Ο διαρκής στρατηγικός στόχος της Τουρκίας για την Κύπρο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο διαρκής στρατηγικός στόχος της Τουρκίας για την Κύπρο

Εν εξελίξει το δόγμα Νιχάτ Ερίμ για ουσιαστική κι ολοκληρωτική κατάληψη της Κύπρου*

Οι εκθέσεις του Νιχάτ Ερίμ, εκτός από ένα δείγμα ύπαρξης θεσμικού ή άτυπου στρατηγικού σχεδιασμού, αποτελούν τον φάρο των τουρκικών στρατηγικών επιλογών στο κυπριακό ζήτημα εδώ και 65 χρόνια. Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι η επαλήθευση των εξής υποθέσεων εργασίας: Πρώτον ότι οι τουρκικές στρατηγικές επιλογές ακολουθούν το μοντέλο της Υψηλής Στρατηγικής (Grand Strategy) εκτός από μια περίπτωση που ακολουθήθηκε το μοντέλο της Eπείγουσας Στρατηγικής (Emergent Strategy) [1] και, δεύτερον, ότι το δόγμα Νιχάτ Ερίμ αποτελεί διαχρονικά την βάση των στρατηγικών επιλογών της Τουρκίας στο κυπριακό ζήτημα και ακολουθείται μέχρι και σήμερα πιστά από όλες τις τουρκικές κυβερνήσεις [2].

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΕΡΙΜ

Αναμφισβήτητα η Τουρκία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους δρώντες του κυπριακού ζητήματος. Παρόλο που το τουρκικό αφήγημα προτάσσει την προστασία των Τουρκοκυπρίων ως την αιτία εμπλοκής της Τουρκίας στο Κυπριακό, στην ουσία αυτό δεν αποτελεί κάτι παραπάνω από μια πρόφαση εξωτερικής νομιμοποίησης καθώς η πραγματική αιτία είναι η γεωπολιτική αξία της ίδιας της Κύπρου.

14062021-1.jpg

Ο Τούρκος συνταγματολόγος και εμπνευστής του τουρκικού στρατηγικού σχεδιασμού για την Κύπρο, Νιχάτ Ερίμ (1912-1980).
---------------------------------------------------------

Το 1955 στην διάσκεψη του Λονδίνου, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ζορλού υποστήριξε ότι «Ο κάτοχος της Κύπρου ελέγχει και τα τουρκικά λιμάνια και αν αυτός ο κάτοχος ελέγχει και τα νησιά του Αιγαίου τότε έχει περικυκλώσει την Τουρκία» [3]. Ο Τούρκος συνταγματολόγος και εμπνευστής του τουρκικού στρατηγικού σχεδιασμού για την Κύπρο, Νιχάτ Ερίμ, στις εκθέσεις του το 1956 αναφέρει ότι «Η σημασία της νήσου απεδείχθη κυρίως κατά την κρίση του Σουέζ. Η ασφάλεια της Τουρκίας, σχετίζεται στενά με τον κάτοχο της Κύπρου» [4]. Στο ίδιο πλαίσιο είναι χαρακτηριστική η ανάλυση του Νταβούτογλου, για την κομβική σημασία της γεωστρατηγικής θέσης της Κύπρου : «Η Κύπρος επέ¬χει τόπο μιας σταθερής βάσης και αεροπλανοφόρου (..) Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την στρατηγική θέση της Κύπρου λόγω της οποίας οι Άγγλοι αποφάσισαν και μέχρι σήμερα, διατηρούν σ’ αυτήν στρατιωτική βάση (..) Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτι¬κές (..) Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας Μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα» [5].

Το 1954, η κατάθεση της ελληνικής προσφυγής στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) με αίτημα την παραχώρηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στον κυπριακό λαό, αποτελεί την αφετηρία του κυπριακού ως ζήτημα ελληνοτουρκικού και περιφερειακού ανταγωνισμού. H ανακίνηση του κυπριακού ζητήματος από την ελληνική πλευρά αιφνιδίασε την τουρκική κυβέρνηση. Ενδεικτική του αιφνιδιασμού ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στο τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών το 1955, την οποία περιγράφει, ένας Τούρκος διπλωμάτης, ο Ντικερντέμ: «Έτσι μέσα σε αυτή την περίπλοκη κατάσταση , η κυβέρνηση Μεντερές ρίχτηκε στο Κυπριακό. Αλλά δεν είχε γίνει μια διερεύνηση του ζητήματος σε βάθος. Κανείς δεν γνώριζε καλά τη νομική, πολιτική, στρατιωτική, ιστορική και εθνολογική πλευρά του ζητήματος (...) Ωστόσο είχε εμφανιστεί μπροστά μας ένα μεγάλο και περίπλοκο ζήτημα» [6]. Η Τουρκία έθεσε αρχικά ως στόχο την διατήρηση του status quo και σε περίπτωση που αυτό θα μεταβαλλόταν, θεωρούσε ότι η Kύπρος θα έπρεπε να αποδοθεί στην Τουρκία. Ο στόχος αυτός εκφράστηκε επίσημα στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου από τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Ζορλού, ο οποίος δήλωσε ότι «Η θέση της Τουρκίας υποστηρίζει την διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας στο νησί και την απόλυτη άρνηση στο αίτημα περί αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Επίσης ανέφερε ότι σε περίπτωση αλλαγής της κυριαρχίας, η Κύπρος θα πρέπει να επανέλθει στο status quo που υπήρχε πριν την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης και επομένως πρέπει η Κύπρος να παραχωρηθεί στην Τουρκία» [7]. Μια από τις αρχικές αντιδράσεις της Τουρκίας ήταν η ανάθεση από τον Μεντερές στον συνταγματολόγο Νιχάτ Ερίμ να διερευνήσει το κυπριακό ζήτημα και να υποβάλλει τις απόψεις του. Οι δύο εκθέσεις που υπέβαλλε ο Νιχάτ Ερίμ στις 24 Νοεμβρίου 1956 και 22 Δεκεμβρίου 1956 αντίστοιχα, αποτελούν έκτοτε τον στρατηγικό σχεδιασμό της Τουρκίας στο κυπριακό ζήτημα, τις πρόνοιες του οποίου ακολούθησαν όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις απαρεγκλίτως. Τα βασικά σημεία του «Δόγματος Ερίμ» ήταν τα εξής:

Α. Η Τουρκία πρέπει να πάψει να υποστηρίζει την παραμονή της Κύπρου στην κατοχή της Αγγλίας, υπό αυτή τη μορφή, κυρίως εξαιτίας της επικράτησης της αποαποικιοποίησης και της οικουμενικής αρχής της αυτοδιάθεσης.

Β. Σε περίπτωση πρόθεσης παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα από τη Μεγάλη Βρετανία, η γραμμή άμυνας για την Τουρκία, δεν μπορεί να βασίζεται σε νομικά επιχειρήματα βασισμένα σε διατάξεις της συνθήκης της Λωζάνης αλλά σε πολιτικά, ισχυριζόμενοι ότι η πολιτική και στρατηγική ισορροπία την οποία εγκαθιστά η συνθήκη της Λωζάνης θα διασαλευθεί πλήρως σε βάρος της χώρας μας και αυτό θα οδηγήσει στην επανεξέταση όλων των θεμάτων των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως αυτών της Δυτικής Θράκης, του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των νησιών του Αιγαίου. Το τελευταίο αποτελεί το ισχυρότερο όπλο της Τουρκίας για την αποτροπή μιας δυσμενούς εξέλιξης.

Γ. Η Τουρκία παρόλο που δεν μπορεί να στηρίξει την θέση για επιστροφή της Κύπρου στην ίδια, με νομικά επιχειρήματα, κυρίως λόγω του «δόγματος» της αυτοδιάθεσης, δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψει τις αξιώσεις της. Η παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ή στην Τουρκία αποτελούν δύο ακραίες λύσεις. Αν δεν επιτευχθεί η προσάρτηση της Κύπρου στην Τουρκία, μια μέση λύση που μπορεί να υποστηριχθεί είναι η προσφορότερη για τα συμφέροντα της Τουρκίας διχοτόμηση, με εφαρμογή της αυτοδιαθέσεως τόσο στην τουρκοκυπριακή όσο και στην ελληνοκυπριακή «κοινότητα».

