Όταν το σύστημα αποτυγχάνει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν το σύστημα αποτυγχάνει

Η ασθένεια COVID-19 και το κόστος της παγκόσμιας δυσλειτουργίας*

Η επιδημιολογική δυναμική έχει επίσης δυσκολέψει την συνεργασία. Σε αντίθεση με την παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία έπληξε τις περισσότερες χώρες περίπου την ίδια στιγμή, ο ιός εξαπλώθηκε σταδιακά και άνισα. Ο ΠΟΥ κήρυξε [11] τον κορωνοϊό ως πανδημία στις 11 Μαρτίου 2020, αλλά ακόμη και σήμερα, η εξάπλωση και τα αποτελέσματα της μετάδοσης ποικίλλουν πολύ από χώρα σε χώρα. Αυτό έχει εμποδίσει τον συντονισμό των πολιτικών, καθώς οι εθνικές και οι υποεθνικές Αρχές έχουν ανταποκριθεί στο συνεχώς μεταβαλλόμενο επίκεντρο της επιδημίας με το να υιοθετήσουν πολιτικές που αντικατοπτρίζουν πολύ διαφορετικές βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις απειλών.

Οι μολυσματικές ασθένειες προκαλούν πολύ μεγαλύτερο φόβο από τις περισσότερες άλλες διεθνείς απειλές, ενισχύοντας τα πρωταρχικά ένστικτα για την επιβολή εμποδίων και την οπισθοχώρηση σε μικρότερες ομάδες, αντιστρατευόμενες έτσι τις πολυμερείς αντιδράσεις. Οι πανδημίες μπορεί να είναι διακρατικές, αλλά καταπολεμούνται πρωτίστως εντός των εθνικών δικαιοδοσιών, από τοπικές κοινότητες που επιδιώκουν να προστατευθούν.

ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Η επίμονη αδυναμία του ΠΟΥ ήταν ένα ιδιαίτερο εμπόδιο στην αποτελεσματική πολυμερή κινητοποίηση κατά του κορωνοϊού. Ο ΠΟΥ είναι ένα ανεκτίμητο αποθετήριο επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης, σημείο εστίασης για την παγκόσμια παρακολούθηση των ασθενειών, και υπέρμαχος του ανθρώπινου δικαιώματος στην υγεία. Έχει βοηθήσει στην εξάλειψη πολλών ασθενειών -κυρίως της ευλογιάς- και έβαλε άλλες, όπως η πολιομυελίτιδα, στην γωνία. Τόνισε επίσης την αυξανόμενη απειλή από μη μεταδοτικές ασθένειες της σχετικής ευημερίας, όπως η παχυσαρκία και ο διαβήτης.

Ωστόσο, ο ΠΟΥ παραμένει βαθιά ελαττωματικός, πληττόμενος από πολλαπλές θεσμικές ελλείψεις που παρεμποδίζουν την ικανότητά του να συντονίζει μια πανδημική αντίδραση. Η ευθύνη [για αυτά τα αρνητικά] ανήκει εν μέρει στους μεγαλύτερους χρηματοδότες του ΠΟΥ, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, καθώς και μεγάλων φιλανθρωπικών οργανώσεων, όπως το Ίδρυμα Bill & Melinda Gates, που έχουν πιέσει τον οργανισμό να επεκτείνει την ατζέντα του χωρίς να παρέχουν ανάλογους πόρους, ενώ παράλληλα προορίζουν ένα αυξανόμενο μερίδιο του προϋπολογισμού του για την αντιμετώπιση επιλεγμένων ασθενειών και όχι για την υποστήριξη των ικανοτήτων για μια ισχυρή δημόσια υγεία στα κράτη-μέλη. Τα γραφειοκρατικά εμπόδια –όπως μια αδύναμη αλυσίδα διοίκησης, μια αναποφάσιστη ανώτερη ηγεσία, και η έλλειψη λογοδοσίας– έχουν επίσης περικόψει τις επιδόσεις του οργανισμού.

