Η Τουρκία δεν θα επιστρέψει στην Δυτική πλευρά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία δεν θα επιστρέψει στην Δυτική πλευρά

Η δυναμική εξωτερική πολιτική της Άγκυρας είναι εδώ για να μείνει
Περίληψη: 

Παρά τον αδυσώπητο εθνικισμό των φιλοκυβερνητικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση μεταξύ του λαού ότι ο Ερντογάν πιέζει πολύ σκληρά στην εξωτερική πολιτική. Η Τουρκία φαίνεται να έχει χάσει την αίσθηση του σκοπού της και να έχει αποξενώσει πάρα πολλούς από τους φίλους της, κάνοντας μερικά από τα ίδια στρατηγικά λάθη που, ίσως, κόστισαν στους Οθωμανούς την αυτοκρατορία τους.

Η ASLI AYDINTASBAS είναι ανώτερη συνεργάτις πολιτικής στο European Council on Foreign Relations. Είναι πρώην αρθρογράφος των εφημερίδων Cumhuriyet και Milliyet και ως δημοσιογράφος έχει εργαστεί στην Άγκυρα, την Κωνσταντινούπολη και την Ουάσιγκτον.

Το δοκίμιο του Samuel Huntington στο Foreign Affairs το 1993 «Η σύγκρουση των πολιτισμών;» έχει μελετηθεί ατέλειωτα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Αλλά ό, τι κι αν συνάγει κανείς από την θέση του ότι οι πολιτιστικές ταυτότητες θα καθοδηγούσαν την μεταψυχροπολεμική πολιτική, ο Χάντινγκτον είχε κάτι σωστό για την Τουρκία. Ο Χάντινγκτον προέβλεψε ότι καθώς ο ανταγωνισμός του εικοστού αιώνα τελείωνε, οι φιλοδυτικές τάσεις της κοσμικής ελίτ της Τουρκίας θα εκτοπιστούν από εθνικιστικά και ισλαμικά στοιχεία. Ήταν ακριβής.

20052021-1.jpg

Ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και αξιωματικοί του στρατού σε τελετή στην Άγκυρα, τον Νοέμβριο του 2018. Umit Bektas / Reuters
-------------------------------------------------------

Τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη ήταν ταραγμένες, το λιγότερο. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθιέρωσαν ένα είδος φιλίας (bromance) [1], προσωποποιώντας τις διμερείς σχέσεις εις βάρος σχεδόν όλων των πολιτικών ζητημάτων. Η Τουρκία δεν εμπιστεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες για την στήριξη των συριακών κουρδικών δυνάμεων στην Συρία και για την φιλοξενία του κληρικού Fethullah Gulen, τον οποίο η Άγκυρα έχει αναγνωρίσει ως τον εγκέφαλο του αποτυχημένου πραξικοπήματος το 2016. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη δεν ήταν καλύτερες. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κουραστεί από τον αυξανόμενο αντιφιλελευθερισμό της Τουρκίας και την προθυμία της να επιδεικνύει τις στρατιωτικές της δυνάμεις στην ανατολική Μεσόγειο.

Εν τω μεταξύ, η Άγκυρα έχει στραφεί σε νέους συνεργάτες. Η κυβέρνηση αγόρασε ρωσικά οπλικά συστήματα -ενάντια στις επιθυμίες των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ- και συνεργάστηκε με τη Μόσχα σε μεγάλα έργα υποδομής, συμπεριλαμβανομένων αγωγών φυσικού αερίου και του πρώτου πυρηνικού αντιδραστήρα της Τουρκίας. Η Τουρκία και η Ρωσία μαζί έχουν χαράξει σφαίρες επιρροής στην Λιβύη και την Συρία. Και τον τελευταίο καιρό, η Τουρκία έχει φλερτάρει την Κίνα, κυνηγώντας κινεζικές επενδύσεις, προμηθευόμενη το εμβόλιο COVID-19 που παράγεται από την κινεζική εταιρεία Sinovac, και αρνούμενη [2] να επικρίνει τη μεταχείριση των Ουιγούρων από το Πεκίνο.

Αυτό δεν είναι μια προσωρινή στροφή, αλλά μια βαθύτερη αλλαγή στον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Στις σχεδόν δύο δεκαετίες της κυριαρχίας του Ερντογάν, η Τουρκία είχε λιγότερο ενδιαφέρον από όσο κάποτε στο να ανήκει στο διατλαντικό κλαμπ ή να επιδιώκει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντ' αυτού, η κυβέρνηση έδειξε ζήλο στο να επανατοποθετήσει την χώρα ως περιφερειακό ηγεμόνα. Ενώ η Δύση εξακολουθεί να είναι αγκιστρωμένη στη νοσταλγία για τον ιστορικό ρόλο της Άγκυρας στην διατλαντική συμμαχία, οι Τούρκοι ηγέτες, βαθιά φιλύποπτοι για τους εταίρους τους στο ΝΑΤΟ, μιλούν για στρατηγική αυτονομία. Άλλοτε το πρότυπο μιας κοσμικής μουσουλμανικής δημοκρατίας, ένα λαμπρό παράδειγμα της μετασχηματιστικής δύναμης της φιλελεύθερης τάξης, η Τουρκία σήμερα αμφισβητεί την αξία του παιχνιδιού με Δυτικούς κανόνες.

Η Τουρκία λαχταρά, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, να είναι αυτόνομη δύναμη. Η νέα εξωτερική πολιτική της είναι καλύτερα κατανοητή όχι ως μετατόπιση προς την Ρωσία ή την Κίνα, αλλά ως έκφραση της επιθυμίας της να κρατήσει ένα πάτημα σε κάθε στρατόπεδο και να διαχειριστεί τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Το καθεστώς του Ερντογάν δημιούργησε αυτήν την αλλαγή και ένα ανεκτικό διεθνές περιβάλλον την επέτρεψε -αλλά ούτε μια νέα κυβέρνηση στην Άγκυρα ούτε μια αναζωογονημένη Δυτική συμμαχία μπορούν να την αντιστρέψουν. Ένα δίκτυο πολιτικών, γραφειοκρατών, δημοσιογράφων, και μελετητών [που είναι] ανοιχτά σκεπτικιστές σχετικά με την ευθυγράμμιση με την Δύση κυριαρχούν τώρα στην κουλτούρα ασφάλειας της χώρας. Μια ανεξάρτητη τουρκική εξωτερική πολιτική είναι εδώ για να μείνει.

ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Τα τελευταία χρόνια σηματοδότησαν μια ρήξη με το status quo μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, αν κοιτάξουμε πίσω, η εξισορροπητική δράση της Τουρκίας έχει ιστορικό προηγούμενο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα και η Τουρκική Δημοκρατία στις αρχικές της δεκαετίες προσπάθησαν να μονώσουν το κράτος από ρεύματα στο εξωτερικό και να βάλουν πιο ισχυρά έθνη το ένα απέναντι από το άλλο. Σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την παρακμή της αυτοκρατορίας τους, οι Οθωμανοί ηγέτες μπήκαν σε ένα παιχνίδι συνεχώς μεταβαλλόμενων συμμαχιών, ευθυγραμμιζόμενοι κατά περιόδους με την Αυστρο-Ουγγαρία, την Ρωσία, και το Ηνωμένο Βασίλειο προτού κάνουν το λάθος να συνεργαστούν με την Γερμανία στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην δεκαετία του 1920 και του 1930, η νέα Τουρκική Δημοκρατία έλαβε πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη από την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων της Μόσχας. Η Τουρκία παρέμεινε ουδέτερη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τους ηγέτες της να μετακινούνται μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου για να αποσπάσουν στρατιωτική βοήθεια, εξαγωγικές πιστώσεις, και άλλες μορφές οικονομικής στήριξης και από τους δύο. Ο Ερντογάν έχει τον ίδιο στόχο σήμερα: να κάνει συμφωνίες με τις παγκόσμιες δυνάμεις χωρίς να διαλέξει πλευρά.