Δ. Για την προετοιμασία της διχοτόμησης θα πρέπει αρχικά να επιτευχθεί ο γεωγραφικός διαχωρισμός των δύο «κοινοτήτων». Κατόπιν τούτου και κατά την διάρκεια του μεταβατικού σταδίου της αυτοκυβέρνησης και πριν το δημοψήφισμα, θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στους Τούρκους να επιστρέψουν στην Κύπρο, ώστε να αυξηθεί ο πληθυσμός, σε αναλογία όμοια με αυτήν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας («Αν πάρουμε τα μέτρα μας ώστε το σύνολο των Τούρκων να αυξηθεί σε ποσοστό όμοιο με εκείνο που ήταν επί οσμανικής διακυβερνήσεως, τότε δεν θα ανησυχούμε από το δημοψήφισμα που θα γίνει προς τον σκοπό είτε του καθορισμού της τύχης του συνόλου της νήσου είτε της διχοτομήσεως»).

Ε. Η Τουρκία πρέπει να συμμετέχει και στην ασφάλεια του εδάφους που θα παραχωρηθεί στην ελληνική πλευρά, με στρατιωτικές βάσεις.

ΣΤ. Η Τουρκία δεν θα δεχθεί ποτέ την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα.

Από τις εκθέσεις αυτές πηγάζει η στοχοθεσία της Τουρκίας. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος ήταν ο γεωγραφικός και πολιτικός διαχωρισμός των δύο «κοινοτήτων» και η αύξηση του τουρκικού πληθυσμού της Μεγαλονήσου, τα οποία αποτελούσαν την προετοιμασία της διχοτόμησης. Ο μεσοπρόθεσμος στόχος ήταν η διχοτόμηση με την προσφορότερη μορφή σύμφωνα με τα συμφέροντα της Τουρκίας. Ο μακροπρόθεσμος στόχος ήταν ο στρατηγικός έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου [8].

ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ : ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ

Την δεκαετία του ΄50, η τουρκική κυβέρνηση πίστευε ότι οι προϋποθέσεις της επιτυχίας του βραχυπρόθεσμου στόχου, δηλαδή του διαχωρισμού μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και της αύξησης του τουρκικού πληθυσμού στη Μεγαλόνησο ήταν μεταξύ άλλων : (α) η αφύπνιση της τουρκικής κοινής γνώμης για το κυπριακό ζήτημα, με σκοπό να εξασφαλιστεί η εσωτερική νομιμοποίηση, (β) η διάδοση της εικόνας στο εξωτερικό ότι η Κύπρος αποτελεί σημαντικό κομμάτι των εθνικών της συμφερόντων, (γ) η εξασφάλιση της απόλυτης υπακοής των Τουρκοκυπρίων στους ηγέτες τους και η ενστάλαξη σε αυτούς του τούρκικου εθνικισμού [9], (δ) η αποστολή του μηνύματος στο εξωτερικό, ότι είναι αδύνατη η συμβίωση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με σκοπό να νομιμοποιήσει την de facto διχοτόμηση, αφού η ανταλλαγή πληθυσμών δεν τύγχανε διεθνούς υποστήριξης και (ε) η αποφυγή οποιουδήποτε σχεδίου λύσης που δεν προέβλεπε την διχοτόμηση.

Έτσι λοιπόν η τουρκική πολιτική κινήθηκε σε δύο άξονες. Ο πρώτος άξονας σχετιζόταν με την απόκτηση εσωτερικής νομιμοποίησης και της προβολής της στο εξωτερικό. Ως μέσο επέλεξε την προπαγάνδα και το πογκρόμ και ως φορέα υλοποίησης αυτών την οργάνωση «Kibris Turktur» (H Kύπρος είναι Τουρκική). Η ίδρυση της συγκεκριμένης οργάνωσης χρονολογείται στο 1954, και στόχος της ήταν «να γνωστοποιήσει στην διεθνή κοινή γνώμη το γεγονός ότι η Κύπρος είναι τουρκική, να υπερασπιστεί τα δικαιώματα και τα προνόμια των Τούρκων αναφορικά με την Κύπρο καθώς και να προετοιμάσει την κοινή γνώμη της Τουρκίας [10]. Η σημαντικότερη ίσως αποστολή της οργάνωσης η «Κύπρος είναι Τουρκική» ήταν η οργάνωση και η εκτέλεση των Σεπτεμβριανών [11], υπό την σκέπη της τουρκικής κυβέρνησης [12]. Τα «Σεπτεμβριανά» εκτός από ζητήματα εσωτερικής πολιτικής εξυπηρετούσαν και στόχους εξωτερικής πολιτικής σχετικούς με το κυπριακό ζήτημα. Όπως αναφέρει ο Κρανιδιώτης «Τα Σεπτεμβριανά, τα οποία έλαβαν χώρα μια μέρα πριν την λήξη της τριμερούς διάσκεψης έδωσαν στην κατάπληκτη διεθνή κοινή γνώμη την ψευδή εντύπωση, ότι η πολιτική της στο Κυπριακό είχε λαϊκό έρεισμα» [13].

Ο δεύτερος άξονας αφορούσε την απόκτηση εξωτερικής νομιμοποίησης και την αποφυγή σχεδίου το οποίο θα ευνοούσε τα ελληνικά συμφέροντα. Η Τουρκία θα έπρεπε να πείσει με κάποιο τρόπο την διεθνή κοινή γνώμη ότι η διχοτόμηση ήταν μια επιλογή που θα έλυνε το κυπριακό ζήτημα με δίκαιο τρόπο. Προς τούτο, η Τουρκία επέλεξε να υιοθετήσει το αφήγημα ότι «Η συμβίωση μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων δεν ήταν δυνατή», να το επιβάλει επί του πεδίου και να το εξάγει στην διεθνή κοινή γνώμη. Ως μέσο επέλεξε εργαλεία υβριδικού πολέμου και ειδικότερα την «στρατηγική του πολέμου διά αντιπροσώπου» [14]. Φορέας υλοποίησης της στρατηγικής ήταν αρχικά η οργάνωση ΒΟΛΚΑΝ (Ηφαίστειο) και στην συνέχεια η ΤΜΤ (Τurk Mukavamet Teskilati-Τουρκική Οργάνωση Αμύνης). Στόχος της ΒΟΛΚΑΝ ήταν από τη μια η διά της βίας ευθυγράμμιση των Τουρκοκυπρίων με την πολιτική και πρακτική της ηγεσίας τους, και από την άλλη η δημιουργία συνθηκών τριβής με τους Ελληνοκυπρίους. Όμως η συγκεκριμένη οργάνωση δεν ήταν πολύ ισχυρή και έτσι τον Νοέμβριο του 1957 κυκλοφόρησαν προκηρύξεις που ανήγγειλαν την διάλυση της Βολκάν και την δημιουργία της ΤΜΤ [15]. Στην πραγματικότητα η δράση της ΤΜΤ η οποία ήταν οργανωμένη και προσχεδιασμένη από την ίδια την Τουρκία και τύγχανε της βρετανικής ανοχής είχε τους εξής στόχους: (α) Να αποδειχθεί εμπράκτως το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατή η συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων, ούτως ώστε οι μεν Τούρκοι να ζητούν διχοτόμηση οι δε Άγγλοι να εμφανίζονται ως διαιτητές, (β) Να δικαιολογήσουν το αδύνατον της ικανοποιήσεως των ελληνικών αιτημάτων, (γ) Να εξουδετερώσουν κάθε αντίσταση του ελληνικού πληθυσμού καταρρακώνοντας το ηθικό του, (δ) Να αναγκάσουν την ΕΟΚΑ να διεξάγει διμέτωπο αγώνα με σκοπό να μπορέσουν να την πλήξουν ανεπανόρθωτα [16], (ε) Να ενισχύσει τις σχέσεις ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους και τη Μητέρα Πατρίδα [17].

Η αποτελεσματικότητα των τουρκικών στρατηγικών επιλογών στην υπό εξέταση περίοδο, συμπίπτει με την ανάλυση του βαθμού στον οποίο οι συμφωνίες Ζυρίχης–Λονδίνου και η «δεσμευμένη» ανεξαρτησία, που αποτέλεσε απότοκο των ελληνοτουρκικών συνομιλιών, υπήρξαν σύμφυτες με τα τουρκικά συμφέροντα. Ειδικότερα με την σύναψη των συμφωνιών Ζυρίχης–Λονδίνου πέτυχε τα εξής: (α) επέστρεψε για πρώτη φορά πολιτικά και στρατιωτικά στην Κύπρο μετά το 1878, (β) απέτρεψε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, (γ) εξασφάλισε υπερβολικά δικαιώματα για τους Τουρκοκύπριους τα οποία ήταν δυσανάλογα με τον πληθυσμό τους, (δ) έλυσε προσωρινά το θέμα τριβής της συμμαχίας (ΝΑΤΟ) το οποίο είχε μεγάλη σημασία για την ασφάλειά της.

Η Τουρκία παρόλο που δεν πέτυχε τον στόχο του γεωγραφικού διαχωρισμού και της διχοτόμησης δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την μελλοντική επίτευξή τους. Σύμφωνα με το σχέδιο του Νιχάτ Ερίμ οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου δεν αποτέλεσαν το τελευταίο σκαλοπάτι των τουρκικών επιδιώξεων αλλά τον βατήρα εξόρμησης προς τον στόχο της διχοτόμησης της νήσου. Όπως αναφέρει ο Κρανιδιώτης «οι Tούρκοι δεχόταν τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου σαν ένα προκεχωρημένο φυλάκιο, από το οποίο θα εξορμούσαν αργότερα για να πραγματοποιήσουν τον στόχο στον οποίο συστηματικά απέβλεπαν από το 1956, και δεν ήταν άλλος από τη διχοτόμηση της Κύπρου» [18].

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ: ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΟΥ ΣΤΟΧΟΥ

Μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η τουρκική πλευρά προχώρησε στην υλοποίηση του βραχυπρόθεσμου στόχου. Η επίτευξη του de facto γεωγραφικού διαχωρισμού πραγματοποιήθηκε με την βίαιη δημιουργία θυλάκων, την κατάληψη εδαφών ως απότοκο της εισβολής, και την μετακίνηση πληθυσμών κατόπιν συμφωνιών. Ειδικότερα, λίγο μετά τα επεισόδια του 1963 άρχισε η έξοδος των Τουρκοκυπρίων από τα μικτά εδάφη προς την Βόρεια Κύπρο. Ο Γεννάρης μας δίνει μια πλήρης εικόνα υποστηρίζοντας ότι : «Υπό την βία των όπλων της ΤΜΤ οι Τουρκοκύπριοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, γεγονός που στην συνέχεια η τουρκική προπαγάνδα παρουσίασε ως αποτέλεσμα “ελληνικών επιθέσεων”. Μέχρι την 31η Μαρτίου 1964 οι κάτοικοι δεκαεπτά τουρκικών χωριών και οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι τριάντα εννέα μικτών χωριών, στο σύνολο τους 9.310, αναγκάστηκαν από την ΤΜΤ να μετακινηθούν σε προκαθορισμένες περιοχές οι οποίες μετατράπηκαν σε θυλάκους. Δημιουργήθηκαν τριάντα εννέα θύλακοι εκ των οποίων ο πιο σημαντικός ήταν αυτός της Λευκωσίας-Κερύνειας. Περίπου το 60% των Τουρκοκύπριων ζούσαν σε αυτούς του θυλάκους, οι οποίοι κάλυπταν το 4% περίπου του εδάφους» [19].

Η δημιουργία θυλάκων ουσιαστικά ήταν ένα βήμα για την υλοποίηση του σχεδίου του de facto γεωγραφικού διαχωρισμού, καθώς το δεύτερο υπήρξε η τουρκική εισβολή. Όπως αναφέρει ο Τζερμίας «Η δημιουργία θυλάκων σφράγισε την εξέλιξη ως το καλοκαίρι του 1974 αποτελώντας κάτι σαν προμήνυμα της de facto διαίρεσης που επέβαλε η εισβολή της Άγκυρας» [20]. Παρόλο που η στρατιωτική εισβολή επισφράγισε τον γεωγραφικό διαχωρισμό, είχαν μείνει ορισμένες εκκρεμότητες οι οποίες επιλύθηκαν το αμέσως επόμενο διάστημα είτε υπό την μορφή συμφωνιών είτε με την βία. Κατά τον τρίτο γύρο των συνομιλιών της Βιέννης μεταξύ Κληρίδη και Ντενκτάς, από 31 Ιουλίου έως 2 Αυγούστου 1975, αποφασίστηκε η μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων από το ελεύθερο τμήμα της Κύπρου προς τα κατεχόμενα. Αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας ήταν η μετακίνηση 8.033 Τουρκοκυπρίων [21]. Όπως αναφέρει ο Ζούρχερ, «Μετά την εισβολή, το νησί είχε στην πράξη διαμελιστεί. Οι Έλληνες που ζούσαν στον βορρά και οι Τούρκοι που ζούσαν στον νότο εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Πολλούς από τους Έλληνες κατοίκους απομάκρυνε ο τουρκικός στρατός με την απειλή των όπλων. Όλοι οι πρόσφυγες υποχρεώθηκαν τελικά να επανεγκατασταθούν στον αντίστοιχο τομέα» [22].

14062021-2.jpg

Χάρτης της Κύπρου
----------------------------------------------------------

Η επίτευξη του πολιτικού διαχωρισμού υλοποιήθηκε σταδιακά. Μετά την τουρκική ανταρσία το 1963 και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων αξιωματούχων από τις δομές διοίκησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι Τουρκοκύπριοι τον Μάρτιο του 1964, συγκρότησαν μια επιτροπή που την ονόμασαν «Γενική́ Επιτροπή́», η οποία τέθηκε υπό́ την ηγεσία του αντιπροέδρου Κιουτσούκ και ανέλαβε αυθαίρετα και παρά το Σύνταγμα, την άσκηση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας ως προς τους Τουρκοκύπριους [23]. Σε δεύτερο χρόνο ως απότοκο της αποχώρησης της ελληνικής Μεραρχίας το 1967, η «Γενική Επιτροπή» αναβαθμίστηκε σε «Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση» [24]. Η μετεξέλιξη της «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης» ήταν η «Αυτόνομη Τουρκοκυπριακή Διοίκηση», η οποία ιδρύθηκε μετά την εισβολή τον Σεπτέμβριο του 1974 και είχε διάρκεια πέντε μήνες καθώς τον Φεβρουάριο του 1975 ιδρύθηκε το «Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου» [25]. Το 1983 ιδρύθηκε η «Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου», η οποία επισφράγιζε την de facto πολιτική διαίρεση καθώς έτυχε αναγνώρισης μόνο από την Τουρκία.

Η αύξηση του τουρκικού πληθυσμού της Κύπρου επιτεύχθηκε μέσω της στρατηγικής του εποικισμού η οποία είχε τους εξής στόχους: (α) την αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα και την αλλοίωση της πληθυσμιακής ισορροπίας στο νησί μεταξύ των Τούρκων και Ελλήνων της νήσου, (β) το εθνικό ξεκαθάρισμα της κατεχόμενης περιοχής και τη μαζική μεταφορά Τούρκων από την Τουρκία, (γ) την αλλαγή του ισοζυγίου δυνάμεων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου και τον επηρεασμό των εκλογών ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας με την πολιτική της Τουρκικής Κυβέρνησης, (δ) τον έλεγχο της πολιτικής ζωής των κατεχομένων περιοχών, (ε) τον έλεγχο και την χειραγώγηση της πολιτικής θέλησης των Τουρκοκυπρίων, (στ) την ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας της Τουρκίας στο νησί, με την διάθεση επιπρόσθετων εκπαιδευμένων εφεδρειών για τις δυνάμεις κατοχής στην Κύπρο και (ζ) τον επηρεασμό μιας «δίκαιης» λύσης του Κυπριακού προβλήματος με την δημιουργία νέων τετελεσμένων γεγονότων, των οποίων η ανατροπή να αποδειχθεί πρακτικά δύσκολη» [26].

Πώς υλοποιήθηκε η στρατηγική του εποικισμού; Οι δύο εκθέσεις του Alfons Cuco to 1992 και του Jaakko Laasko το 2003, αποτελούν δύο επίσημα έγγραφα τα οποία καταδεικνύουν την πρόθεση της Τουρκίας να αλλοιώσει τον δημογραφικό χαρακτήρα του βορείου τμήματος και μας δίνουν πληροφορίες τόσο για τα αριθμητικά στοιχεία του εποικισμού όσο και για τον τρόπο υλοποίησής του. Σε αριθμητικό επίπεδο η παρατήρηση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού από το 1960 έως το 1973 σε σύγκριση με το αυτόν του 1974 έως το 1990, αποδεικνύει την εισροή εποίκων από την πλευράς της Τουρκίας. Ειδικότερα το 1960 υπήρχαν 103.822 (18,1%) Τουρκοκύπριοι ενώ το 1973 αυτοί ανήλθαν στους 116.000 (18,4%) με ετήσιο ρυθμό αύξησης 0,8%, ίδιο με αυτόν των Ελληνοκύπριων. Το 1974 εκτιμάται ότι υπήρχαν 115.600 Τουρκοκύπριοι ενώ το 1990 έφτασαν τους 171.500 με ετήσιο ρυθμό αύξησης πληθυσμού 48,35% ενώ ο αντίστοιχος των Ελληνοκυπρίων για την ίδια περίοδο ήταν 13,7%. Το 2000 εκτιμάται ότι οι Τουρκοκύπριοι ανέρχονταν περίπου στις 200.000 εκ των οποίων ο αριθμός των εποίκων ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό των «γηγενών» Τουρκοκυπρίων [27]. Πράγματι όπως αναφέρει ο Kizilyurek «Όσο συνεχιζόταν ο εποικισμός, ο αριθμός των Τουρκοκυπρίων συνεχώς μειωνόταν. Βαθμιαία οι γηγενείς Κύπριοι αποτελούν μειονότητα στην ίδια τους την χώρα. Λόγω μετανάστευσης, ο αριθμός των γηγενών Κυπρίων έχει μειωθεί από 115 χιλιάδες σε περίπου 80 χιλιάδες» [28].

Επομένως υφίσταται μια συνεχής αύξηση του πληθυσμού του βορείου τμήματος της Κύπρου και μια συνεχής δημογραφική αλλοίωση του πληθυσμού. Σύμφωνα με μια πιο πρόσφατη εκτίμηση, στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου το 2006 διαβιούσαν 256.644 άτομα και το 2011 διαβιούν 294.606 άτομα [29]. Μια παρόμοια ανάλυση δείχνει ότι στο βόρειο τμήμα της Κύπρου διαβιούν περίπου 80.000 γηγενείς Τουρκοκύπριοι, 43.000 τουρκικά στρατεύματα και 160.000 έποικοι [30]. Η αλματώδης αύξηση του τουρκοκυπριακού πληθυσμού προκάλεσε και την μεταβολή της αναλογίας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ενώ η αναλογία το 1974 μεταξύ των δύο ήταν 4/5 τώρα είναι 1/3 [31].

ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ: ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Το τρίτο στάδιο υλοποίησης του δόγματος Ερίμ οριοθετείται από το 1974 μέχρι και σήμερα, επομένως βρίσκεται εν εξελίξει. Έχοντας επιτύχει τον de facto γεωγραφικό και πολιτικό διαχωρισμό μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων καθώς και την αύξηση του τουρκικού πληθυσμού στη Μεγαλόνησο, η Τουρκία ήρθε αντιμέτωπη με το ζήτημα της νομιμοποίησης των τετελεσμένων της εισβολής και της επιλογής της προσφορότερης μορφής διχοτόμησης. Ποια είναι η προσφορότερη μορφή διχοτόμησης για την Τουρκία σύμφωνα με τα συμφέροντά της, η οποία θα παρείχε νομιμοποίηση στο ψευδοκράτος και θα εξασφάλιζε τον στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου; Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία; Η λύση των δύο κρατών; Η συνομοσπονδία; Η διπλή ένωση; Πριν απαντηθεί το ερώτημα κρίνεται σκόπιμο να γίνει ιχνηλάτηση των προθέσεων της Τουρκίας σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.

Οι συμφωνίες Ζυρίχης–Λονδίνου, παρόλο που δεν εξυπηρετούσαν τις τουρκικές επιδιώξεις, αφού απέκλειαν την διχοτόμηση, ήταν χρήσιμες για την τουρκική πλευρά, καθώς της παρείχαν την απαραίτητη νομιμοποίηση για χρήση του δικαιώματος επέμβασης υπό προϋποθέσεις [32]. Σύμφωνα με τον τούρκο διπλωμάτη Μελίχ Εζενμπέλ «ο πιο σημαντικός παράγοντας που διαμορφωνόταν με τις συνθήκες ήταν το δικαίωμα επέμβασης. Το να σκεφτείς τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και να πιστεύεις ότι δε θα γινόταν μια μέρα επέμβαση θα τις καταστούσε άχρηστες. Γνωρίζαμε ότι μια μέρα θα παρουσιαζόταν η ανάγκη για επέμβαση. Η επέμβασή μας πραγματοποιήθηκε κατά φάσεις. Το 1964 έγινε από τον αέρα, το 1967 10.000 Έλληνες εκδιώχθηκαν από το νησί, αλλά η πραγματική επέμβαση που είχαμε κατά νου έγινε το 1974» [33]. Επομένως, μέχρι το 1974, η Τουρκία παρόλο που «επί του πεδίου» υλοποιούσε τα διχοτομικά της σχέδια [34], σε διπλωματικό επίπεδο υποστήριζε, έστω και προσχηματικά, την ομοσπονδία όχι όμως ως τελική λύση αλλά ως ένα μέσο επιτάχυνσης, νομιμοποίησης και παγιοποίησης της διχοτόμησης και διατήρησης των επεμβατικών της δικαιωμάτων. Ο Ινονού στην τουρκική Εθνοσυνέλευση είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι «Επίσημα υποστηρίζουμε μάλλον την ιδέα της ομοσπονδίας παρά εκείνη της διαίρεσης, για να μείνουμε στο πλαίσιο των διατάξεων των συνθηκών» [35]. Οι θέσεις που τέθηκαν από την τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία κατά την πενταμερή διάσκεψη του Λονδίνου το 1964 αντανακλούσαν τις τουρκικές επιδιώξεις και συνοψιζόταν ως εξής: (α) το κυπριακό κράτος να διαμορφωθεί με βάση τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων, οι οποίες να έχουν στις περιοχές τους πλήρη αυτονομία και αυτοδιοίκηση, (β) να γίνει μετακίνηση των πληθυσμών ώστε οι Τουρκοκύπριοι να συγκεντρωθούν σε μια ή δύο μεγάλες περιοχές, ενώ στο υπόλοιπο μέρος του νησιού να μείνουν οι Ελληνοκύπριοι και (γ) να διατηρηθεί η ισχύς των συνθηκών συμμαχίας και εγγύησης [36].

14062021-3.jpg

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με τον Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Τούρκο πρωθυπουργό, Αντνάν Μεντερές (στο κέντρο), κατά την διάρκεια των συνομιλιών στην Ζυρίχη. Πηγή:web
--------------------------------------------------------

Κατά την περίοδο της διάσκεψης του Λονδίνου εμπιστευτικά βρετανικά έγγραφα που δόθηκαν και στους Αμερικανούς, έδειχναν ότι βασικός τουρκικός στόχος ήταν μια γεωγραφικά χωριστή διοικητική και πολιτική δομή, η διαμόρφωση της οποίας προϋπέθετε την εξαναγκαστική μετακίνηση 35.000 περίπου Ελληνοκυπρίων και 45.000 Τουρκοκυπρίων έτσι ώστε να συγκεντρωθούν όλοι ή οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι σε μια ή δύο μεγάλες περιοχές του νησιού. Αυτό σύμφωνα με τους Τούρκους θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με ομοσπονδιοποίηση του κράτους [37]. Στις 18 Απριλίου 1964 η τουρκική κυβέρνηση επισήμανε στον διαμεσολαβητή του ΟΗΕ ότι η πλέον αποδεκτή λύση είναι η ομοσπονδία, η οποία νοείται ως η διαίρεση της νήσου σε τούρκικη περιοχή στα βόρεια και σε ελληνική περιοχή στα νότια με υποχρεωτική μετακίνηση πληθυσμών [38]. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1964 ο Ερίμ ανέφερε ότι «ρώτησα τον κ. Άτσεσον το εξής: Οι ΗΠΑ επιθυμούν ειλικρινά μια διευθέτηση του ζητήματος, ναι ή όχι; Η απάντηση ήταν καταφατική και είπα τότε ας την διχοτομήσουμε. (...) Αν δεν μπορούμε να επιβάλουμε στην Ελλάδα την διχοτόμηση τότε ας δοκιμάσουμε ομοσπονδιακό σύστημα. Οι Τούρκοι να αυτοδιοικούνται και να εμφανίζονται στο εξωτερικό σαν κράτος» [39].

Μετά την εισβολή, έπαψε και η ανάγκη υποστήριξης των συνθηκών Ζυρίχης–Λονδίνου, αφού είχε γίνει πλέον χρήση (στρεβλή) του επεμβατικού της δικαιώματος. Ο Γκιουνές στην Γενεύη πριν την δεύτερη φάση της εισβολής υποστήριξε την κατάρτιση νέου συντάγματος που να στηρίζεται στον γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων και τόνισε ότι το σύνταγμα του 1960, ήταν «νεκρό» [40].

Η διχοτόμηση μέσω της δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών στην Κύπρο, δεν αποτελεί συμβατή λύση με τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας για τους εξής λόγους :

(α) Ασφάλειας. Σύμφωνα με τον Κλόκκαρη «Η Τουρκία επιβουλεύεται την Κύπρο ως ζωτικό χώρο επέκτασής της και καταπολεμά κάθε λύση που δημιουργεί ανεξάρτητο κράτος, έναντι των νοτίων ακτών της, για να μην έχουν οι Έλληνες του νησιού αυτονομία και επιλογές στην ασφάλεια. Ο έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου είναι στόχος της υψηλής στρατηγικής της επειδή θεωρεί το νησί υψίστης σημασίας για την ασφάλεια της Μικρασιατικής χερσονήσου και την επέκταση της επιρροής της στην Ανατολική Μεσόγειο και πέραν αυτής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Τουρκία δεν θέλει πλήρη διχοτόμηση ή δύο τελείως ανεξάρτητα κράτη στο νησί» [41]. Ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ τρείς μήνες μετά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους δήλωσε ότι «Εάν η Κύπρος μοιραστεί ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αν γίνει οποιαδήποτε ενέργεια που θα οδηγούσε σε κάτι τέτοιο θα φέρουμε με τα ίδια μας τα χέρια την Ελλάδα στα νότιά μας, την στιγμή που στα δυτικά, στο Αιγαίο έχουμε τόσα προβλήματα» [42],

(β) Έλλειψης Διεθνούς Υποστήριξης. Ο συγγραφέας Σοϊσάλ στις 31 Ιουλίου 1974 γράφει: «Υπό τις σημερινές συνθήκες, διχοτόμηση σημαίνει μοίρασμα της Κύπρου ανάμεσα σε δύο χώρες του ΝΑΤΟ, την Ελλάδα και την Τουρκία. Σε αυτό δεν εναντιώνονται μονάχα η Σοβιετική Ένωση, αλλά και οι αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής και όλες οι χώρες του τρίτου κόσμου (..) Ενώ με σοβαρές προσπάθειες αν δημιουργήσουμε μια διαρκή ομοσπονδιακή δομή, θα προστατεύσουμε από τη μια την υπεροχή μας και από την άλλη θα εξασφαλίσουμε μια λύση που θα είναι αποδεκτή σε όλο τον κόσμο» [43],

(γ) Με αυτόν τον τρόπο διατηρείται η Κυπριακή Δημοκρατία,

(δ) Αντιτίθεται στον πρωταρχικό στόχο της Τουρκίας, του Ελέγχου επί Ολόκληρης της Κύπρου,

(ε) Προκαλεί την σταδιακή απεξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία, μέσω μιας ενδεχόμενης ένταξης στην ΕΕ και επομένως αφαίρεσης από την Τουρκία της δυνατότητας χρησιμοποίησης των Τουρκοκύπριων ως στρατηγικής μειονότητας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της [44].

Η μεγαλύτερη απόδειξη του γεγονότος ότι η Τουρκία δεν επιθυμούσε τη νομιμοποίηση της διχοτόμησης, ήταν αφενός μεν η μη προσάρτηση του ψευδοκράτους, αμέσως μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας του που ενδεχομένως θα οδηγούσε τους Ελληνοκύπριους να επανεξετάσουν την σχέση τους με την Ελλάδα και να σκεφθούν ακόμη και την ένωση [45] και η μη εξάντληση των δυνατοτήτων της για να επιτύχει την αναγνώριση του ψευδοκράτους από άλλα κράτη [46].

Ποιος όμως είναι ο πρόσφορος τρόπος ώστε να επιτευχθεί η νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής και παράλληλα να επιτευχθεί ο στρατηγικός έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου; Η Τουρκία παρόλο που επισήμως υποστήριζε την ομοσπονδία στην ουσία στόχευε στην (συν)ομοσπονδία.

Το 1989, ο καθηγητής και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Σοϊζάλ, ερωτηθείς για το ποια είναι η τουρκική θέση, η απάντηση ήταν απλή και καθαρή: «Λέμε στον κόσμο ομοσπονδία, αλλά υποστηρίζουμε συνομοσπονδία» [47]. Το 1992 μετά τις συνομιλίες της Νέας Υόρκης, ο ΟΗΕ στο ψήφισμα 789 εκτιμούσε ότι η Τουρκία πρόβαλλε θέσεις που ήταν πιο κοντά σε συνομοσπονδία παρά σε ομοσπονδία [48]. Ο Θεοφάνους υποστηρίζει ότι «Ενώ γίνεται λόγος περί ομοσπονδίας, η τουρκική πλευρά έχει κατά νου μια συνομοσπονδιακή λύση η οποία να την καθιστά κυρίαρχη στον βορρά και συγκυρίαρχη στον νότο (..) Αυτό που επιζητεί η Τουρκία είναι δύο κράτη με περιορισμένη κυριαρχία τα οποία να συνδέονται με τρόπο ώστε για ζωτικά θέματα να απαιτείται η συναίνεση των δύο κοινοτήτων. Με αυτό τον τρόπο η Τουρκία, έμμεσα θα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε θέματα του κράτους» [49]. Ο Σαρρής στο ίδιο πλαίσιο αναφέρει ότι «Η βασική πρόθεση της Τουρκίας για τη Μεγαλόνησο εξαρχής ήταν η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως νομικού προσώπου, ως διεθνούς προσωπικότητας και η επιβολή όχι μιας διχοτόμησης, αλλά ενός ιδιότυπου “συνομοσπονδιακού” κράτους όπου η μειονότητα του 18%, η οποία με την πάροδο του χρόνου διά των εποίκων ή μετακινουμένων ελευθέρως λόγω Ευρωπαϊκής Ένωσης πληθυσμών από την Τουρκία θα γίνει πλειοψηφία και θα είναι σε θέση να ελέγχει απολύτως όλη την έκταση του κράτους της Κύπρου» [50].

Μάλιστα η επίσημη εγκατάλειψη του στόχου της ομοσπονδίας και η υιοθέτηση του στόχου της συνομοσπονδίας έγινε το 1983 με την ίδρυση του ψευδοκράτους. Κατά την Firat «Με αυτή την απόφαση εγκατέλειπαν την θέση της ομοσπονδίας που την υποστήριζαν μέχρι τώρα. Γινόταν μετάβαση από διακοινοτική σε διακρατική . Αυτό σήμαινε μετάβαση από την ομοσπονδία στην συνομοσπονδία και ήταν μια κατάσταση αντίθετη, τόσο στα ψηφίσματα του ΟΗΕ, τα οποία είχε ψηφίσει και η Τουρκία όσο και στις συμφωνίες του 1977 και 1979» [51].

