Το κρυφό κόστος της εμπορίας ανθρώπων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το κρυφό κόστος της εμπορίας ανθρώπων

Αυτή η παγκόσμια μάστιγα είναι χειρότερη από έγκλημα -είναι μια συστημική απειλή

Στις χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος, η εμπορία εμποδίζει την αειφόρο ανάπτυξη αποσταθεροποιώντας τις κοινότητες και βλάπτοντας το ανθρώπινο δυναμικό. Το trafficking μπορεί να φτωχύνει τις οικογένειες των θυμάτων του, να επιδεινώσει τον αναλφαβητισμό και την κακή υγεία και την διατροφή και να διαιωνίσει την φτώχεια για γενιές. Ο φόβος του trafficking τροφοδοτεί τις εκτοπίσεις˙ οι μετανάστες από την περιοχή του Βόρειου Τριγώνου της Κεντρικής Αμερικής, για παράδειγμα, έχουν συχνά αναφέρει ότι η βία των συμμοριών [8] -συμπεριλαμβανομένης της βίας που σχετίζεται με την εμπορία ανθρώπων- συνέβαλε στην απόφασή τους να φύγουν. Επιπλέον, οι έμποροι ανθρώπων ενθαρρύνουν την διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών [9], ιδίως με το να αγοράζουν την βοήθεια διεφθαρμένων αστυνομικών, τελωνειακών υπαλλήλων, και εισαγγελέων.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αρχίσουν να βλέπουν την εμπορία ανθρώπων ως κάτι περισσότερο από ένα έγκλημα εναντίον ενός συγκεκριμένου ατόμου. Στην πραγματικότητα, είναι μια συστημική πρόκληση για τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας, της οικονομίας, και της ανάπτυξης των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον πρέπει να βάλει αυτό το ζήτημα ψηλότερα στην διεθνή ατζέντα της και να επιδιώξει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για να περιορίσει αυτήν τη μάστιγα μια για πάντα.

ΔΥΟ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, πολυμερείς θεσμοί και κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο -συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης των ΗΠΑ- έχουν θεσπίσει μια σειρά πολιτικών και προγραμμάτων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων. Αυτά έχουν επικεντρωθεί στο να σταματήσουν τα άτομα και τα δίκτυα που είναι υπεύθυνα για την εμπορία, στην ενίσχυση των ποινικών κυρώσεων, και στην αντιμετώπιση των παραγόντων που καθιστούν τους ανθρώπους ευάλωτους στους traffickers. Σήμερα, σχεδόν κάθε χώρα έχει επικυρώσει το Πρωτόκολλο του Παλέρμο και έχει εγκρίνει νομοθεσία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων. Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών [10] αναγνώρισε ότι το trafficking προέρχεται και τροφοδοτεί την σύγκρουση, την αστάθεια, και την τρομοκρατία. Το παγκόσμιο κίνημα για κοινωνικά υπεύθυνη επιχειρηματική συμπεριφορά επέστησε την προσοχή στον ρόλο του ιδιωτικού τομέα για την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων, και οι κυβερνήσεις παγώνουν όλο και περισσότερο τα περιουσιακά στοιχεία των εμπόρων και εξουσιοδοτούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αναφέρουν δραστηριότητα που υποδηλώνει trafficking.

Παρά αυτές τις καλές εξελίξεις, η εμπορία ανθρώπων δεν έχει μειωθεί. Μια έκθεση του 2020 από το Γραφείο του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UN Office on Drugs and Crime) σημείωσε ότι «τα τελευταία 15 χρόνια, ο αριθμός των θυμάτων που εντοπίστηκαν έχει αυξηθεί τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες». Η συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων δεν εντοπίζεται. Ο ανεπαρκής συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων Αρχών, η αδύναμη επιβολή των νόμων, οι περιορισμένες επενδύσεις, και τα ανεπαρκή δεδομένα έχουν υπονομεύσει τις προσπάθειες κατά του trafficking.

Οι πρωτοβουλίες της αμερικανικής κυβέρνησης έχουν επίσης μειωθεί, καθώς η Ουάσιγκτον συνεχίζει να αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα ως ξεχωριστό από τα ευρύτερα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Οι ανώτεροι υπάλληλοι σε όλους τους τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της εθνικής ασφάλειας, της οικονομίας, της εργασίας, και της ανάπτυξης, μόλις που συντονίζονται Η χρηματοδότηση για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων -εκτός από την χρηματοδότηση αυτών των γραφείων που επικεντρώνονται ρητά στην εμπορία ανθρώπων- είναι λιτή. Οι περιοριστικές μεταναστευτικές πολιτικές της κυβέρνησης Trump άφησαν τους μετανάστες πιο ευάλωτους στους εμπόρους ανθρώπων. Η αντι-μεταναστευτική ρητορική και οι πολιτικές του αποθάρρυναν τους διασωθέντες από το να συνεργαστούν με την επιβολή του νόμου για να λογοδοτήσουν οι traffickers.

Οι διεθνείς συμφωνίες και οι εθνικοί νόμοι για την εμπορία ανθρώπων εξουσιοδοτούν τις Αρχές να καταπολεμούν την εμπορία ανθρώπων, αλλά η ατιμωρησία παραμένει ο κανόνας -για μεμονωμένους εμπόρους, εγκληματικά και τρομοκρατικά δίκτυα, καθώς και συνένοχες εταιρείες και κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις το 2019 δίωξαν λιγότερες από 12.000 [11] από συνολικά περίπου 25 εκατομμύρια υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, οι Αρχές είχαν λιγότερες πιθανότητες να προβούν σε διώξεις ή να καταδίκες σε υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων παρά σε περιπτώσεις σεξουαλικού trafficking. Ιδιωτικές εταιρείες, όπως πολυεθνικές που παράγουν καταναλωτικά αγαθά, κατάφεραν να αποφύγουν την ευθύνη για τους ρόλους τους στην εμπορία ανθρώπων, υπονομεύοντας τις προσπάθειες να διασφαλιστεί ότι οι αλυσίδες εφοδιασμού είναι απαλλαγμένες από καταναγκαστική εργασία και ότι σέβονται τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Η χρηματοδότηση που διατίθεται σήμερα για τον τερματισμό της εμπορίας ανθρώπων είναι επίσης ανεπαρκής. Η εμπορία ανθρώπων θεωρείται πολύ συχνά ως εξειδικευμένο ζήτημα παρά ως πρόβλημα που συνδέεται ευρύτερα με την οικονομική υγεία, την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, και τον σεβασμό του κράτους δικαίου. Οι κυβερνήσεις, οι φιλανθρωπίες και ο ιδιωτικός τομέας εξακολουθούν να χρηματοδοτούν προγράμματα καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων. Μεταξύ 2000 και 2017, οι δωρήτριες χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) αφιέρωσαν συνολικά κατά μέσο όρο μόνο 12 δολάρια ανά θύμα trafficking κάθε χρόνο [12].

Η έλλειψη δεδομένων για την διάχυση της εμπορίας ανθρώπων, για το τι οδηγεί στην εκμετάλλευση των διακινούμενων εργαζομένων, και για την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων, παρεμποδίζει τις προσπάθειες κατά της εμπορίας ανθρώπων. Οι κυβερνήσεις και οι ομάδες της κοινωνίας των πολιτών δεν επενδύουν επαρκώς στην παρακολούθηση της εμπορίας ανθρώπων. Οι περιορισμένες πληροφορίες για τα θύματα και τις υποθέσεις υποβαθμίζουν πάντοτε το πεδίο της κρίσης.

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