Η απροσδόκητη απάντηση του ΠΟΥ [12] στο ξέσπασμα του Έμπολα στην Δυτική Αφρική το 2014 αποκάλυψε πολλές από αυτές τις ελλείψεις. Μια ανεξάρτητη επιτροπή αναθεώρησης αποδίδει την κακή απόδοση του ΠΟΥ στις σακατευτικές περικοπές του προϋπολογισμού του, στην ανεπάρκεια του προσωπικού και της υλικοτεχνικής ικανότητας που μπορούν να αναπτυχθούν [στις περιοχές που έχουν ανάγκη], καθώς και την αποτυχία καλλιέργειας σχέσεων με άλλους οργανισμούς του ΟΗΕ, τον ιδιωτικό τομέα, και μη κυβερνητικούς οργανισμούς. Ελπίζοντας να διορθώσει ορισμένα από αυτά τα ελαττώματα, η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας ενέκρινε την δημιουργία [13] μιας νέας παγκόσμιας δύναμης εργασίας έκτακτης ανάγκης για την υγεία και ενός μικρού ταμείου έκτακτης ανάγκης για ταχεία αντίδραση. Καμία μεταρρύθμιση δεν επέλυσε τα βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα του ΠΟΥ, τα οποία ο κορωνοϊός έχει εκθέσει ξανά.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επιτυχία του ΠΟΥ είναι η αποτυχία των κρατών-μελών του να συμμορφωθούν πλήρως με τους IHR. Μετά την κρίση του SARS, στην οποία η Κίνα και άλλες χώρες είτε αρνήθηκαν είτε παραμέλησαν να αναφέρουν εγκαίρως και με διαφάνεια τα επιδημιολογικά δεδομένα, η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας αναθεώρησε τους IHR. Οι νέοι κανονισμοί ενίσχυσαν τις ικανότητες παρακολούθησης του ΠΟΥ, εξουσιοδότησαν τον γενικό διευθυντή του να κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και απαιτούσε από όλα τα κράτη-μέλη να αναπτύξουν και να διατηρήσουν ελάχιστες βασικές δυνατότητες για την πρόληψη, τον εντοπισμό και την ανταπόκριση σε εστίες νόσων.

Η πανδημία του κορωνοϊού αποκάλυψε πόσο το κράτη-μέλη εξακολουθούν να αντιστέκονται στο να εφαρμόσουν τις δεσμεύσεις τους και πόσο λίγη επιρροή έχει ο ΠΟΥ στο να διασφαλίσει ότι το πράττουν. Δεκαπέντε χρόνια μετά την αναθεώρηση των IHR, λιγότερες από τις μισές χώρες συμμορφώνονται, και πολλά έθνη εξακολουθούν να στερούνται ακόμη και στοιχειώδους παρακολούθησης και εργαστηριακών ικανοτήτων για την ανίχνευση εστιών. Δεδομένου ότι οι εθνικές κυβερνήσεις επιτρέπεται να αυτοαξιολογούνται και να αναφέρουν την πρόοδό τους στην εφαρμογή των κανονισμών, η λογοδοσία είναι ελάχιστη.

Ακόμα πιο ενοχλητικό, οι αναθεωρημένοι IHR περιλαμβάνουν ένα τεράστιο κενό που επιτρέπει στα κράτη να αποστατούν κατά την διάρκεια μιας έκτακτης ανάγκης. Οι χώρες μπορούν να επιβάλουν μέτρα έκτακτης ανάγκης που αποκλίνουν από τις κατευθυντήριες γραμμές του ΠΟΥ, εφόσον πιστεύουν ότι αυτά θα έχουν καλύτερα αποτελέσματα, υπό την προϋπόθεση ότι θα αναφέρουν τα σχέδιά τους εντός 48 ωρών από την εφαρμογή τους. Στις πρώτες απαντήσεις τους στον κορωνοϊό, οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν επανειλημμένα αυτή την ρήτρα για να επιβάλουν κλείσιμο συνόρων, απαγορεύσεις ταξιδιών, περιορισμούς στις βίζες, και καραντίνες σε υγιείς επισκέπτες, ανεξάρτητα από το εάν αυτά τα μέτρα είχαν την έγκριση του ΠΟΥ ή οποιαδήποτε επιστημονική βάση. Πολλοί δεν ενοχλούνταν καν για να ενημερώσουν τον ΠΟΥ, αναγκάζοντάς τον να συγκεντρώνει πληροφορίες από πηγές μέσων ενημέρωσης και υποχρεώνοντας τον γενικό διευθυντή του, Tedros Adhanom Ghebreyesus, να στείλει επιστολές που υπενθυμίζουν στα κράτη-μέλη τις υποχρεώσεις τους.