30 November 1990• “Resurgent Nationalism in Macedonia: A Challenge to Pluralism”, Radio Free Europe/Report on Eastern Europe, Vol. 2 No. 20, 23 April 1991
-British Broadcasting Corporation, Summary of World Broadcasts, EE/1269 C1/6, 4 January 1992∙ BBC SWB, EE/1280 C1/9, 17 January 1992∙ BBC SWB, EE/1327 C1/11, 12 March 1992∙ BBC SWB, EE/1348 I, 6 April 1992∙ BBC SWB, EE/1381 C1/9, 15 May 1992∙ BBC SWB, EE/1533 i, 9 November 1992
-Buechsenschuetz Ulrich, “A new government in Macedonia”, RFE/RL Balkan Report Vol. 5, No. 34, 11 May 2001• “Growing skepticism in Macedonia”, RFE/RL Balkan Report Vol. 5, No. 39, 5 June 2001• “Convoy of Shame”, RFE/RL Balkan Report Vol. 5, No. 46, 27 June 2001• “Macedonia: A cease-fire and a proposal”, RFE/RL Balkan Report Vol. 5, No. 48, 12 July 2001
-Bugajski Janusz, Nations in Turmoil. Conflict and Cooperation in Eastern Europe, Westview Press, Boulder 1995
-Constitution of the Republic of Macedonia, Nova Makedonija, Skopje 1995
-Gerald Knaus, Bender Kristof, Coc Markus, “The Political Economy of Interethnic Relations: Ahmet’s Village or the Macedonian Case”, in Nationalism after Communism. Lessons Learned, pp. 101-146
-Glenny Misha, The Fall of Yugoslavia, Penguin Books, London, Third Edition, 1995
-Krause Stefan, “Another Balancing Act”, Country Files: Macedonia: Annual Report 2000, http://www.Country_Files_Macedonia_Annual_Report_2000.htm (πρόσβαση 26/1/2001)
-Ordanoski Saso, “Lion & Tigers – The Militarization of the Macedonian Right”, in The 2001 Conflict in FYROM – Reflections, Institute of War and Peace Reporting, Skopje and London, 2002, republished by the Conflict Studies Research Centre, Balkan Series 04/15, June 2004, pp. 17-28, https://www.files.ethz.ch/isn/44460/2001_Confl_FYROM.pdf (πρόσβαση 5/2/2019)
-Perry Duncan M., “The Republic of Macedonia: finding its way”, in Karren Dawisha and Bruce Parrot (edit.) Politics, power, and the struggle for democracy in South-East Europe, Cambridge University Press, Cambridge, 1997, pp. 226-281
-Pettifer James, “Macedonia Rejects Milosevic”, The World Today, Vol. 55, No. 1, January 1999
-Popetrevski Vasko, Latifi Veton, “The Ohrid Framework Negotiations Agreement”, in The 2001 Conflict in FYROM – Reflections, pp. 29-36
-Poulton Hugh, Who Are the Macedonians? Hurst & Company, London, 1995
-Rusi Iso, “From Army to Party – The Politics of the NLA”, in The 2001 Conflict in FYROM – Reflections, pp. 1-16
-“Macedonia and Albania. Aha, a plot”, The Economist, 20 November 1993
-“See-sawing”, The Economist, 9 August 2001, www.economist.com.agenda... (πρόσβαση 11/8/2001).

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition