Όταν το σύστημα αποτυγχάνει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν το σύστημα αποτυγχάνει

Η ασθένεια COVID-19 και το κόστος της παγκόσμιας δυσλειτουργίας*

Από το 2000, ο οργανισμός έχει αυξήσει σημαντικά την σημασία του, καθώς διάφορες νέες και επανεμφανιζόμενες μολυσματικές ασθένειες έχουν απειλήσει την παγκόσμια υγεία και ασφάλεια. Ο οργανισμός διαχειρίστηκε τις παγκόσμιες απαντήσεις στην επιδημία SARS το 2003, την πανδημία γρίπης H1N1 το 2009, την επιδημία του Έμπολα την περίοδο 2014–16 και την επιδημία Zika το 2015–16. Μετά το SARS, η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας, το διοικητικό όργανο του ΠΟΥ, ενίσχυσε τους Διεθνείς Κανονισμούς Υγείας (International Health Regulations, IHR), τις βασικές νομικές προδιαγραφές που διέπουν την κρατική συμπεριφορά όσον αφορά τις μολυσματικές ασθένειες. Οι νέοι IHR έδωσαν στον γενικό διευθυντή του ΠΟΥ την εξουσία να κηρύσσει «έκτακτη ανάγκη για την δημόσια υγεία σε διεθνές επίπεδο» και απαιτούσε από τα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις ικανότητές τους για την αντιμετώπιση πανδημιών.

Εν τω μεταξύ, ένα ολόκληρο πολυμερές οικοσύστημα παγκόσμιων ρυθμίσεων για την δημόσια υγεία άνθισε παράλληλα με τον ΠΟΥ και τους IHR του, συμπεριλαμβανομένης της Παγκόσμιας Συμμαχίας για Εμβόλια και Εμβολιασμούς (που τώρα ονομάζεται «GAVI, the Vaccine Alliance»), της Παγκόσμιας Ατζέντας για την Ασφάλεια της Υγείας (Global Health Security Agenda), της Pandemic Emergency Financing Facility της Παγκόσμιας Τράπεζας, και των Αφρικανικών Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Africa Centers for Disease Control and Prevention). Το αποτέλεσμα είναι μια παγκόσμια υποδομή υγείας πέρα από τα πιο άγρια όνειρα των εθνικών ηγετών που αντιμετώπισαν μόνοι τους την πανδημία της γρίπης του 1918.

Εν μέσω της τρέχουσας πανδημίας, ωστόσο, οι κυβερνήσεις εγκατέλειψαν επανειλημμένα τις ευκαιρίες για διαβούλευση, από κοινού προγραμματισμό και συνεργασία, επιλέγοντας αντ' αυτών να υιοθετήσουν εθνικιστικές στάσεις που τους έθεσαν σε αντίθεση μεταξύ τους και με τον ΠΟΥ. Το αποτέλεσμα ήταν μια σχεδόν συνολική έλλειψη συνοχής της παγκόσμιας πολιτικής.

Στην Κίνα, που ήταν το αρχικό επίκεντρο της πανδημίας του κορωνοϊού, η κυβέρνηση Xi άργησε να αναφέρει το ξέσπασμα στον ΠΟΥ, και στην συνέχεια αντιστάθηκε στην πλήρη διαφάνεια [2]. Επιπλέον, το Πεκίνο αρχικά απέρριψε προσφορές από τον ΠΟΥ και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (U.S. Centers for Disease Control and Prevention, CDC) για την παροχή αδήριτα απαραίτητης επιστημονικής εμπειρίας στην επιδημιολογία και τη μοριακή ιολογία. Η Κίνα ήταν επίσης αργή στο να μοιραστεί με τον ΠΟΥ δεδομένα μετάδοσης και βιολογικά δείγματα.

Εκτός της Κίνας, πολλές χώρες ανταποκρίθηκαν στον νέο κορωνοϊό εφαρμόζοντας διεθνείς ταξιδιωτικούς περιορισμούς. Στις 31 Ιανουαρίου του 2020, ο Τραμπ διέταξε τις Ηνωμένες Πολιτείες να κλείσουν σε ξένους που είχαν ταξιδέψει πρόσφατα στην Κίνα. Στις 11 Μαρτίου, χωρίς να συμβουλευτεί τους συμμάχους των ΗΠΑ, ανέστειλε απότομα τα αεροπορικά ταξίδια από την Ευρώπη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Βραζιλία, η Ινδία, το Ισραήλ και η Ρωσία εφάρμοσαν επίσης περιορισμούς στα σύνορα που σχετίζονται με την πανδημία τον ίδιο μήνα. Άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, απαγόρευσαν ή επέβαλαν όρια στην εξαγωγή προστατευτικού ιατρικού εξοπλισμού.

Ιδιαίτερα απογοητευτική στην παγκόσμια σκηνή ήταν η έλλειψη συντονισμένης δράσης από το G-7, το G-20 και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Οι ηγέτες του G-7, που εκπροσωπούν τις μεγαλύτερες δημοκρατίες της αγοράς στον κόσμο, δεν κατάφεραν να συναντηθούν παρά στις αρχές Μαρτίου. Ακόμα και τότε, έκαναν ελάχιστα περισσότερα από το να επισημάνουν το αντίστοιχο κλείσιμο των συνόρων τους. Αργότερα τον ίδιο μήνα, μια συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών του G-7 διαλύθηκε με πικρία όταν οι εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών απέρριψαν το αίτημα της Ουάσιγκτον ώστε το τελικό ανακοινωθέν να αναφέρεται στον ιό ως «ο κορωνοϊός της Wuhan», από την κινεζική πόλη όπου ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά.

02062021-3.jpg

Ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron σε τηλεδιάσκεψη G-20 στο Παρίσι, τον Μάρτιο του 2020. Benoît Tessier / Pool / Reuters
---------------------------------------

Το G-20, το οποίο περιλαμβάνει τις πιο σημαντικές κατεστημένες και αναδυόμενες οικονομίες του κόσμου, λειτούργησε σε παρόμοιο χρονοδιάγραμμα, συγκληθέν για να συζητήσει την πανδημία για πρώτη φορά στα τέλη Μαρτίου [3], σχεδόν τρεις μήνες μετά την εμφάνισή της. Στην διαδικτυακή σύνοδο κορυφής τους, τα μέρη απέρριψαν αιτήματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για διπλασιασμό των πόρων του και αναστολή των υποχρεώσεων του χρέους των φτωχών εθνών. (Έκτοτε ανέστειλαν [4] τις πληρωμές εξυπηρέτησης του χρέους των χωρών χαμηλού εισοδήματος.)

Τέλος, το Συμβούλιο Ασφαλείας παρέλειψε να δράσει [5]. Η Κίνα, η οποία κατείχε την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας τον Μάρτιο, το εμπόδισε να εξετάσει οποιοδήποτε ψήφισμα σχετικά με την πανδημία, υποστηρίζοντας ότι τα θέματα δημόσιας υγείας δεν εμπίπτουν στο πεδίο της «γεωπολιτικής» του συμβουλίου. (Αυτό είναι προφανώς αναληθές: για παράδειγμα, το 2014, το σώμα ενέκρινε το ψήφισμα 2177 [6], ορίζοντας την επιδημία του Έμπολα της Δυτικής Αφρικής ως «απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια»).

Η πιο υποσχόμενη πολυμερής πρωτοβουλία είχε και τους λιγότερους πόρους. Στις 25 Μαρτίου, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Antonio Guterres, ξεκίνησε ένα σχέδιο ανθρωπιστικής αντίδρασης [7] για τον μετριασμό των επιπτώσεων του κορωνοϊού σε εύθραυστα και καταστρεμμένα από τον πόλεμο κράτη, τα οποία φιλοξενούν περίπου ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους και την πλειονότητα των φτωχών του κόσμου, καθώς και τους περισσότερους από τα 70 εκατομμύρια πρόσφυγες και εσωτερικά εκτοπισμένους. Ωστόσο, με προϋπολογισμό μόλις 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε κονδύλια του ΟΗΕ, αυτό το σχέδιο είχε χρηματοδότηση μικρότερη από το ένα χιλιοστό όσων είχαν αφιερώσει οι Ηνωμένες Πολιτείες στην εγχώρια ανταπόκρισή τους μέχρι τις αρχές Μαΐου.

ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΑ ΕΝΣΤΙΚΤΑ