Το καθεστώς της συνομοσπονδίας προσφέρει στην Άγκυρα τα εξής πλεονεκτήματα: (α) νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της εισβολής – κατοχής, (β) διατηρεί τα στεγανά μεταξύ των δύο κοινοτήτων, αφού δε θα αποκατασταθεί η πολιτική και οικονομική ενότητα του νησιού, (γ) μέσα από μια συνθήκη εγγυήσεων που θα συνοδεύει κάθε τέτοια λύση, η Τουρκία όχι μόνο απαιτεί να παραμείνει εγγυήτρια δύναμη αλλά και επιδιώκει την απόκτηση δικαιωμάτων, τα οποία πρακτικά θα την καταστήσουν συγκυρίαρχη στο σύνολο του νησιού, με την βοήθεια και των συνταγματικών δικαιωμάτων που προβλέπεται να αποκτήσουν οι Τουρκοκύπριοι, (δ) θα αποτρέψει μια λύση διπλής ένωσης που θα φέρει την Ελλάδα στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας. Επίσης θα αποτρέψει και μια ισχυρή ελλαδική στρατιωτική παρουσία στο νησί μέσω της εγκατάστασης βάσεων [52]
Η επιδίωξη της συνομοσπονδίας εκφράστηκε επίσημα μέσω των Τουρκοκυπρίων. Ο Ντενκτάς στις 31 Αυγούστου 1998 πρότεινε επίσημα την εγκαθίδρυση συνομοσπονδίας χωρίς όμως η πρόταση αυτή να μπορέσει να αντικαταστήσει το πλαίσιο λύσης που επικρατούσε εκείνη την στιγμή (ΔΔΟ) [53].

Επομένως, ποια είναι η προσφορότερη μορφή διχοτόμησης σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις στοχεύσεις της Τουρκίας; Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Πρέσβειρα ε.τ., κα. Λόρια Μαρκίδη, «Η διαχρονική στόχευση της Τουρκίας, όπως αυτή έχει θεσπιστεί από τον Τούρκο συνταγματολόγο Νιχάτ Ερίμ, είναι η επανάκτηση ολόκληρης της Κύπρου, η οποία εξυπηρετείται καλύτερα από την εγκαθίδρυση μιας χαλαρής συνομοσπονδίας» [54]. Η απάντηση, λοιπόν, στο ερώτημα είναι ότι η προσφορότερη μορφή διχοτόμησης είναι η συνομοσπονδία η οποία συνοψίζεται στο τρίπτυχο «Αφέντης στα Κατεχόμενα» - «Ισότιμος Συνέταιρος στον Νότο» - «Επικυριαρχία πάνω σε ολόκληρη την Κύπρo» [55].

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ

Στο πλαίσιο επίσκεψης στα Βαρώσια, ο Ερντογάν δήλωσε ότι «Αντικείμενο διαπραγμάτευσης θα πρέπει να είναι μια λύση δύο κρατών με βάση την αρχή της κυρίαρχης ισότητας» [56]. Η δήλωση αυτή συνιστά εκ πρώτης όψεως μια αλλαγή πλαισίου συζήτησης και απομάκρυνση από την συζήτηση περί Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Συνιστά όμως και αλλαγή στάσης της τουρκικής πολιτικής για το κυπριακό; Η απάντηση στο ερώτημα συνδέεται καθαρά με την επεξήγηση του όρου «κυρίαρχη ισότητα». Ο Αιμιλιανίδης εξηγεί ότι με τον όρο «κυρίαρχη ισότητα» η Τουρκία «στην ουσία εισηγείται λύση δύο κρατών δηλαδή ένα συνομοσπονδιακό μοντέλο λειτουργίας στο οποίο θα υπάρχουν δύο κράτη τα οποία θα συνεργάζονται μεταξύ τους ως συνέταιροι και γι’ αυτό αναφέρεται σε κυριαρχική ισότητα. Δηλαδή θα έχουμε δύο κυρίαρχα κράτη τα οποία θα είναι ίσα μεταξύ τους και θα έχουν κάποια μορφή γενικότερης συνεργασίας, αυτή είναι η έννοια της συνομοσπονδίας» [57]. Επομένως γίνεται σαφές ότι η στάση της Τουρκίας, παρόλο που σε πρώτη ανάγνωση δείχνει να υποστηρίζει την λύση δύο ανεξάρτητων κρατών, στην ουσία προωθεί την συνομοσπονδία, την οποία πρακτικά υποστήριζε από την στιγμή που προέβη στην αναγνώριση του ψευδοκράτους. Η συνομοσπονδία συνεχίζει να αποτελεί για την Τουρκία, την προσφορότερη μορφή διχοτόμησης, σύμφωνα με τα συμφέροντά της, η οποία συμβάλλει στην επίτευξη του τελικού της στόχου, του στρατηγικού ελέγχου επί ολόκληρης της Κύπρου, όπως αυτός θεσπίστηκε από τον Ερίμ το 1956.

ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

O Popescu αντιπαραβάλλει το μοντέλο της «επείγουσας στρατηγικής» με αυτό της «υψηλής στρατηγικής» ώστε να δώσει δύο διαφορετικές όψεις του τρόπου διαμόρφωσης των αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής. Επιχειρώντας την σύγκριση αναφέρει ότι το μοντέλο της υψηλής στρατηγικής αναφέρεται στον στρατηγικό σχεδιασμό που θέτει μακροπρόθεσμους στόχους, στην ανάλυση των εσωτερικών και εξωτερικών συνθηκών και στην διατύπωση μιας μακροπρόθεσμης υψηλής στρατηγικής για την επίτευξή τους. Επίσης η ευελιξία αφορά μόνο το επίπεδο των μέσων και όχι των στόχων.

Αντίθετα, το μοντέλο της «επείγουσας στρατηγικής» εστιάζει στην αντιμετώπιση των κρίσεων, στην «εκμάθηση (lessons learned)» μέσω των δράσεων που αναλαμβάνονται και στην προσαρμογή σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Επιπρόσθετα, χαρακτηρίζεται από ευελιξία και προσαρμοστικότητα σε ό,τι αφορά τα μέσα αλλά και τους στόχους. Με άλλα λόγια το μοντέλο της επείγουσας στρατηγικής δίνει έμφαση στην «εκμάθηση» και την προσαρμογή παρά στον σχεδιασμό και την εφαρμογή του [58]. Σύμφωνα με την ανάλυση που προηγήθηκε, οι τουρκικές στρατηγικές επιλογές στο κυπριακό ζήτημα, από το 1954–1956, ακολουθούσαν το μοντέλο της «επείγουσας στρατηγικής (emergent strategy)», ενώ από το 1956 (σύνταξη εκθέσεων Ερίμ) μέχρι και σήμερα, βρίσκονται εγγύτερα στο μοντέλο της «υψηλής στρατηγικής (grand strategy)».

Όπως έγινε φανερό από την παραπάνω ανάλυση, οι εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ έχουν μετατραπεί σε «δόγμα» και σε οδηγό των τουρκικών στρατηγικών επιλογών στο κυπριακό ζήτημα, το οποίο ακολουθούν και εφαρμόζουν απαρεγκλίτως όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις. Ενώ υλοποιήθηκε μεγάλο μέρος του σχεδίου Ερίμ, αυτό δεν έχει ολοκληρωθεί και βρίσκεται εν εξελίξει.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 69 (Απρίλιος - Μάιος 2021) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

[1] Στο παρόν άρθρο το δόγμα Νιχάτ Ερίμ προσεγγίζεται θεωρητικά υπό το πρίσμα των δύο εννοιών, το περιεχόμενο των οποίων αναλύεται στα συμπεράσματα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν αναφερόμαστε στην Υψηλή Στρατηγική της Τουρκίας στο κυπριακό ζήτημα αλλά στις Στρατηγικές Επιλογές της Τουρκίας στο κυπριακό ζήτημα που ενδεχομένως να παραπέμπουν στο μοντέλο της Υψηλής Στρατηγικής ή στο μοντέλο της Επείγουσας Στρατηγικής.
[2] Για μια παρόμοια ανάλυση βλ. Christos Iakovou, “The Cyprus Question in the Context of Geopolitics and Grand Strategy”, Hellenic Studies, Vol.19, No.2, (Autumn,2011): 87 96 ; Φοίβος Κλόκκαρης, «Η Ασφάλεια της Κύπρου στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής», Cyprus Center for European and International Affairs, No.5, (April,2016):2 ; Phivos Klokkaris, “The Security Problem of Cyprus”, ERPIC, (November,2009):1-19 ; Iakovos Menelaou, “A Historical Account of the Cyprus Problem and the Annan Plan : A Unique Opportunity or an Unwelcome Solution?”, Akropolis, Vol.3, (2019), 33 ; Demetra Demetriou, “Identity Politics and the Cyprus Issue”, Hellenic News of America, 8 April 2020 in https://hellenicnews.com/identity-politics-and-the-cyprus-issue/, Αντλήθηκε την 14 Νοεμβρίου 2020 ; Robert Ellis, “The Scandalous History of Cyprus”, The Guardian, 3 March 2010 in
https://www.theguardian.com/commentisfree/2010/mar/03/cyprus-turkey-eu-uk, Αντλήθηκε την 1 Σεπτεμβρίου 2020 ; Νεοκλής Σαρρής, «Υπήρχαν Φρικαλέοι Χειρισμοί στο Κυπριακό», Ποιότητα στο https://piotita.gr/2014/08/29/νεοκλής-σαρρής-υπήρξαν-φρικαλέοι-χε/, Αντλήθηκε την 17 Οκτωβρίου 2020.
[3] Francis Henn, “Cyprus - The Geostrategic – Dimension, Contemporary Review, Vol.1, No.1, (Summer,2007), 176.
[4] Για τις εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ. Βλέπε Νεοκλής Σαρρής, Η Άλλη Πλευρά: Διπλωματική Χρονογραφία του Διαμελισμού της Κύπρου με Βάση Τούρκικες Πηγές 1955-1963, (Αθήνα, Γραμμή, 1982) σ.274-301 και Κώστας Χατζηκωστής, Έξι Προεδρικά Πορτραίτα, (Θεσσαλονίκη, Γερμανός, 2015), Παραρτήματα.
[5] Ahmet Davutoglou, Το Στρατηγικό Βάθος: Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας, (Αθήνα, Ποιότητα, 2010), σ.274-281.
[6] Νεοκλής Σαρρής, Η Άλλη Πλευρά: Διπλωματική Χρονογραφία του Διαμελισμού της Κύπρου με Βάση Τούρκικες Πηγές 1955-1963, (Αθήνα, Γραμμή, 1982), σ.62.
[7] Κώστας Γεννάρης, Εξ Ανατολών, (Αθήνα, Καστανιώτη, 2000), σ.117 και Νίκος Κρανιδιώτης, Δύσκολα Χρόνια: Κύπρος 1950-1960, (Αθήνα, Εστία, 1981), σ.103.
[8] Το ότι η Τουρκία στοχεύει στον στρατηγικό έλεγχο επί ολόκληρης της Κύπρου δεν πηγάζει μόνο από τις εκθέσεις του Νιχάτ Ερίμ. Στις 3 Μάϊου 1957 ο Τούρκος πρωθυπουργός Μεντερές σε δήλωσή του στην Προύσα ανέφερε ότι «η Τουρκία υιοθετώντας την διχοτόμηση έχει κάνει μεγάλη υποχώρηση». Αυτό δείχνει με απερίφραστο τρόπο ότι η Τουρκία υιοθετούσε την διχοτόμηση ως μέση λύση. Βλ. Αβέρωφ - Τοσίτσας, Ιστορία Χαμένων Ευκαιριών : Κυπριακό 1950-1963, τομ.Α, σ.210
[9] Από την άλλη η αφοσίωση του ηγετών των Τουρκοκυπρίων προς τη Μητέρα Πατρίδα ήταν δεδομένη.
[10] Σε αυτό το σημείο παρατηρείται ότι το ίδιο το όνομα της οργάνωσης αποτελεί τον αρχικό στόχο της Τουρκίας στο κυπριακό ζήτημα δημιουργώντας μια εντύπωση απόλυτης ευθυγράμμισης της επίσημης τουρκικής πολιτικής με τις παρακρατικές οργανώσεις τόσο εντός της ίδιας της Τουρκίας όσο και εντός της Κύπρου.
[11] Μια από τις πιο εμβριθείς αναλύσεις για το Πογκρόμ των Σεπτεμβριανών βλ. Σπύρος Βρυώνης, Ο Μηχανισμός της Καταστροφής: το τουρκικό πογκρόμ της 6ης- 7ης Σεπτεμβρίου 1955 και ο αφανισμός της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, (Αθήνα, Εστία, 2007).
[12] Ιωαννίδης, Νεο-Οθωμανικός Ιμπεριαλισμός, 1955-1995: Ιδεολογία και Πολιτική του Τουρκικού Επεκτατισμού, κεφ 5, σ.95-115.
[13] Νίκος Κρανιδιώτης, Δύσκολα Χρόνια: Κύπρος 1950-1960, (Αθήνα, Εστία, 1981), σ.105.
[14] Η στρατηγική του πολέμου διά αντιπροσώπων στις μέρες μας εφαρμόζεται από το Ιράν. Η Τεχεράνη χρησιμοποιεί την Χεζμπολλά για να προωθήσει του πολιτικούς της σκοπούς. Ειδικότερα βοηθάει, οργανώνει, εξοπλίζει, εκπαιδεύει και ενώνει ομάδες Σιϊτών, της Χεζμπολλά, ώστε μέσω αυτής να αντιμετωπίσει το Ισραήλ. Ενδεικτικά βλ. Daniel Byman, «Should Hezbollah Be Next?», Foreign Affairs, Vol. 82, No. 6 (Nov. - Dec., 2003), σ. 54-66, Robert Baer, «Iranian Resurrection», The National Interest, No. 98 (November/December 2008), σ. 36-45.
[15] Robert Holland, Η Βρετανία και ο Κυπριακός Αγώνας 1954-1959, (Αθήνα,Ποταμός,1999), μτφ Βίλλυ Φωτοπούλου, σ.379.
[16] Γεώργιος Γρίβας-Διγενής, Απομνημονεύματα του Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959, (Αθήνα, Πελασγός, 2013), σ.256,257.
[17] Χρίστος Ιωαννίδης, Νέο - Οθωμανικός Ιμπεριαλισμός, 1955-1995 : Ιδεολογία και Πολιτική του Τουρκικού Επεκτατισμού, (Νέα Υόρκη, Τροχαλία, 1995), σ.162.
[18] Νίκος Κρανιδιώτης, Δύσκολα Χρόνια: Κύπρος 1950-1960, (Αθήνα, Εστία,1981), σ.435.
[19] Κώστας Γεννάρης, Εξ Ανατολών, (Αθήνα, Καστανιώτη, 2000), σ.238.
[20] Παύλος Τζερμίας, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας: Μια αναδρομή στην ζωή της Μεγαλονήσου στο διάβα των χιλιετιών, (Αθήνα, LIBRO, 2001), Α΄Τόμος, σ.530.
[21] Άγγελος Συρίγος, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, (Αθήνα, Πατάκη, 2016), σ.354.
[22] Erik Zurcher, Η σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, (Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2004), σ.355.
[23] Βουλή των Ελλήνων, Βουλή των Αντιπροσώπων, Ο Φάκελος της Κύπρου, (Αθήνα, Λευκωσία, 2018). σ.50.
[24] Το καταστατικό προέβλεπε συνολικά 19 άρθρα βλ. Νίκος Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία : Κύπρος 1960-1974, (Αθήνα, Εστία, 1985), σ.34.
[25] Άγγελος Συρίγος, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, (Αθήνα, Πατάκη, 2016), σ.356.
[26] Υπουργείο Εξωτερικών Κυπριακής Δημοκρατίας, Το Κυπριακό Πρόβλημα, http://www.mfa.gov.cy/mfa/mfa2016.nsf/mfa15_gr/mfa15_gr?OpenDocument. Αντλήθηκε την 29/12/2019.
[27] Αlfons Cuco, Demographic Structure of the Cypriot Communities (Δημογραφική σύνθεση των Κυπριακών κοινοτήτων), Council of Europe, Committee on Migration, Refugees and Population (Συμβούλιο της Ευρώπης, Επιτροπή Μετανάστευσης, Προσφύγων και Πληθυσμού), Doc. 6589, 27 Απριλίου 1992 ; Jaakko Laakso, Colonisation by Turkish settlers of the occupied part of Cyprus (Εποικισμός από Τούρκους εποίκους του κατεχομένου τμήματος της Κύπρου), Council of Europe, Committee on Migration, Refugees and Population (Συμβούλιο της Ευρώπης, Επιτροπή Μετανάστευσης, Προσφύγων και Πληθυσμού), Doc. 9799, 2 Μαΐου 2003.
[28] Niyazi,Kizilyurek Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό, (Αθήνα, Παπαζήση, 2009), σ.194
[29] Ιωάννης Κωτούλας, «Ο Κίνδυνος εκτουρκισμού της Κύπρου», Foreign Affairs the Hellenic Edition, (Μάϊος, 2017), https://foreignaffairs.gr/articles/71276/ioannis-kotoylas/o-kindynos-ekt..., Aντλήθηκε την 21 Ιανουαρίου 2020.
[30] Van Coufoudakis, Miltos Miltiadou, “The Cyprus Question : A Brief Introduction, Republic of Cyprus, (2011), p.62.
[31] Κυπριακό Κέντρο Μελετών, Κωνσταντίνος Γιαλλουρίδης, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική και Κυπριακό 1974 – 1987, (Λευκωσία, ΚΥΚΕΜ,1988):48.
[32] Σύμφωνα με το άρθρο IV της συνθήκης εγγυήσεως που αποτελεί παράρτημα στο σύνταγμα της Κυπριακή Δημοκρατίας, η Τουρκία το 1974 δεν είχε τη νομιμοποίηση για ανάληψη μονομερούς ενέργειας και κατάληψης εδαφών : «Εν περιπτώσει παραβιάσεως των διατάξεων της παρούσης συνθήκης, η Ελλάς, η Τουρκία και το Ηνωμένον Βασίλειον αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διαβουλεύωνται μετ’ αλλήλων όσον αφορά τας παραστάσεις ή τα μέτρα τα αναγκαία δια την διασφάλισιν της τηρήσεως των εν λόγω διατάξεων. Εφ’ όσον κοινή ή συντετονισμένη ενέργεια δεν ήθελεν αποδειχθή δυνατή, εκάστη των τριών εγγυητριών δυνάμεων επιφυλάσσει εαυτή το δικαίωμα όπως ενεργήση με μόνον σκοπόν την επαναφοράν της δια της παρούσης συνθήκης δημιουργηθείσης καταστάσεως».
[33] Κώστας Γεννάρης, Εξ Ανατολών, (Αθήνα, Καστανιώτη, 2000), σ.174.
[34] Χαρακτηριστική είναι η «ευθυγράμμιση» των Τουρκοκυπρίων με τις τουρκικές στοχεύσεις, η οποία γίνεται φανερή από την έκθεση που συντάχθηκε από τους Ντενκτάς και Κιουτσούκ την 14 Σεπτεμβρίου 1963 και η οποία αποτελεί ένα σχέδιο για την επίτευξη, του γεωγραφικού – πολιτικού διαχωρισμού μεταξύ των δύο κοινοτήτων και της αύξησης του τουρκικού πληθυσμού στην Μεγαλόνησο. Βλ. Τζερμίας, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας: με αναδρομή στη ζωή της Μεγαλονήσου στο διάβα των χιλιετιών, Α΄Τόμος, σ.518,519 ; Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία : Κύπρος 1960-1974, σ.34 ; Γενάρης, Εξ Ανατολών, σ.162-168.
[35] Παύλος Τζερμίας, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας: Μία αναδρομή στη ζωή της Μεγαλονήσου στο διάβα των χιλιετιών, (Αθήνα, LIBRO, 2001), Α΄Τόμος, σ.533.
[36] Νίκος Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία : Κύπρος 1960-1974, (Αθήνα, Εστία, 1985), σ.105
[37] Brandan O’ Malley, Ian Craig, Η Συνωμοσία της Κύπρου : ΗΠΑ Κατασκοπία και Τουρκική Εισβολή, (Αθήνα, Σιδέρης, 2001), σ.182.
[38] FRUS, Telegram from the Embassy in Cyprus to the Department of State, 22 April 1964, No.35. Το κείμενο του σχεδίου στο Νίκος Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία : Κύπρος 1960-1974, (Αθήνα, Εστία, 1985), σ.619.
[39] Απόσπασμα από αγόρευση του Ερίμ στην Τουρκική Βουλή (8/9/64) στο: Σπύρος Παπαγεωργίου, Τα Κρίσιμα Ντοκουμέντα του Κυπριακού, (Λευκωσία, Επιφανίου, 2000), τομ. Β, σ.334,335.
[40] Πολύβιος Πολυβίου, Η διπλωματία της εισβολής : Η διάσκεψη της Γενεύης για την Κύπρο τον Αύγουστο του 1974, (Αθήνα, Καστανιώτη, 2010), σ.78.
[41] Φοίβος Κλόκκαρης, «Η Ασφάλεια της Κύπρου στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής», Cyprus Center for European and International Affairs, No.5, (April,2016):2.
[42] Σταύρος Λυγερός, Κυπριακό : Η Αιρετική Λύση, (Αθήνα, Πατάκη , 2014), σ.48.
[43] Niyazi,Kizilyurek Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό, (Αθήνα, Παπαζήση, 2009), σ.204,205.
[44] Για μια παρόμοια ανάλυση βλ. Γιώργος Λιλλήκας, Λύση του Κυπριακού : Πραγματικότητες, Διλήμματα και Επιλογές, (Αθήνα, Λιβάνη, 2008), σ.219,225.
[45] Άγγελος Συρίγος, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, (Αθήνα, Πατάκη, 2016), σ.356.
[46] Σταύρος Λυγερός, Κύπρος : Στα Όρια του Αφανισμού, (Αθήνα, Λιβάνη, 1993), σ.66.
[47] Niyazi,Kizilyurek Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό, (Αθήνα, Παπαζήση, 2009), σ.173.
[48] Γιώργος Βασιλείου, «Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Κύπρος», στο Το Κυπριακό Σήμερα, (Πάτρα, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, 1999), σ.21.
[49] Ανδρέας Θεοφάνους, Η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Νέο Διεθνές Περιβάλλον : Προκλήσεις και Προοπτικές, (Αθήνα, Σιδέρης, 2000), σ.51.
[50] Νεοκλής Σαρρής, «Η Αχίλλειος Πτέρνα των Τούρκων στο Κυπριακό», 30 Ιουλίου 2010 στο https://infognomonpolitics.gr/2010/07/blog-post_5255-6/, Αντλήθηκε την 18 Νοεμβρίου 2020.
[51] Melek Firat, Οι Τουρκοελληνικές Σχέσεις και το Κυπριακό, (Αθήνα, Σιδέρης, 2012), σ.233 - 235
[52] Σταύρος Λυγερός, Κύπρος : Στα Όρια του Αφανισμού, (Αθήνα, Λιβάνη, 1993), σ.69,70.
[53] Rauf Denktas, “The Crux of the Cyprus Problem”, Journal of International Affairs, Vol.4, No.3, (September-November, 1999).
[54] Η Σημερινή, «Η διαχρονική στόχευση της Τουρκίας είναι η επανάκτηση της Κύπρου», 1 Δεκεμβρίου 2020 στο https://simerini.sigmalive.com/article/2020/12/1/diakhronike-stokheuse-t..., Αντλήθηκε την 13 Δεκεμβρίου 2020.
[55] Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων, Εθνική Στρατηγική και Κυπριακό, (Αθήνα, Νηρέας, 1997), σ.21
[56] Βασίλης Νέδος, «Στρατηγική Διχοτόμησης από Ερντογάν στην Κύπρο», (17 Νοεμβρίου 2020), στο https://www.kathimerini.gr/politics/561160882/stratigiki-dichotomisis-ap..., Αντλήθηκε την 4 Μαρτίου 2021.
[57] Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, «Τι είναι πολιτική ισότητα, κυρίαρχη ισότητα, συνομοσπονδία, δύο κράτη;», Αlphanews.live Κύπρου, 20 Δεκεμβρίου 2020, στο https://www.alphanews.live/editorial/ti-einai-politiki-isotita-kyriarhik.... Αντλήθηκε την 4 Μαρτίου 2021.
[58] Ionut Popescu, Emergent Strategy and Grand Strategy : How American Presidents Succeed in Foreign Policy, (Baltimore, John Hopkins University Press,2017), p.19,20.

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition